Σε συνεδρίαση, στις 19/12/2017, το Περιφερειακό Συμβούλιο της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας (ΠΚΜ) γνωμοδότησε αρνητικά επί της Στρατηγικής Μελέτης Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (ΣΜΠΕ) της πρώτης αναθεώρησης των Σχεδίων Διαχείρισης Λεκανών Απορροής Ποταμών (ΛΑΠ) των Υδατικών Διαμερισμάτων Δυτικής Μακεδονίας (EL09), Κεντρικής Μακεδονίας (EL10) Ανατολικής Μακεδονίας (EL11).
Αρνητική γνωμοδότηση είχε και το Περιφερειακό Συμβούλιο Δυτικής Μακεδονίας. Τα σχέδια διαχείρισης των ΛΑΠ συντάσσονται κατ’ εφαρμογή της 2000/60/ΕΚ που καθορίζει το «πλαίσιο για την προστασία των επιφανειακών, υπόγειων, μεταβατικών και παράκτιων υδάτων σε επίπεδο Λεκανών Απορροής Ποταμών.» Να σημειωθεί ότι στην Μακεδονία συγκεντρώνεται ο μεγαλύτερος όγκος (ποτάμια, λίμνες) του υδάτινου δυναμικού της Ελλάδας.
Η οικονομική ανάλυση των χρήσεων ύδατος γίνεται σύμφωνα με Κοινή Υπουργική Απόφαση που αφορά την «έγκριση γενικών κανόνων κοστολόγησης και τιμολόγησης υπηρεσιών ύδατος. Μέθοδος και διαδικασίες για την ανάκτηση κόστους των υπηρεσιών ύδατος στις διάφορες χρήσεις του.»
Σύμφωνα με την οδηγία 2000/60/ΕΚ, τα κράτη-μέλη αξιολογούν «τον βαθμό ανάκτησης του κόστους των υπηρεσιών ύδατος, συμπεριλαμβανομένου του κόστους για το περιβάλλον και τους φυσικούς πόρους», λαμβανομένης υπόψη της αρχής «ο ρυπαίνων πληρώνει».
Για την εκτίμηση του βαθμού ανάκτησης του κόστους αρχικά προσδιορίζονται οι υπηρεσίες ύδατος, οι χρήστες και οι ρυπαντές. Έπειτα εκτιμάται το συνολικό κόστος των υπηρεσιών νερού, προσδιορίζεται ο μηχανισμός ανάκτησης του κόστους και κατανέμεται αναλογικά στους χρήστες. Τέλος, υπολογίζεται ο βαθμός ανάκτησης του οικονομικού κόστους των υπηρεσιών-χρήσεων ύδατος.
Οι περιβαλλοντικές μελέτες
Οι Στρατηγικές Μελέτες Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων συντάχθηκαν από ιδιωτικά μελετητικά γραφεία με πολιτικές κατευθύνσεις που δόθηκαν απ’ την κυβέρνηση Σαμαρά-Βενιζέλου. Οι μελετητές στοχευμένα κλήθηκαν να «αποδείξουν» ότι το υδάτινο δυναμικό των εξεταζόμενων ΛΑΠ είναι «είδος εν ανεπαρκεία». Δηλαδή οι υδροφόροι ορίζοντες έχουν υποβιβαστεί και η ποιότητα των υδάτων δεν είναι η ενδεδειγμένη.
Το επιχείρημα της ποσοτικής ανεπάρκειας δεν ευσταθεί διότι τα στοιχεία μετρήσεων του Εθνικού Δικτύου Παρακολούθησης παρουσιάζουν σταθερότητα ή και άνοδο του υδροφόρου ορίζοντα. Τα επιχειρήματα της ποιοτικής ανεπάρκειας δεν τεκμηριώνονται από τα στοιχεία που αναφέρονται και σε πολλές περιπτώσεις τα στοιχεία αυτά είναι αντικρουόμενα, για το ίδιο υδατικό σύστημα, όταν εξετάζεται σε διαφορετική λεκάνη απορροής λόγω διοικητικής κατανομής. Στην εισήγηση για την ΛΑΠ Κ. Μακεδονίας επισημαίνεται χαρακτηριστικά: «Τα ανεπαρκή και αντιφατικά στοιχεία σχετικά με το σύνολο των αρδευόμενων εκτάσεων ιδιαίτερα στις ΛΑΠ Αξιού και στη ΛΑΠ Γαλλικού από επιφανειακά και υπόγεια Υδατικά Συστήματα.»
Οι μελέτες βασίστηκαν σε ανεπίκαιρα ή «εξ’ αποστάσεως» στοιχεία ώστε να τεκμηριωθεί η αναγκαιότητα εφαρμογής της προαναφερόμενης Κοινής Υπουργικής Απόφασης. Η επιχειρηματολογία που ακολουθεί την «μελετητική τεκμηρίωση» είναι ότι αφού το νερό είναι σε ποσοτική και ποιοτική ανεπάρκεια πρέπει να υπερκοστολογηθεί.
Είναι χαρακτηριστικό ότι η παρουσίαση των μελετών στο στάδιο της διαβούλευσης στους φορείς και τους υπηρεσιακούς παράγοντες έτυχε της ευρείας αποδοκιμασίας. Η αρνητική γνωμοδότηση της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας βασίστηκε στα ισχυρά επιστημονικά επιχειρήματα των αρμόδιων υπηρεσιακών παραγόντων που αποδόμησαν τις κατά παραγγελία μελέτες. Τα στοιχεία τεκμηρίωσης για την αρνητική γνωμοδότηση όπως αναφέρονται στο εισηγητικό κείμενο είναι: α) ότι η πρώτη αναθεώρηση ΣΔΛΑΠ του ΥΔ10 Κεντρικής Μακεδονίας συντάχθηκε με ελλιπή και μη επικαιροποιημένα στοιχεία, ιδιαίτερα για τα Υπόγεια Υδατικά Συστήματα, λόγω και των αδυναμιών του Εθνικού Δικτύου Παρακολούθησης και αποτελεί επί της ουσίας μια επανάληψη του πρώτου Σχεδίου Διαχείρισης ΛΑΠ Κεντρικής Μακεδονίας, το οποίο καταρτίσθηκε με την χρήση στοιχείων από προηγούμενη μελέτη του Υπουργείου Ανάπτυξης (Μελέτη για το Υδατικό Διαμέρισμα Κεντρικής Μακεδονίας). β) Κατά την γνώμη μας έπρεπε να προηγηθεί το Σχέδιο Διαχείρισης Πλημμυρών του Υδατικού Διαμερίσματος και μετά να αναθεωρηθεί το Σχέδιο Διαχείρισης ΠΛΑΠ και γ) μεταφέρουμε τη διάχυτη αντίληψη της κοινής γνώμης, ότι κυρίαρχο στοιχείο της παρούσας αναθεώρησης αποτελεί η προώθηση της ήδη αποφασισμένης κοστολόγησης του νερού, ιδιαίτερα για αγροτική χρήση.
Οι αντιδράσεις στο περιφερειακό συμβούλιο
Η επικεφαλής της Ριζοσπαστικής Αριστερής Ενότητας, Δέσποινα Χαραλαμπίδου στην εισήγηση της παράταξης ανέφερε ότι «η συγκεκριμένη οδηγία και η εναρμόνισή της με την έκδοση της αντίστοιχης κοινής υπουργικής απόφασης, εξαιρώντας την υδροηλεκτρική χρήση, προβλέπει ότι οι πολίτες θα πληρώνουν το συνολικό κόστος του κάθε παρόχου υπηρεσιών ύδρευσης, ακόμη και τις επενδυτικές του αστοχίες, θα φορολογούνται δηλαδή εκ νέου και συνεχώς για τις υποδομές ύδρευσης. Αυτό θα οδηγήσει μαθηματικά στην αύξηση της τιμολόγησης των υπηρεσιών ύδατος, δηλαδή θα ακυρώσει στην πράξη την απρόσκοπτη πρόσβαση όλων ανεξαιρέτως των πολιτών στο νερό και τον χαρακτήρα του, ως φυσικού και κοινωνικού αγαθού, αλλά και σε αυταπάτες περί βιώσιμης διαχείρισης των υδατικών πόρων.»
Επίσης τόνισε «την ριζική αντίθεσή με την πολιτική λογική της οδηγίας 200/60, μία οδηγία η οποία έχει νεοφιλελεύθερη λογική και στόχο την εμπορευματοποίηση του νερού και τελικά την ιδιωτικοποίησή του. Και αυτό γιατί επιβάλει σε βάρος των πολιτών χαράτσι για την ανάκτηση του κόστους της παροχής του ύδατος για όλες τις χρήσεις (ύδρευση και άρδευση): Τα μεν νοικοκυριά θα επιβαρυνθούν με το “περιβαλλοντικό τέλος” και οι αγρότες με το “τέλος άρδευσης”, το οποίο αποτελείται από ένα σταθερό και ένα μεταβλητό τέλος. Το σταθερό τέλος εφαρμόζεται στην άρδευση ανά στρέμμα καλλιέργειας.
Το νέο αυτό χαράτσι αυξάνει ακόμα περισσότερο το κόστος παραγωγής για τους αγρότες, αφού η επιβάρυνση θα φτάνει κατά μέσο όρο από 300 έως 600 ευρώ, το χρόνο.
Η διαχείριση του νερού στην άρδευση πρέπει είναι άμεσα συνδεδεμένη με τον σχεδιασμό στη γεωργία. Ο προσανατολισμός πρέπει να είναι στην κατεύθυνση της αλλαγής του τρόπου άρδευσης, ώστε να γίνεται μέσα από συλλογική δίκτυα άρδευσης, δηλαδή μέσα από τους οργανισμούς ΓΟΕΒ. Συνεπώς, πρέπει να επιδοτηθούν οι αγρότες για τη μετατροπή του τρόπου άρδευσης αλλά και να γίνουν επενδύσεις για να έχουμε παντού συλλογικά δίκτυα άρδευσης.
Οι συνέπειες της εμπορευματοποίησης του νερού θα είναι μεγάλες για το περιβάλλον, την αγροτική παραγωγή και τους καταναλωτές. Μια χώρα που δίνει στην κυριολεξία «γή και ύδωρ», έχει παραδοθεί οριστικά
Η ελληνική Κυβέρνηση και η Ειδική Γραμματεία Υδάτων, έχοντας κάνει την επιλογή να υλοποιήσει την πλήρη ιδιωτικοποίηση και των υδάτων, προσπαθεί μέσω των ΣΜΠΕ όχι να καθιερώσει ένα αξιόπιστο και συμμετοχικό συστήματα διαχείρισης των υδάτινων πόρων, όπως διατείνεται, αλλά να αποφύγει το πρόβλημα της αιρεσιμότητας, της απειλής δηλαδή να διακοπούν οι ευρωπαϊκές χρηματοδοτήσεις.»
Από όσα αναφέρθηκαν προκύπτει ότι μεθοδεύεται η εμπορευματοποίηση του υδάτινου δυναμικού της χώρας κατ’ εφαρμογή των ευρωπαϊκών οδηγιών που σε συνδυασμό με τις μνημονιακές δεσμεύσεις δημιουργούν ένα ασφυκτικό πλαίσιο. Η κ. Χαραλαμπίδου καταλήγοντας πρόσθεσε ότι «μπροστά σε αυτή την κατάσταση μια μόνο απάντηση μπορεί να υπάρξει. Η διαμόρφωση ενός κοινωνικοπολιτικού μετώπου που θα καταργήσει την συγκεκριμένη κοινή υπουργική απόφαση της τιμολόγησης του νερού αλλά και θα ανατρέψει και τις μνημονιακές δεσμεύσεις για ξεπούλημα των υδατικών πόρων της χώρας και την ιδιωτικοποίηση των υπηρεσιών και οργανισμών ύδρευσης και άρδευσης.»
Την οριστική απόφαση θα πάρει η κυβέρνηση που έχει μεγάλες ευθύνες για την κατάσταση που διαμορφώθηκε. Με την εκβιαστική επίκληση αιρεσιμοτήτων για την απορρόφηση του ΕΣΠΑ θα κάνει αποδεκτές τις μελέτες και τα σχέδια διαχείρισης που θα ακολουθήσουν. Οι συνέπειες θα είναι όμως μεγάλες για το περιβάλλον, την αγροτική παραγωγή και τους καταναλωτές. Μια χώρα που παραδίδει «γή και ύδωρ», έχει παραδοθεί.