Για την ανασυγκρότηση της ελληνικής γεωργίας-κτηνοτροφίας

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ στον Βασίλη Ξυδιά

 

Ο Βαγγέλης Στογιάννης είναι γεωπόνος, φυσιοδίφης-περιβαλλοντολόγος. Είναι επικεφαλής της εθελοντικής ομάδας Δασοπροστασίας Υμηττού στον Δήμο Παπάγου-Χολαργού (ΔΑΠΑΧΟ) και ιδρυτικό μέλος της Πρωτοβουλίας Συνεννόησης για τη Διαχείριση Απορριμμάτων (ΠΡΩΣΥΝΑΤ). Οι αναγνώστες του Δρόμου τον γνωρίζουν από παλαιότερα άρθρα του για τη διαχείριση των απορριμμάτων (ΔτΑ 22/2/2014, 28/2/2014, 8/3/2014 και 28/3/2015) και για τη φετινή πυρκαγιά στο ΚΔΑΥ Ασπροπύργου (ΔτΑ 13/6/2015 και 20/6/2015). Δείτε εδώ όλα τα άρθρα.

 

Συναντηθήκαμε με τον Βαγγέλη Στογιάννη στο πυροφυλάκιο της ΔΑΠΑΧΟ, στο Nεκροταφείο του Παπάγου. Μόλις είχε έρθει μαυρισμένος από την κατάσβεση μιας εστίας φωτιάς λίγο πιο κάτω. Η συζήτησή μας διακοπτόταν συνεχώς από παρεμβολές ασυρμάτου των πυροσβεστικών οχημάτων της Oμάδας Δασοπροστασίας. Βρισκόμασταν σε κατάσταση μάχης. Κι ίσως όσα ακολουθούν είναι επηρεασμένα απ’ αυτό το κλίμα.

 

Βαγγέλη γνωριζόμαστε από το 1998, όταν ήσουν πρόεδρος της Νέας Οικολογίας και διευθυντής σύνταξης του ομώνυμου περιοδικού. Γνωρίζεις ότι περισσότερο κι από τη θεωρητική σου κατάρτιση εκτιμώ τη βαθιά εμπειρική επαφή σου με τη γεωργία και την κτηνοτροφία, αλλά και την αιρετική σου προσέγγιση σ’ αυτά τα θέματα· ιδίως τη ζωηρή επιφύλαξή σου προς τις βιολογικές καλλιέργειες, σε αντίθεση με πολλούς άλλους που τις βλέπουν σαν την κύρια, αν όχι τη μοναδική, οικολογική δυνατότητα στον τομέα της γεωργίας.

Σ’ ευχαριστώ για τα καλά λόγια. Πρέπει όμως να πω ότι «αιρετική» μπορεί να χαρακτηριστεί η άποψή μου μόνο αν δεχθούμε σαν «ορθόδοξες» τις εμμονές των Βορειοευρωπαίων οικολόγων, που εκτός από λαθεμένες επιστημονικά είναι και ύποπτες πολιτικά. Διότι δεν είναι πλέον μυστικό ότι εδώ και δύο τουλάχιστον δεκαετίες οι απόψεις αυτές είναι από τα βασικά πολιτικά εργαλεία για το ξεκλήρισμα της γεωργίας του Ευρωπαϊκού Νότου και όλων των λεγομένων μη-ανεπτυγμένων χωρών (Λατινική Αμερική, Αφρική, Ασία).

Υπάρχουν από την άλλη μεριά μεγάλα αγροτικά κινήματα, όπως για παράδειγμα της Vía Campesina, με δεκάδες εκατομμύρια αγρότες και ακτήμονες εργάτες γης σε όλο τον κόσμο, για τα οποία η οικολογική προσέγγιση δεν είναι υπόθεση πολυτελείας, αλλά ζήτημα επιβίωσης των ίδιων των παραγωγών και της ανθρωπότητας στο σύνολό της. Μιλάμε για τη διατροφή και τον έλεγχό της. Δεν μπορούμε, λοιπόν, να εγκαταλείπουμε στην τύχη -δηλαδή στα χέρια των αγροχημικών πολυεθνικών- το μεγάλο μέρος της αγροτικής παραγωγής και να ασχολούμαστε με ένα μικρό μόνο κομμάτι της, όπως είναι εξ ορισμού οι βιολογικές καλλιέργειες. Κι αυτό σημαίνει π.χ. πως δεν μπορούμε να απορρίπτουμε γενικώς και αορίστως τα χημικά. Φτάνει να γίνεται λελογισμένη χρήση, και κατά το δυνατόν ενταγμένη σε ένα πλαίσιο ολοκληρωμένης διαχείρισης ανάλογα με την κλίμακα στην οποία αναφερόμαστε (είτε πρόκειται για το μεμονωμένο αγρόκτημα, είτε για το τοπικό και περιφερειακό επίπεδο, είτε τέλος για το επίπεδο της εθνικής πολιτικής). Το κλειδί σ’ αυτή την προσέγγιση είναι η παραγωγή να βασίζεται σε ντόπιες γεωργικές ποικιλίες και σε ιθαγενείς φυλές ζώων, που είναι από τη φύση τους εγκλιματισμένες στο τοπικό περιβάλλον.

 

Αν καταλαβαίνω καλά, υποστηρίζεις ότι σ’ αυτή τη βάση -εστιάζοντας δηλαδή στις ντόπιες ποικιλίες και φυλές- η Ελλάδα μπορεί να παράγει υψηλής ποιότητας εξαγώγιμα αγροτικά προϊόντα. Θα μπορούσε αυτό να αποτελέσει τη βάση για την ανασυγκρότηση του πρωτογενούς τομέα στη χώρα μας;

Πράγματι, η Ελλάδα, ακόμα και μέσα στην καρδιά της οικονομικής κρίσης είναι σε θέση να αναπτύξει εξαιρετική γεωργοκτηνοτροφική παραγωγή, με εξαγώγιμα γεωργοκτηνοτροφικά προϊόντα υψηλής, όπως είπες, ποιότητας – και θα προσέθετα επίσης, υψηλής τιμής σε διεθνές επίπεδο. Η βάση γι’ αυτό είναι αξιοποίηση της βιοποικιλότητας του ελλαδικού χώρου: γηγενείς ποικιλίες φυτών και αυτόχθονες φυλές ζώων, κατάλληλα αναπροσαρμοσμένες για τις σημερινές ανάγκες της διεθνούς αγοράς.

Αν μιλάμε, όμως, για τη γενική παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας και όχι απλώς για κάποιες ενδιαφέρουσες πρωτοβουλίες, αυτό δεν μπορεί να γίνει από μεμονωμένους καλλιεργητές. Χρειάζεται εθνικό σχέδιο και συλλογικές δομές στήριξης σε όλα τα επίπεδα (από την έρευνα έως την πρωτογενή παραγωγή, τη μεταποίηση, τη διακίνηση κ.λπ.)· χρειάζεται αλλαγή πολιτικής σε μια σειρά τομείς (όπως για παράδειγμα η διαχείριση των δασών ως βοσκοτόπων)· χρειάζεται συστηματική πολιτική ηλικιακής ανανέωσης και εκπαίδευσης των αγροτών μας (με πλήρη αναπροσανατολισμό της επαγγελματικής εκπαίδευσης στην ελληνική περιφέρεια, ΕΠΑΛ κ.λπ.). Κι αν αυτές είναι οι θετικές-δημιουργικές πλευρές ενός σχεδιασμού, δεν παύουν να υπάρχουν και οι αρνητικές-αντιστασιακές. Χρειάζεται αποδέσμευση από το ευρώ και από τους περιορισμούς που σκόπιμα μας επιβάλλει η Ε.Ε. (ποσοστώσεις στην παραγωγή, αποκλεισμός καλλιεργούμενων ειδών κ.λπ.) και χρειάζεται ισχυρή αντίσταση στο νεοφιλελεύθερο αναπτυξιακό μοντέλο (μνημόνια κ.λπ.) που οδηγεί στην καταχρέωση και εξουθένωση των σημερινών αγροτών και στο πέρασμα της γης στους αγροχημικούς κολοσσούς που καραδοκούν.

 

Τα είπες όλα με τη μία. Έστω ότι υπήρχε μια κυβέρνηση που είχε την πρόθεση να τα κάνει όλα αυτά που λες – ας πούμε ένας καλός ΣΥΡΙΖΑ. Τι θα μπορούσε να κάνει;

Κατ’ αρχάς οφείλουμε να έχουμε κατά νου πως το όλο εγχείρημα είναι κατ’ εξοχήν πολιτικό. Μην ξεχνάς ότι πρόκειται για την εθνική και λαϊκή κυριαρχία επί της διατροφής· αυτό που οι σύντροφοι της Vía Campesina έχουν ονομάσει «διατροφική κυριαρχία-ανεξαρτησία» (food sovereignty): ποιος ελέγχει δηλαδή την τροφή σε παγκόσμιο επίπεδο. Τα δισεκατομμύρια των ανθρώπων που μετέχουν στην παραγωγή, τη διανομή και την κατανάλωσή της ή οι λιγοστοί πολυεθνικοί όμιλοι που κυριαρχούν στον τομέα;

Αυτή η σύγκρουση όχι μόνο είναι μπροστά μας, αλλά πολύ σύντομα θα αποδειχθεί ζήτημα ζωής και θανάτου για τη χώρα μας. Ίσως περισσότερο και από τα λιμάνια ή τον ορυκτό μας πλούτο τα διάφορα κοράκια εποφθαλμιούν τη γη μας – τη γεωργική και κτηνοτροφική γη, που τώρα ακόμα ανήκει στους παραδοσιακούς αγρότες, αλλά αν εφαρμοστεί το τρίτο μνημόνιο φοβάμαι ότι σε λίγα χρόνια θα αλλάξει χέρια. Επομένως δεν μπορεί να υπάρχει πολιτική παραγωγικής ανασυγκρότησης, σε ό,τι αφορά τουλάχιστον τον πρωτογενή τομέα, που να μην έχει και μια πολιτική-αντιστασιακή διάσταση.

Για μια κυβέρνηση, λοιπόν, που θα ήθελε να στηρίξει τον πρωτογενή τομέα αποσκοπώντας στη διατροφική λαϊκή κυριαρχία ο παραγωγικός στόχος είναι η ανασυγκρότηση και ο αναπρογραμματισμός των καλλιεργειών και των προϊόντων με βάση, όπως είπαμε, τις γηγενείς ποικιλίες φυτών και τις αυτόχθονες φυλές ζώων.

 

Και σήμερα, που δεν την έχουμε αυτή την καλή κυβέρνηση, τι κάνουμε;

Παράλληλα με την αντίσταση στο Μνημόνιο οφείλουμε να αναπτύξουμε ένα κίνημα παραγωγικών πρωτοβουλιών. Αρκετές από τις ιδέες που περιγράφω στην πρότασή μου για την κτηνοτροφία μπορούν με κάποιες προσαρμογές να επιχειρηθούν από τώρα. Χρειάζονται βέβαια συλλογικές πρωτοβουλίες. Υπάρχουν ανάλογες διεθνείς εμπειρίες. Μιλάμε για ένα παραγωγικό-καταναλωτικό κίνημα «διατροφικής κυριαρχίας-ανεξαρτησίας» στα πρότυπα της Vía Campesina και του ιταλικού Slow Food, καθώς και κινήματα διάσωσης και διάδοσης της ελληνικής αγροτικής βιοποικιλότητας όπως το Πελίτι που συνεργάζεται με αντίστοιχα δίκτυα άλλων χωρών. Θα πρέπει να αφήσουμε τη φαντασία μας και την αγωνιστικότητά μας να μας καθοδηγήσει.

 

Κτηνοτροφία ελευθέρας βοσκής

Μπορούμε να δώσουμε στους αναγνώστες μια πιο συγκεκριμένη εικόνα των παραγωγικών, κυρίως, δυνατοτήτων; Ας πάρουμε, για παράδειγμα, την κτηνοτροφία…

Πρέπει να εστιάσουμε στη δημιουργία ενός κτηνοτροφικού κλάδου εκτατικής εκμετάλλευσης, που σημαίνει ζώα ελευθέρας βοσκής. Ο κύριος στόχος είναι ποιοτικός: να αντικατασταθούν οι υφιστάμενες υβριδικές φυλές ζώων από αυτόχθονες. Από πλευράς αριθμών ο στόχος είναι να πλησιάσουμε κατά το δυνατόν στους πληθυσμούς που υπήρχαν στη χώρα το 1960 – τότε δηλαδή που με τις δήθεν καινοτομίες και τους μιμητικούς εκσυγχρονισμούς ξεκίνησε η καταστροφή της παραδοσιακής ελληνικής κτηνοτροφίας (εισαγωγή των ξένων φυλών και επιβολή του μοντέλου της εντατικής εσταβλισμένης εκμετάλλευσης).

Το σχέδιο για το οποίο μιλάμε έχει ορίζοντα δεκαετίας, αλλά μπορούμε να αναμένουμε σημαντικά αποτελέσματα από την πρώτη κιόλας τριετία. Η κύρια παρέμβαση αφορά τους χοίρους και τα βοοειδή (αγελάδες, βουβάλια), δύο κλάδους που σήμερα είναι σχεδόν αποδεκατισμένοι. Στόχος είναι σε μία τριετία να φτάσουμε τους 500.000 αυτόχθονες χοίρους, ενώ αντίστοιχα σε μία δεκαετία ο πληθυσμός των αυτοχθόνων αγελάδων να φτάσει τα 2 εκατ. και των βουβαλιών τις 200.000. Σε ό,τι αφορά την αιγοπροβατοτροφία στόχος είναι η διατήρηση του σημερινού αριθμού ζώων (περί τα 15 εκατ.) με πλήρη όμως αντικατάστασή τους από αυτόχθονες φυλές: κυρίως από καλαρρύτικα (βλάχικα) πρόβατα για κρεατοπαραγωγή και από χιώτικα πρόβατα για γαλακτοπαραγωγή. Τα κατσίκια πρέπει να αντικατασταθούν από αίγες Σκοπέλου.

Για να γίνουν τα παραπάνω θα πρέπει να αξιοποιηθούν συστηματικά οι υποδομές των κέντρων γενετικής βελτίωσης, ενώ θα πρέπει να υπάρξει ένα σύστημα πολλαπλών κινήτρων για νέους κτηνοτρόφους. Π.χ. σε ό,τι αφορά τα βοοειδή και τους χοίρους θα παραχωρούνται δωρεάν 50 αναπαραγωγικά ζώα σε ένα ζευγάρι νέων κτηνοτρόφων, δίνοντάς τους παράλληλα δικαιώματα βόσκησης σε 500 στρ. δάσους. Εννοείται ότι θα υπάρχει συγκεκριμένο σύστημα διαχείρισης του δασικού βοσκοτόπου, που θα ελέγχεται από την αρμόδια δασική υπηρεσία. Επίσης, οι νέοι κτηνοτρόφοι θα ενθαρρύνονται να συγκροτούν ανά περιοχές συνεταιρισμούς και κλάστερ για τη μεταποίηση, τυποποίηση, διακίνηση των προϊόντων τους.

Παράλληλα, η πολιτική αυτή για τον κτηνοτροφικό τομέα προϋποθέτει και την ανάπτυξη ενός γεωργικού κλάδου με έμφαση στα κτηνοτροφικά ψυχανθή. Θα ήταν εφικτό μέσα σε τρεις μήνες να έχουμε, ως χώρα, αυτάρκεια σε φυτικές ζωοτροφές πρωτεΐνης, περιορίζοντας σχεδόν στο μηδέν τις εισαγωγές ζωοτροφών σόγιας.

Με τον τρόπο αυτό μέσα σε μια τριετία μπορούν να έχουν δημιουργηθεί 100.000 νέες θέσεις εργασίας κτηνοτρόφων, 10.000 θέσεις στην καλλιέργεια των κτηνοτροφικών ψυχανθών, συν άλλες 2.000 περίπου θέσεις κτηνιάτρων, 2.500 δασοφυλάκων και 10.000 λοιπών συμπληρωματικών ειδικοτήτων στις δομές μεταποίησης, διακίνησης κ.λπ.: Γύρω στις 125.000 θέσεις συνολικά.

Όλα αυτά είναι απολύτως εφικτά και αντιστοιχούν στη φέρουσα ικανότητα των ελληνικών βοσκοτόπων, ενώ δεν απαιτούνται ιδιαίτερες επενδύσεις για σταβλισμό. Οι ελληνικές φυλές είναι φοβερά ανθεκτικές. Υπερέχουν κατά πολύ και σε αντοχή και σε ποιότητα των εκτρεφομένων σήμερα υβριδικών φυλών, όντας σε θέση να παράγουν εξαιρετικής ποιότητας προϊόντα (λιπαρά οξέα με λόγο από 4 έως κάτω του 2).

Σήμερα δαπανάμε ως χώρα 3 δισ. ευρώ κατ’ έτος για εισαγωγή ζωοκομικών προϊόντων από βοοειδή (κρέας, γάλα, γαλακτοκομικά)· περισσότερα δηλαδή απ’ όσα δαπανάμε για πετρέλαιο. Αντ’ αυτού, η Ελλάδα μπορεί όχι μόνο να καλύψει τις δικές της ανάγκες, αλλά μπορεί και να καταστεί πρώτου μεγέθους εξαγωγική δύναμη, με κτηνοτροφικά προϊόντα υψηλής ποιότητας και υψηλής προστιθέμενης αξίας.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!