ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ στον Νίκο Ταυρή
Με γλώσσα που δεν χαρίζεται και δεν «στρογγυλεύει» τα ζητήματα αναφέρεται στα δεσμά που έχουν επιβληθεί στη χώρα ο ομότιμος καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου, Γιώργος Κασιμάτης. Μιλώντας στον Δρόμο, σημειώνει ότι με τις μνημονιακές συμφωνίες, τις οποίες χαρακτηρίζει παράνομες και άκυρες, είναι δεσμευμένη ολόκληρη η Ελλάδα. Επίσης αναφέρεται στην ανάγκη αντίστασης, η οποία θα ξεπερνά τα όρια αριστερά-δεξιά, αλλά και στην κατάσταση που βρίσκεται ο λαϊκός παράγοντας. Τέλος, ειδική αναφορά κάνει και στην Κύπρο, χαρακτηρίζοντάς την ως το πρώτο εθνικό θέμα.
Το πολιτικό σύστημα της χώρας ετοιμάζεται να παραδώσει πλήρως τη χώρα στους δανειστές, συνυπογράφοντας μια συμφωνία που ουσιαστικά την δεσμεύει για βάθος δεκαετιών. Έχει φτάσει σε κατάσταση έσχατου ραγιαδισμού. Υπάρχει κάτι ανάλογο στην σύγχρονη ελληνική ιστορία;
Η δέσμευση που αναλαμβάνει η σημερινή κυβέρνηση είναι ακριβώς όμοια όπως και το πρώτο μνημόνιο. Δεν υπάρχει διαφορά. Είναι ολόκληρη η Ελλάδα δεσμευμένη. Η κυριαρχία της, βάσει του Διεθνούς Δικαίου, η προστασία των αγαθών από της το Διεθνές Δίκαιο και από το Σύνταγμά μας, όλη η πολιτική της χώρας είναι δεσμευμένη από το πρώτο Μνημόνιο. Το ίδιο δεσμευμένα είναι όλα τα δικαιώματα του ανθρώπου και του πολίτη που έχουν οι Έλληνες. Αυτό είναι πρωτοφανές, το έχω πει από την πρώτη χρονιά. Δεν εννοεί να το πιστέψει κανείς. Αυτά είναι υπογεγραμμένα. Όπως είναι υπογεγραμμένες όλες οι περικοπές από την πρώτη χρονιά. Απλώς συνεχώς προστίθενται οι λεπτομέρειες που στηρίζονται στα προηγούμενα. Δεν υπάρχει καμία μεταβολή πολιτικής από το ένα κόμμα στο άλλο, παρά μόνο η μία δουλική κυβέρνηση διαδέχεται την άλλη και προσθέτει, συγκεκριμενοποιεί τις υποχρεώσεις που ανέλαβε η πρώτη. Αυτό είναι μία πολιτική, όπως έχω αναλύσει και στο βιβλίο μου, την οποίαν αποδέχθηκαν εντελώς δουλικά, θα έλεγα, οι κυβερνήσεις από το 1900 και ώς εδώ, η οποία προέρχεται από το υπερεθνικό χρηματοπιστωτικό σύστημα και από τις μεγάλες δυνάμεις που ασκούν γεωπολιτική ευρείας εκτάσεως, όπως είναι οι ΗΠΑ για την περιοχή μας και η Γερμανία σήμερα.
Το μνημονιακό καθεστώς συνιστά μια τεράστια καταστροφή. Όχι μόνο κοινωνική και οικονομική. Εκθεμελιώνει κάθε έννοια συνταγματικής νομιμότητας και κοινοβουλευτισμού. Τροποποιεί βαθιά το θεσμικό καθεστώς που ίσχυε στη χώρα για δεκαετίες, μετατρέποντας την Ελλάδα σε μια μνημονιακή ημιαποικιακή «μεταδημοκρατία». Υπάρχει γραμμή άμυνας;
Τέτοιου είδους γραπτές συμφωνίες δεν υπήρξαν ποτέ στην ιστορία της ανθρωπότητας. Μπορεί να υπήρξαν άγραφες επιθέσεις από κράτος σε κράτος, κτητικές, αποικιοκρατικές κ.λπ., αλλά συμφωνίες τέτοιες δεν υπήρξαν ποτέ. Είναι παράνομες και άκυρες. Καταστρέφουν τα πάντα. Ξεθεμελιώνουν πραγματικά εκ βάθρων, όχι μόνο την συνταγματική αλλά και τη διεθνή νομιμότητα. Καταστρέφουν και τον ίδιον τον εαυτό τους, και τον ίδιον τον καπιταλισμό, με την έννοια ότι αυτή η καταστροφή μπορεί να κρατήσει πολλές δεκαετίες, για να μην πω αιώνα και πάνω. Εξαρτάται αυτό σήμερα από τις κυβερνήσεις που έχει ένα μικρό κράτος. Και θα πρέπει να βρεθεί κυβέρνηση η οποία θα πρέπει να επικαλεστεί όλα τα δικαιώματα τα οποία δίδει σήμερα μόνο το Διεθνές Δίκαιο και τα Συντάγματα. Με αυτά μπορεί να μην συμφωνούμε ιδεολογικά όλοι, αλλά είναι το μόνο όπλο το οποίον υπάρχει και το οποίο πρέπει να ενεργοποιηθεί. Δεν ισχύει κανένα άλλο όπλο. Αυτό το οποίο λέει η Αριστερά, όποια Αριστερά το λέει, ότι θα πρέπει να ανατρέψουμε το καπιταλιστικό σύστημα, αυτό δεν παρέχει κανένα όπλο για τη σημερινή κατάσταση, είναι εντελώς ουτοπικό. Επομένως, θα πρέπει να στηριχτούμε στο Διεθνές Δίκαιο και σε διεθνείς εγγυήσεις και αυτό το υποστηρίζουν σήμερα πλέον σαφώς και ο ΟΗΕ και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Εάν πιάσουμε αυτήν την πολιτική, έχουμε πάρα πολλές ελπίδες και τη βεβαιότητα ότι τουλάχιστον δεν θα είμαστε τόσο υπόδουλοι. Τουλάχιστον να έχουμε την κυριαρχία μας, να μπορούμε να καθορίζουμε την εξωτερική μας πολιτική και να μπορούμε να προστατεύουμε την αξιοπρεπή διαβίωση και την ανάπτυξη της χώρας μας. Αυτό μπορούμε να το κάνουμε. Δεν υπάρχει μέχρι στιγμής, από το 2010 και ‘δω, κυβέρνηση με τέτοια πολιτική. Αυτοί που λένε ότι έχουν τέτοια πολιτική λένε ψέματα. Διότι θα πρέπει να χτυπηθεί πρώτα το κύρος των μνημονίων, των διεθνών δηλαδή συμφωνιών και συμβάσεων. Αυτό το θέμα δεν το θέτει κανένας.
Εκείνο που μπορεί να παρατηρήσει κανείς είναι η οπισθοχώρηση της λαϊκής διαθεσιμότητας. Η κατάσταση έσχατου ραγιαδισμού έχει εμποτίσει και τον λαϊκό παράγοντα; Παρά το γεγονός ότι ο απλός πολίτης αντιλαμβάνεται την σφοδρότητα των μέτρων και το αδιέξοδο, παραμένει βουβός. Οργισμένος, αλλά σιωπηλός και βαθιά αποπροσανατολισμένος. Δεν νομίζετε ότι από αυτό το σημείο πρέπει να εκκινήσει κάθε προσπάθεια ανάταξης της κοινωνίας και της χώρας;
Ο λαός παρουσιάζει ένα πρόβλημα το οποίο είναι πρωτοφανές, αλλά μπορεί να εξηγηθεί. Κατά τη γνώμη μου οφείλεται σε δύο πράγματα. Πρώτα στη προβολή, εκ μέρους του καπιταλισμού, της καταναλωτικής κοινωνίας, η οποία συνεχώς ευνουχίζει την ανθρώπινη αξία και την ανθρώπινη προσωπικότητα. Και το δεύτερο στον έλεγχο των ΜΜΕ. Η δημοσιογραφία, με μία λέξη η πολιτική, με όλα τα μέσα ηλεκτρονικά και έντυπα, ως προς το κυρίαρχο μέρος της είναι πλέον όργανο της εξουσίας, όχι της δημοκρατίας. Της εξουσίας που υποδουλώνει τους λαούς. Επομένως, ο λαός σήμερα υφίσταται μια διαρκή πλύση εγκεφάλου που κάνει τον άνθρωπο ραγιά, τον άνθρωπο του «άσε να δούμε μήπως επιβιώσουμε» ή «μήπως μας αφήσουν να επιβιώσουμε». Αυτό είναι η χειρότερη μορφή ραγιαδισμού και όπως ξέρουμε ο ραγιαδισμός είναι αυτός που κράτησε 400 χρόνια τη σκλαβιά της Ελλάδος. Το βόλεμα του απλού ανθρώπου. Πώς μπορεί όμως να υπερνικηθεί αυτό; Μπορεί να ξεπεραστεί, αλλά δεν υπάρχει ούτε η στοιχειώδης πολιτική ηγεσία μέσα στον λαό. Όλοι μας είμαστε δεμένοι με το παρελθόν, είτε με κόμματα, υπαρκτά και ζωντανά που έχουν εξουσία, είτε με ιδεολογίες και ομάδες οι οποίες είναι αρνητικές σήμερα για ένα μέτωπο αντίστασης, για μία απελευθέρωση από αυτά τα δεδομένα. Αυτή η απελευθέρωση έχει ένα άλλο νόημα. Θέλει μία ηγετική ομάδα. Όπως πάντα ήθελε. Σήμερα δεν υπάρχουν αυτοί οι άνθρωποι. Προσπαθούσαμε πολύ με τον Μίκη Θεοδωράκη και με άλλους να μπορέσουμε να βρούμε ανθρώπους, δύο, τρεις, τέσσερις, οι οποίοι να μπούνε μπροστά και να αρχίσουν μία προσπάθεια ομαδοποίησης του «όχι» που υπάρχει μέσα μας. Δεν είναι παραδομένος ο λαός, στη συνείδησή του. Αλλά χρειάζεται κάποιος να τους μαζέψει. Αλλά αυτοί οι κάποιοι δεν πρέπει να είναι δεμένοι με το παρελθόν, με τις οργανώσεις τους. Θα πρέπει όλα να τα αφήσουν. Διότι υπάρχουν μέσα σε όλους μας ταυτότητες. Ταυτότητες οι οποίες πλέον είναι αποκρουστικές. Είτε αυτή η ταυτότητα λέγεται δεξιά, είτε λέγεται αριστερά, είτε λέγεται σοσιαλιστική, είτε λέγεται μαρξιστική, είτε λέγεται οτιδήποτε. Είτε σωστές είναι αυτές οι ταυτότητες, είτε λάθος δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν σήμερα. Σήμερα χρειάζεται αυτό το «όχι» που έχει μέσα του ο λαός. Και αυτό δεν είναι ούτε συντηρητικό, ούτε καπιταλιστικό, ούτε σοσιαλιστικό, ούτε τίποτα. Είναι η δυνατότητα ανάπτυξης της Ελλάδας, του ελληνικού λαού. Επομένως αυτό θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας. Δεν βλέπω σήμερα ανθρώπους οι οποίοι θα μπορούσα να κάνουν μία τέτοια προσπάθεια. Κάνουν πολλοί ομιλίες, εκδηλώσεις, συγκέντρωση στην πλατεία Συντάγματος κ.λπ. Δεν είναι αυτά τα μέσα ικανά, χρειάζεται κάτι άλλο. Θα πρέπει μόνοι μας να κινήσουμε ομαδικά, με μικρές ηγετικές ομάδες, χωρίς να θέλει ο καθένας αμέσως να γίνει πρωθυπουργός της χώρας, ούτε να μπει στη Βουλή. Γιατί αυτό είδα δυστυχώς. Όσοι σήμερα αγωνίζονται, και το λέω εν πλήρη γνώση, το 90% αποβλέπουν σε άμεσο πολιτικό όφελος. Αυτό δεν μπορεί να βοηθήσει.
Επίσης, θα ήθελα να επισημάνω εδώ και το φαινόμενο της εθελοδουλίας. Είναι δυνατόν να ανεχόμαστε από τη γερμανική κυβέρνηση να λέει ότι «δεν σας χρωστάω κύριοι τίποτε» και να αγνοεί τον πόνο χιλιάδων θυμάτων των εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας που έκαναν εδώ οι εθνικοσοσιαλιστές και να κλέψει τα χρήματα με το αναγκαστικό δάνειο από την φτωχή Ελλάδα; Και να δεχόμαστε να πηγαίνει ο πρέσβης με την γερμανική σημαία να καταθέτει στεφάνι στα θύματα; Αυτό είναι πρωτοφανές! Πρώτα πρώτα οι δηλώσεις που είχε κάνει ο Σόιμπλε ότι «δεν χρωστάω τίποτα» και ο πρόεδρος της Δημοκρατίας τους, θα έπρεπε αμέσως να δημιουργήσουν διπλωματικό επεισόδιο. Πού είναι το υπουργείο Εξωτερικών να κάνει διαμαρτυρία; Και δεν λέω αυτό που θα έκανε κάθε άλλο κανονικό κράτος, δηλαδή, να αποσύρει τον πρέσβυ τουλάχιστον ένα εξάμηνο, αλλά τουλάχιστον να κάνει δημόσια εντονότατη διαμαρτυρία. Εδώ τον πάνε να καταθέσει και στεφάνι… Είναι δείγμα πολιτικής παρακμής.
Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η ελληνική πλευρά ελπίζει στην προστασία της Δύσης απέναντι σε πιθανές αναφλέξεις που μπορεί να υπάρξουν στην περιοχή; Και αν αυτό συμβαίνει, ποια κατά τη γνώμη σας θα μπορούσε να είναι μία πολιτική απέναντι στο ενδεχόμενο μιας επερχόμενης ανάφλεξης με την Τουρκία..
Ο κίνδυνος της αναφλέξεως, ο τουρκικός κίνδυνος, είναι όπλο των δυνάμεων που θέλουν να πάρουν την περιοχή. Εάν δεν υπάρξει ανάφλεξη, αυτό δεν θα είναι απόφαση της Τουρκίας και της Ελλάδας. Εμείς αν ανακηρύξουμε ΑΟΖ βάσει του Διεθνούς Δικαίου και πούμε «ελάτε να συζητήσουμε αν έχετε αμφιβολίες ή πηγαίνετε στα διεθνή δικαστήρια», αυτό θα ήταν το πιο λογικό. Δεν σ’ αφήνουν όμως. Επομένως, η απειλή προβάλλεται ακριβώς γι’ αυτούς τους σκοπούς. Δεν είναι, δηλαδή, ότι θέλει η Τουρκία να κάνει πόλεμο και δεν θέλει η Αμερική ή η Γερμανία. Αυτό το κοντόφθαλμο πρόβλημα μας το έχουν φυτέψει οι Άγγλοι. Η απειλή της Τουρκίας για το μισό της Κύπρου δεν είναι απειλή της Τουρκίας. Είναι απειλή των άλλων. Ούτε ελπίζει η Τουρκία ότι θα της δώσουν τη μισή Κύπρο. Και ούτε αυτό είναι άλλωστε η επιδίωξη σήμερα. Αυτό που επιδιώκεται είναι η κατάλυση της κυριαρχίας της Κύπρου. Η οποία δεν θα πάει στην Τουρκία, αλλά η Τουρκία δεν διαμαρτύρεται διότι αυτό ενισχύει τη θέση της, τη στρατηγική της.
Η Κύπρος είναι το πρώτο εθνικό θέμα
Στις 28 του μήνα γίνεται πάλι Διάσκεψη για το Κυπριακό. Όλα αποδεικνύουν ότι θέλουν άρον-άρον να τελειώσει το θέμα. Η εκτίμησή σας ποια είναι;
Η Κύπρος είναι για μένα το πρώτο εθνικό θέμα και η Ελλάδα το έχει εγκαταλείψει. Το θέμα της Κύπρου είναι το πρώτο εθνικό θέμα διότι αν πέσει η Κύπρος, και θα πέσει όπως το πάνε οι πολιτικές δυνάμεις, έρχεται αμέσως η σειρά της κυριαρχίας της Ελλάδος. Οι ΑΟΖ της Κύπρου και της Ελλάδας είναι –και με μεγάλη διαφορά από όλες τις άλλες- οι πλουσιότερες της Μεσογείου. Επίσης, μιλάμε για την πιο σπουδαία από γεωπολιτική άποψη περιοχή του κόσμου. Αυτό θα έπρεπε να είναι πολιτικό πλεονέκτημα, αντί για μειονέκτημα. Η κυπριακή κυβέρνηση σήμερα, όπως και οι δικές μας κυβερνήσεις στην πραγματικότητα ακολουθούν το σχέδιο Ανάν. Δηλαδή, την κατάργηση της κυρίαρχης Κύπρου. Οι συζητήσεις της Γενεύης είναι άκυρες. Το κυπριακό κράτος, κατά το Διεθνές και Ευρωπαϊκό Δίκαιο, είναι ανεξάρτητο, κυρίαρχο και ενιαίο κράτος. Το μόνο πρόβλημα που έχει είναι η εκκαθάριση του βορείου τμήματος από τα στρατεύματα κατοχής. Να φύγουν τα ξένα στρατεύματα και να συνδεθεί το θέμα της αποχώρησης και της διασφάλισης της κυριαρχίας με τη λύση του προβλήματος του εποικισμού, που όπως ξέρουμε είναι έγκλημα κατά της ανθρωπότητας. Και αυτό δεν το λέει κανείς.
Αυτά ως βάση μιας στρατηγικής έχουν εγκαταλειφθεί. Και συζητάνε τώρα εάν η Κύπρος δεν είναι κυρίαρχη, αλλά δύο κοινότητες. Έτσι θα οδηγηθούμε σε ντε φάκτο κατάργηση πρώτα της κυρίαρχης θέσης της Κύπρου στη διεθνή κοινότητα και από ‘κει και πέρα με ένα σχέδιο αντίστοιχο με αυτό του Ανάν, θα καταλυθεί οριστικά η Κυπριακή Δημοκρατία.
Το πρόβλημα δεν είναι αν η Τουρκία επιθυμεί το μισό ή ολόκληρο το νησί. Η πολιτική των μεγάλων δυνάμεων είναι να μην υπάρχει η Κύπρος ή να υπάρχει υπό τον γεωπολιτικό τους έλεγχο.
Έπρεπε το υπουργείο Εξωτερικών, η δική μας πολιτική, να αντισταθεί στη σύγκλισης της συνδιάσκεψης της Γενεύης, με τη συμμετοχή των, δήθεν, προστατριών δυνάμεων. Οι προστάτιδες δυνάμεις σήμερα έπρεπε να καταργηθούν. Αλλά όσο διατηρούνται οφείλουν να προστατεύουν την κυριαρχία του κυπριακού κράτους, η οποία είναι αναγνωρισμένη από την Ε.Ε., είναι αναγνωρισμένη από τον ΟΗΕ, είναι αναγνωρισμένη από την παγκόσμια κοινότητα. Δεν αμφισβήτησε ποτέ κανένας την κυριαρχία. Και την αμφισβητούμε οι ίδιοι. Μάλλον την υποσκάπτουμε οι ίδιοι, δεν την λαμβάνουμε υπόψη. Γι’ αυτό όλα εναπόκεινται πλέον στην αντίσταση του κυπριακού λαού. Η Ελλάδα αφήνει να κοπεί το πιο ζωτικό σημείο του σώματός της, από πλευράς διεθνούς πολιτικής.