Ο πανεπιστημιακός Σωτήρης Ρούσσος μιλά στο Δρόμο για την αντιπαράθεση Σαουδικής Αραβίας-Κατάρ, το ρόλο των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή και την τζιχαντιστική επίθεση στην Τεχεράνη
Συνέντευξη στον Ερρίκο Φινάλη*
Κύριε Ρούσσο, τις τελευταίες μέρες οι εξελίξεις στη Μέση Ανατολή είναι καταιγιστικές. Τη Δευτέρα ξέσπασε και ανοιχτά η εδώ και καιρό υποβόσκουσα αντιπαράθεση μεταξύ από τη μια της Σαουδικής Αραβίας και των συμμάχων της και, από την άλλη, του Κατάρ – μια υπόθεση τις παραμέτρους της οποίας δυσκολεύονται να κατανοήσουν όσοι ασχολούνται επιφανειακά μόνο με τη γεωπολιτική. Και έπειτα είχαμε τη διπλή τρομοκρατική επίθεση των τζιχαντιστών στην καρδιά της Τεχεράνης, σε τοποθεσίες τεράστιας θεσμικής και συμβολικής σημασίας για το Ιράν. Υπάρχει η αίσθηση ότι αυτά τα δύο δραματικά επεισόδια σχετίζονται κατά κάποιο τρόπο. Μπορείτε να μας βοηθήσετε να ξετυλίξουμε το κουβάρι;
Δεν νομίζω ότι η αντιπαράθεση με το Κατάρ και η τζιχαντιστική επίθεση στο Ιράν συνδέονται άμεσα. Όμως και τα δύο γεγονότα έχουν σχέση με τις αλλαγές στη Μέση Ανατολή και, αν θέλετε, με τη στάση του λεγόμενου διεθνούς παράγοντα, ιδίως των ΗΠΑ. Η Ουάσιγκτον προσπαθεί να επιβάλει τη Σαουδική Αραβία ως ηγέτιδα δύναμη του αραβικού κόσμου, πράγμα που δεν έχει ξανασυμβεί και επιχειρείται με τρόπο εντελώς τεχνητό. Η σαουδαραβική μοναρχία ποτέ δεν είχε τέτοια θέση, ακόμη και στο απόγειο της ισχύος της κατά τη διάρκεια των πετρελαϊκών εμπάργκο. Επηρέαζε βέβαια αραβικές κυβερνήσεις χάρη στην οικονομική ισχύ της και στην επιρροή του ουαχαβιτικού Ισλάμ**. Ποτέ όμως δεν έπαιξε το ρόλο του ηγέτη, και ούτε τώρα θα γίνει αποδεκτή ως ηγέτιδα δύναμη από τον αραβικό κόσμο. Βέβαια η Αίγυπτος, που αυτή ναι, θεωρείται φυσικός ηγέτης της περιοχής, αυτή τη στιγμή κάνει την ανάγκη της φιλοτιμία, λόγω και των μεγάλων οικονομικών προβλημάτων της, και δεν αντιδρά άμεσα στην τεχνητή ανάδειξη της Σαουδικής Αραβίας ως ηγετικής δύναμης. Όμως άλλα κράτη της περιοχής, κυρίως το Κατάρ, αμφισβητούν την πρωτοκαθεδρία της Σαουδικής Αραβίας. Διότι και το Κατάρ προσπαθεί εδώ και χρόνια να έχει αυτόνομο σημαντικό ρόλο και λόγο, εκμεταλλευόμενο κι αυτό τόσο τη μεγάλη οικονομική ισχύ του όσο και έξυπνες κινήσεις, όπως η δημιουργία του δικτύου Αλ-Τζαζίρα κ.λπ. Ήταν λοιπόν προφανές ότι το Κατάρ δεν θα αποδεχόταν την επιβολή της Σαουδικής Αραβίας ως ηγέτιδας αραβικής δύναμης από τις ΗΠΑ.
Ένα δεύτερο στοιχείο που μπορεί να βοηθήσει στην κατανόηση όσων συμβαίνουν αυτές τις μέρες είναι ότι ο Ντόναλντ Τραμπ χάραξε μια διαχωριστική γραμμή, μια γραμμή αντιπαλότητας μεταξύ σουνιτών και σιιτών, λέγοντας ότι από εδώ είναι το σουνιτικό Ισλάμ με αρχηγό τη Σαουδική Αραβία κι από εκεί είναι οι σιίτες με επικεφαλής μια επικίνδυνη χώρα, το Ιράν. Κάνει πως ξεχνάει ότι αυτή η αντιπαράθεση διατρέχει το εσωτερικό χωρών όπως το Ιράκ, η Συρία, ο Λίβανος, η Υεμένη, το Μπαχρέιν κ.ά. Άρα θα μπορούσε να πει κανείς ότι με μία έννοια η διοίκηση Τραμπ «επιβραβεύει» τη σύγκρουση μεταξύ σουνιτών και σιιτών, η οποία βρίσκεται στην αιχμή της προπαγάνδας του Ισλαμικού Κράτους τόσο στη Μέση Ανατολή όσο και στο χώρο της Ευρώπης. Θα λέγαμε λοιπόν ότι, χωρίς να συνδέονται επιχειρησιακά, διότι κανείς δεν ισχυρίζεται ότι κάποιος έδωσε εντολή στο Ισλαμικό Κράτος να χτυπήσει τώρα και εκεί που χτύπησε, ούτε ότι έδωσε εντολή τώρα στη Σαουδική Αραβία να στραφεί ενάντια στο Κατάρ, όλες αυτές οι κινήσεις και εξελίξεις σχετίζονται μεταξύ τους.
Υποτίθεται όμως ότι, πέραν του Ιράν, αυτή τη στιγμή στο στόχαστρο των ΗΠΑ βρίσκεται και το Ισλαμικό Κράτος. Και δεν θα έλεγε κανείς ότι αυτό δεν ισχύει, διότι όντως οι ΗΠΑ βομβαρδίζουν τις βάσεις του Ισλαμικού Κράτους στη Συρία, το Ιράκ…
Υπάρχει ένας στρατηγικός στόχος των ΗΠΑ, και ένας τακτικός. Ο στρατηγικός τους στόχος είναι η αποδυνάμωση του Ιράν, το οποίο ονοματίζουν ως τον μεγαλύτερο κίνδυνο για τη σταθερότητα στην περιοχή και για την ασφάλεια των χωρών που συνιστούν τους πυλώνες της αμερικανικής πολιτικής, όπως η Σαουδική Αραβία και το Ισραήλ. Η καταπολέμηση του Ισλαμικού Κράτους, από την άλλη, συνιστά τακτική κίνηση. Προφανώς και οι ΗΠΑ θέλουν να εξαλείψουν το Ισλαμικό Κράτος, που δημιουργεί προβλήματα σε πολλές χώρες, περιλαμβανομένων πλέον και σουνιτικών βασιλείων. Χάρη στο απίστευτα τρομακτικό και βάρβαρο προφίλ του, το Ισλαμικό Κράτος αποτελεί πολύ καλό στόχο ώστε να δείξουν οι ΗΠΑ ότι τις ενδιαφέρει η Μέση Ανατολή – χωρίς όμως η εξάλειψη του Ισλαμικού Κράτους να αλλάξει τις ισορροπίες υπέρ του Ιράν, που είναι ο βασικός τους αντίπαλος στην περιοχή. Αυτό δηλαδή σημαίνει ότι ακόμη κι αν επιτευχθεί η εξάλειψη του Ισλαμικού Κράτους, δεν θα έχουμε ειρήνευση στη Συρία, πιθανά ούτε στο Ιράκ. Επειδή ακριβώς ο βασικός στόχος της Ουάσιγκτον είναι η αποδυνάμωση του Ιράν και των συμμάχων του, δηλαδή το καθεστώς του Άσαντ, οι φιλοσιιτικές οργανώσεις στο Ιράκ, η Χεζμπολά στο Λίβανο κ.λπ.
Πάντως η τρομοκρατική επίθεση στην Τεχεράνη είναι μια τολμηρή και πρωτοφανής εξέλιξη, ιδίως αν σκεφτεί ότι εδώ και πολλά χρόνια αυτή η χώρα δεν έχει βιώσει τέτοια γεγονότα, και μάλιστα εναντίον τόσο σπουδαίων, συμβολικών στόχων. Έτσι δεν είναι;
Σωστά. Οι τελευταίες τέτοιου είδους ενέργειες συνέβησαν πριν από δεκαετίες από τους Μουτζαχεντίν Χαλκ, που υποστηρίζονταν από το τότε ιρακινό καθεστώς υπό τον Σαντάμ Χουσεΐν. Έκτοτε η ιρανική κοινωνία δεν έχει ζήσει τέτοιες επιθέσεις, ούτε είχε άμεση επαφή με τις συγκρούσεις στις οποίες έχει εμπλακεί το Ιράν στη Μέση Ανατολή. Μ’ αυτήν την έννοια, μπορούμε να πούμε ότι οι σημερινές επιθέσεις προκάλεσαν μεγάλο σοκ στην ιρανική κοινωνία. Κι αυτό θα έχει δύο βασικές επιπτώσεις: καταρχήν μια αναπόφευκτη σκλήρυνση του καθεστώτος της Τεχεράνης, και δεύτερον αδυναμία του πρόσφατα επανεκλεγέντος Ιρανού προέδρου Χασάν Ρουχανί να προωθήσει βραχυπρόθεσμα τις μεταρρυθμίσεις ανοίγματος της κοινωνίας και της οικονομίας. Είναι μία πολύ δυσμενής εξέλιξη για την ιρανική οικονομία και για την κυβέρνηση Ρουχανί, που επεδίωκε τέτοιες μεταρρυθμίσεις ώστε να προσελκύσει ξένες επενδύσεις – διότι, κακά τα ψέματα, σ’ αυτές στηρίζεται για να υπερβεί την κρίση που έχουν προκαλέσει μεταξύ άλλων και οι δυτικές κυρώσεις. Μετά τις τζιχαντιστικές επιθέσεις αναπόφευκτα θα αυξηθεί εκ νέου ο ρόλος και η επιρροή των υπηρεσιών ασφαλείας, των Φρουρών της Επανάστασης και του ιερατείου, σε βάρος του επανεκλεγέντα προέδρου Ρουχανί. Μ’ αυτήν την έννοια, πρόκειται για μεγάλη επιτυχία του Ισλαμικού Κράτους – όχι επειδή αλλάζει κάτι στο πεδίο των μαχών, π.χ. στη Ράκα και στη Μοσούλη, αλλά επειδή αυτό το χτύπημα «στην καρδιά του εχθρού» του δίνει τη δυνατότητα να ισχυριστεί ότι δεν έχει νικηθεί και άρα να αυξήσει και πάλι τις δυνατότητες στρατολόγησης. Κατά τα άλλα, γίνεται πασιφανές ότι το Ιράν είναι από τα θύματα της τρομοκρατίας, κι άρα δεν στέκουν οι ισχυρισμοί ότι αυτό την υποστηρίζει.
Όντως, οι πρόσφατες δηλώσεις του Τραμπ, ότι το Ιράν υποστηρίζει την τρομοκρατία κ.λπ., σε κάνουν να σκέφτεσαι ότι ζεις σε έναν άλλο κόσμο…
Η ομιλία του Τραμπ στη διάρκεια της επίσκεψής του στη Σαουδική Αραβία πραγματικά προκάλεσε σοκ σε όσους ασχολούνται με τις εξελίξεις στη Μέση Ανατολή. Όχι επειδή φαινόταν να αγνοεί τα δεδομένα, διότι δεν τα αγνοεί, αλλά επειδή ήταν ό,τι πιο ωμό έχουμε ακούσει. Ο Τραμπ έθεσε με χοντροκομμένο τρόπο τρία ζητήματα: Πρώτον, ότι «εγώ ήρθα εδώ για να πουλήσω». Να πουλήσω όπλα και προστασία έναντι του Ιράν, άρα διογκώνω όσο είναι δυνατόν και την ιρανική απειλή, ώστε να ξοδέψετε περισσότερα λεφτά για τα όπλα και την προστασία που σας παρέχω. Δεύτερον, είπε χαρακτηριστικά «Jobs, jobs, jobs», δηλαδή «ήρθα για να δημιουργήσω δουλειές για τους Αμερικανούς εργαζόμενους». Δεν ξέρω κατά πόσο αυτό του χρησιμεύει στο εσωτερικό και στην οικονομία των ΗΠΑ, αλλά δεν το έχουμε ξανακούσει ποτέ έτσι κυνικά, να βγαίνει ένας παγκόσμιος ηγέτης και να λέει «δώστε μου λεφτά διότι θέλω να δημιουργήσω νέες θέσεις εργασίας στη χώρα μου». Το τρίτο ζήτημα που έθεσε είναι αυτό που αναφέραμε και πριν, για τη διαχωριστική γραμμή μεταξύ σουνιτών και σιιτών και την επιδιωκόμενη πρωτοκαθεδρία της Σαουδικής Αραβίας. Αυτό συνάδει πλήρως με την αντίληψη του Τραμπ για την εξωτερική πολιτική, όπου δεν έχει κανένα ιδεολογικό ας πούμε πρόβλημα και δεν τον ενδιαφέρει να κρατήσει ούτε τα προσχήματα περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων, δημοκρατίας, ελευθερίας. Ο ίδιος διακηρύσσει ότι το μόνο που τον ενδιαφέρει είναι jobs και λεφτά για όπλα και προστασία. Αν τα πάρει αυτά, μια χαρά καθεστώς έχει και η Σαουδική Αραβία. Το ότι αυτά ειπώθηκαν τόσο ωμά από έναν παγκόσμιο ηγέτη δείχνει ορισμένα πράγματα. Είναι αν θέλετε και ένα γενικότερο ζήτημα, και θα μπορούσαμε να το πούμε «απογύμνωση της παγκοσμιοποίησης». Η παγκοσμιοποίηση βγάζει οποιοδήποτε ιδεολογικό ρούχο φορούσε ως τώρα και αποκαλύπτεται γυμνή. Αυτή η ωμότητα κυριαρχούσε κάποια στιγμή και σε προγενέστερες διαδικασίες παγκοσμιοποίησης, και το είδαμε ήδη το 19ο αιώνα…
Μιλώντας λοιπόν για την απογύμνωση της παγκοσμιοποίησης… φαίνεται να επικρατεί μια ορισμένη αμηχανία στις δυτικές χώρες όσον αφορά την επίθεση στην Τεχεράνη. Πώς την ερμηνεύετε;
Είναι ουσιαστικά η αμηχανία που πάντοτε έχουν οι Ευρωπαίοι σε ζητήματα Μέσης Ανατολής. Εδώ και πολλά χρόνια, κατά τη γνώμη μου από τη δεκαετία του ’50, τα ευρωπαϊκά κράτη, καταρχήν η Γαλλία και η Βρετανία, έπειτα και η Γερμανία, αναγκάστηκαν να εκχωρήσουν τον έλεγχο των δυτικών πολιτικών για τη Μέση Ανατολή στις ΗΠΑ. Αυτό συνέβαινε την εποχή του Ψυχρού Πολέμου, μετά στην εποχή της Νέας Τάξης, συμβαίνει και τώρα: σε κάθε περίοδο τον έλεγχο έχουν οι ΗΠΑ, οι δε ευρωπαϊκές δυνάμεις προσπαθούν να αποσπάσουν έστω λίγα οφέλη από τις εκάστοτε διευθετήσεις. Το ίδιο συνέβη και με την αντιμετώπιση του Ιράν. Υπάρχει όμως ένα «αλλά» τώρα, και αφορά το Ιράν ως μεγάλη αγορά και ως ενεργειακό παραγωγό. Δεν ξέρω λοιπόν κατά πόσο οι Ευρωπαίοι, η Βρετανία, η Γαλλία, η Γερμανία, η Ιταλία θα ακολουθήσουν πλήρως τον Τραμπ σε μια πολιτική επανάληψης της απομόνωσης του Ιράν. Δεν τους συμφέρει, διότι το Ιράν είναι μεγάλη αγορά και αποτελεί τη μοναδική πραγματική εναλλακτική έναντι της εξάρτησης από το ρωσικό αέριο. Η στάση της Ευρώπης παραμένει για την ώρα ένα ερωτηματικό…
Μεγάλη αγορά είναι βέβαια και η Τουρκία…
Προφανώς! Γι’ αυτό και, παρά τις συγκρούσεις και τις οξύνσεις, οι Ευρωπαίοι δεν κάνουν το βήμα, δεν προχωρούν μέχρι στιγμής σε μια πραγματική ισχυρή κίνηση κατά του Ερντογάν, σε κανένα βασικό μέτωπο: εμπορικές σχέσεις, ενταξιακές διαπραγματεύσεις, προσφυγικό κ.λπ.
Επιπλέον, πριν λίγο η κυβέρνηση της Άγκυρας ανακοίνωσε ότι επισπεύδει τη λειτουργία της νέας στρατιωτικής βάσης της στο Κατάρ και την αποστολή τουρκικών στρατευμάτων για να την επανδρώσουν, μπλέκοντας κι άλλο το μεσανατολικό κουβάρι.
Για να προσπαθήσουμε να κατανοήσουμε την περιπλοκότητα της κατάστασης και το ρόλο της κάθε περιφερειακής δύναμης, να δούμε καταρχήν ότι μετά τις αραβικές εξεγέρσεις και τις αντεπαναστάσεις, ας πούμε, που ακολούθησαν, διαμορφώθηκαν χοντρικά τρία μπλοκ στη Μέση Ανατολή. Ένα των «αντεπαναστατικών» συντηρητικών δυνάμεων (Σαουδική Αραβία, Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, Αίγυπτος, Ιορδανία, Μπαχρέιν), ένα του «μετώπου αντίστασης» (Ιράν, Χεζμπολά, Άσαντ, σιίτες του Ιράκ κ.λπ.) και, τέλος, ένα τρίτο μπλοκ από την Τουρκία, το Κατάρ, και τους Αδελφούς Μουσουλμάνους. Το τρίτο αυτό μπλοκ αποσκοπούσε σε έναν ηγετικό περιφερειακό ρόλο των δύο αυτών χωρών μέσω της πολιτικής επικράτησης των Αδελφών Μουσουλμάνων σε χώρες της περιοχής, από την Αίγυπτο και την Τυνησία ως την Συρία και την Ιορδανία. Είναι λοιπόν πιθανό ο Ερντογάν να εκτιμά ότι αν το Κατάρ «πέσει», δηλαδή αν αναγκαστεί να ενταχθεί στο σαουδαραβικό μπλοκ, τότε ο επόμενος στη Μέση Ανατολή που θα δεχθεί τεράστια πίεση για αλλαγή πολιτικής θα είναι η Τουρκία. Επιπλέον, η παρουσία στρατευμάτων καθιστά την Άγκυρα de facto παίκτη και μεσολαβητή. Αυτή η στάση ενισχύεται από το γεγονός ότι η πρώτη κίνηση του Ιράν ήταν η επίσκεψη του Ιρανού ΥΠΕΞ στην Άγκυρα, καθώς και από το ότι η Σαουδική Αραβία διατηρεί σημαντικές οικονομικές και πολιτικές σχέσεις με την Τουρκία.
Στο μεταξύ, η αντιπαράθεση Σαουδικής Αραβίας-Κατάρ δεν έχει λήξει, αν και πληθαίνουν οι ισχυρισμοί ότι τέλος πάντων θα βρεθεί μια λύση. Πώς θα εξελιχθεί κατά τη γνώμη σας αυτή η υπόθεση;
Καταρχήν ας επισημάνουμε ότι, όπως δείχνουν οι ανακοινώσεις του Στέιτ Ντιπάρτμεντ και του Πενταγώνου, η Ουάσιγκτον θέλει να διατηρήσει ανοικτούς τους διαύλους με το Κατάρ. Πιθανά λοιπόν η ένταση να μην κρατήσει πολύ – ίσως κάποιους μήνες. Το Συμβούλιο Συνεργασίας του Κόλπου, που συσπείρωνε τα σουνιτικά καθεστώτα της περιοχής υπό σαουδαραβική ηγεμονία, έχει διχαστεί. Ούτε το Κουβέιτ ούτε το Ομάν είναι ικανοποιημένα από αυτήν τη σύγκρουση. Και όταν μιλάμε για το ΣΣΚ, αναφερόμαστε στον μοναδικό πραγματικά λειτουργικό ως τώρα περιφερειακό οργανισμό στον αραβικό κόσμο, μια συνεργασία των πλουσίων, που μετά την επίσκεψη Τραμπ αντί να ενωθεί περαιτέρω, απορρυθμίζεται. Αυτό θα το καταλάβουν οι Σαουδάραβες…
Πράγματι, η Σαουδική Αραβία χρειάστηκε χρόνο για να δημιουργήσει αυτόν τον οργανισμό περιφερειακής συνεργασίας, που μέχρι πρόσφατα ήταν υπάκουος στις επιθυμίες της – πράγμα που φάνηκε στις κοινές στρατιωτικές επεμβάσεις υπό σαουδαραβική ηγεσία στο Μπαχρέιν, την Υεμένη κ.λπ. Και τώρα ρισκάρει αυτά που είχε επιτύχει;
Η Σαουδική Αραβία είχε ένα προνομιακό πεδίο, έναν οργανισμό που λειτουργούσε προς όφελός της εδώ και μια δεκαετία. Αλλά η παρέμβαση της διοίκησης Τραμπ και οι εξελίξεις προκάλεσαν αναταραχή. Μέχρι τώρα το ΣΣΚ ήταν ένα προνομιακό πεδίο για τη σαουδαραβική διπλωματία, που δεν χρειαζόταν να κάνει κινήσεις εκφοβισμού στο εσωτερικό του για να προωθήσει τις πολιτικές της… Τώρα θα υπάρχουν ανεβοκατεβάσματα στις σχέσεις μεταξύ των μελών του. Το Κατάρ ήδη από το 2014 διαφοροποιούνταν, διότι δεν αποδεχόταν τον ηγεμονικό ρόλο της Σαουδικής Αραβίας. Το ίδιο θα γίνει και με την Αίγυπτο, έστω και αν αυτό δεν συμβεί βραχυπρόθεσμα λόγω της πολύ δύσκολης θέσης της. Αλλά με το που θα βελτιωθεί κάπως η οικονομική κατάσταση, το Κάιρο θα σταματήσει να αναγνωρίζει τη σαουδαραβική πρωτοκαθεδρία.
Τελευταία ερώτηση, καθώς όλα αυτά είναι ακόμα σε εξέλιξη… πόσο και πώς θα επηρεάσουν τη ζωή των λαών στη Μέση Ανατολή, και ιδίως στις χώρες της «πρώτης γραμμής» της αντιπαράθεσης, όπως η Συρία και η Υεμένη;
Ακόμη κι αν ηττηθεί στρατιωτικά το Ισλαμικό Κράτος στη Συρία, θα παραμένει αναγκαίο να υπάρξει μια συζήτηση μεταξύ των περιφερειακών και τοπικών δυνάμεων ώστε να ανοίξει ο δρόμος προς την ειρήνευση. Πώς θα συμβεί αυτό με ένα Ιράν που θα μετατραπεί σε «σκαντζόχοιρο» λόγω της ενδυνάμωσης των δυνάμεων ασφαλείας, των Φρουρών της Επανάστασης κ.λπ. μετά την τζιχαντιστική επίθεση στην Τεχεράνη; Ή με μια Σαουδική Αραβία που με τις ευλογίες των ΗΠΑ προσπαθεί να ηγεμονεύσει επί άλλων αραβικών κρατών; Ή με τις ΗΠΑ που δεν προσφέρουν κάτι άλλο πέρα από πωλήσεις όπλων και «προστασία»; Μάλλον βαίνουμε προς στασιμότητα, και αυτό δεν είναι κάτι καλό. Διότι η στασιμότητα θα προκαλέσει πιο πολλούς θανάτους αμάχων, θα βάλει ακόμη περισσότερες πόλεις σε επισφαλή θέση, άρα θα πυροδοτήσει και νέα κύματα προσφύγων κ.ο.κ. Αυτά θα αφορούν τη Συρία, την Υεμένη, ακόμη και το Ιράκ. Εν ολίγοις μια τέτοια στασιμότητα δυναμιτίζει και τη μικρή πρόοδο που θεωρούνταν ότι είχε επιτευχθεί μετά τη συμφωνία για αποκλιμάκωση της συριακής σύγκρουσης, η οποία υπογράφτηκε πριν ένα μήνα από τη Ρωσία, το Ιράν και την Τουρκία στην Αστάνα του Καζακστάν.
* Ο Σωτήρης Ρούσσος είναι Αναπληρωτής Καθηγητής του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου και υπεύθυνος του Κέντρου Μεσογειακών, Μεσανατολικών και Ισλαμικών Σπουδών (www.cemmis.edu.gr). Η συνέντευξη πραγματοποιήθηκε την Τετάρτη 7 Ιουνίου.
** Σημείωση της Σύνταξης: Βλ. το άρθρο του Δρόμου «Ισλάμ και μουσουλμάνοι: Μια απαραίτητη χαρτογράφηση» (φύλλο 287).