Σύμφωνα με τα στοιχεία της Τραπέζης της Ελλάδος, την περίοδο Ιανουαρίου-Μαΐου 2024 το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών αυξήθηκε κατά 1,7 δισ. ευρώ σε σχέση με το πρώτο πεντάμηνο του 2023 (-7,4 δισ. ευρώ). Διαμορφώθηκε σε -9,1 δισ. ευρώ και συνοδεύεται από μείωση των εξαγωγών με ταυτόχρονη άνοδο των εισαγωγών του ισοζυγίου αγαθών, αλλά και αύξηση του πλεονάσματος του ισοζυγίου υπηρεσιών.
Εξετάζοντας την εξέλιξη του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών την ίδια χρονική περίοδο –το πρώτο πεντάμηνο του έτους– με βάση τα στοιχεία της Τραπέζης της Ελλάδος, διαπιστώνουμε ότι το έλλειμμα είναι υψηλότερο από όλα τα έτη της περιόδου 2002-2024, εκτός των ετών 2006-2010, δηλαδή της περιόδου που η Ελλάδα οδηγήθηκε στην αθέτηση πληρωμών.
Το έλλειμμα του ισοζυγίου αγαθών αυξήθηκε λόγω της ταυτόχρονης μείωσης των εξαγωγών και αύξησης των εισαγωγών. Σε τρέχουσες τιμές, οι εξαγωγές αγαθών μειώθηκαν κατά 4,1% (‑6,6% σε σταθερές τιμές) και οι εισαγωγές αγαθών αυξήθηκαν κατά 4,3% (5,3% σε σταθερές τιμές). Ειδικότερα, σε τρέχουσες τιμές οι εξαγωγές αγαθών χωρίς καύσιμα παρουσίασαν μείωση κατά 4,1%, ενώ οι αντίστοιχες εισαγωγές αύξηση κατά 5,1% (‑6,9% και 5,7% σε σταθερές τιμές αντίστοιχα).
Το πλεόνασμα του ισοζυγίου υπηρεσιών διευρύνθηκε, κυρίως λόγω της βελτίωσης του ταξιδιωτικού ισοζυγίου και σε, μικρότερο βαθμό, του ισοζυγίου λοιπών υπηρεσιών, που αντισταθμίστηκε μερικώς από τη μείωση του πλεονάσματος του ισοζυγίου μεταφορών. Σε σχέση με το πρώτο πεντάμηνο του 2023, οι αφίξεις μη κατοίκων ταξιδιωτών αυξήθηκαν κατά 20,6% και οι σχετικές εισπράξεις κατά 16,2%, και διαμορφώθηκαν στα 3.806,3 δισ. ευρώ.
Το έλλειμμα του ισοζυγίου πρωτογενών εισοδημάτων αυξήθηκε σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του 2023, κυρίως λόγω της μείωσης των καθαρών εισπράξεων από λοιπά πρωτογενή εισοδήματα. Το πλεόνασμα του ισοζυγίου δευτερογενών εισοδημάτων αυξήθηκε έναντι της αντίστοιχης περιόδου του 2023, λόγω της αύξησης των καθαρών εισπράξεων στους λοιπούς, εκτός της γενικής κυβέρνησης, τομείς της οικονομίας.
Εκ του αποτελέσματος διαπιστώνεται ότι το υψηλότατο έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών που καταγράφεται την περίοδο διακυβέρνησης Νέας Δημοκρατίας και Κ. Μητσοτάκη, για να περιοριστούμε μόνο σε αυτήν (Γράφημα 1 για τα χρόνια 2019-2023), και το Α΄ πεντάμηνο του 2024 εξακολουθεί να αποτελεί μέγιστο πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας. Το ύψος των ελλειμμάτων του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών επανέρχεται σε επίπεδα των ετών πριν την περίοδο της αθέτησης πληρωμών της χώρας.
Παρατηρούμε επίσης ότι το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών αυξάνει παρότι αυξάνει το πλεόνασμα των εισπράξεων του τομέα των υπηρεσιών, κάτι που υποδηλώνει κάτι παραπάνω από μια απλή στατιστική σχέση συσχέτιση μεταξύ των δύο μεγεθών. Συνεπώς το πρόβλημα εντοπίζεται στο εμπορικό ισοζύγιο. Τώρα θα πρέπει να γίνει σαφές το εξής: η σχέση μεταξύ εμπορικού ισοζυγίου και ισοζυγίου υπηρεσιών δεν είναι απλά λογιστική, δηλαδή το πλεόνασμα του ισοζυγίου υπηρεσιών δεν καλύπτει απλά το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου. Η σχέση δεν μπορεί να είναι παρά οικονομική: αυτό σημαίνει ότι η παραγωγή πλεονασμάτων του ισοζυγίου υπηρεσιών δημιουργεί οιονεί εισοδήματα τα οποία, μη βρίσκοντας ανταπόκριση στην εγχώρια στενή παραγωγική βάση, οδηγούνται σε εισαγωγές, και συνεπώς σε διεύρυνση του ελλείμματος του εμπορικού ισοζυγίου.
Ένα ακόμη συμπέρασμα που μπορεί να συναχθεί, και με βάση τα όσα αναφέρθηκαν προηγουμένως, είναι ότι οι εξαγωγές είναι δύσκολο να αποτελέσουν έναν από τους βασικούς δείκτες μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας, όπως επαγγέλλεται το εφαρμοζόμενο οικονομικό υπόδειγμα στην Ελλάδα.
Παράλληλα σημειώνουμε ότι η ελληνική οικονομία το 2022 είχε το χαμηλότερο ποσοστό συνολικής αποταμίευσης ως προς το ΑΕΠ ανάμεσα στις χώρες της Ευρωζώνης. Η χαμηλή αποταμίευση συναρτάται και με τα υψηλά ελλείμματα στο εξωτερικό ισοζύγιο, που παρουσιάζει η ελληνική οικονομία. Επίσης, χωρίς ενίσχυση της αποταμίευσης των νοικοκυριών μέσω κινήτρων για μεσοπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες επενδύσεις, μέσω της ελληνικής κεφαλαιαγοράς και ειδικών επενδύσεων είναι σχεδόν αδύνατον να μπορέσει να καλυφθεί το επενδυτικό κενό που δημιουργήθηκε κατά τη διάρκεια της κρίσης. Η κάλυψη του επενδυτικού κενού μόνο με εισροή πόρων από το εξωτερικό αφενός είναι δύσκολο ποσοτικά να συμβεί, αλλά το σημαντικότερο είναι ότι όσοι πόροι εισρέουν κατευθύνονται σε συγκεκριμένους τομείς της οικονομικής δραστηριότητας, κυρίως τουρισμό και real estate, που επιδρούν δυσμενώς στην παραγωγική βάση της οικονομίας.
Επίσης η αύξηση των επενδύσεων με εισαγόμενους πόρους από το εξωτερικό χωρίς την παράλληλη ισόποση αύξηση της εθνικής αποταμίευσης (νοικοκυριών κυρίως) διαιωνίζει τα ελλείμματα του εξωτερικού ισοζυγίου.