Του Απόστολου Καψάλη. Εν αναμονή της κατάθεσης του νέου πολυνομοσχεδίου για τις εργασιακές σχέσεις, το απόγευμα της περασμένης Πέμπτης έσκασε σαν βόμβα η είδηση της πρόθεσης της κυβέρνησης να παρέμβει εκ νέου στο πεδίο του δικαίου των συλλογικών διαπραγματεύσεων.
Αναστολή της δυνατότητας επέκτασης των κλαδικών συμβάσεων για δύο χρόνια και διευκόλυνση της σύναψης ειδικών επιχειρησιακών συμβάσεων εργασίας σε όλες τις επιχειρήσεις, ακόμη και κάτω των 50 εργαζομένων, αποτελούν τα δύο νέα χτυπήματα.
Οι ενώσεις προσώπων, οι οποίες δεν θα είναι συνδικάτα και δεν θα εμπίπτουν στις προστατευτικές διατάξεις του Ν. 1264/1982, θα μπορούν να συνάπτουν κάτι που θα μοιάζει με συλλογική συμφωνία και να συνομολογούν επιχειρησιακές ρυθμίσεις, ανεξάρτητα από τα ισχύοντα προστατευτικά όρια άλλων συλλογικών συμβάσεων ή ακόμη και της (εναπομείνασας) εργατικής νομοθεσίας.
Άμεσος στόχος είναι να μπορεί η εργοδοσία να περιβάλει με νόμιμο τύπο οποιαδήποτε νοσηρή αυθαιρεσία περνάει από το μυαλό της εκεί όπου ο εργοδότης είναι ιδιαίτερα ισχυρός απέναντι στους εργαζόμενους, δηλαδή στις (κατά κύριο λόγο μικρές και μεσαίες) επιχειρήσεις. Στο κλαδικό επίπεδο τα συνδικάτα των εργαζομένων έχουν αυξημένη διαπραγματευτική δύναμη λόγω του όγκου των εργαζομένων που εκπροσωπούν και που μπορούν να κινητοποιήσουν. Η νέα ρύθμιση της μη επέκτασης των κλαδικών συμβάσεων έχει διπλή στόχευση.
Από την μια, υποβιβάζει τους εργαζόμενους που δεν καλύπτονται από την κλαδική (λόγω της αναστολής της επέκτασης) στα όρια της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας. Από την άλλη, κλείνει το μάτι στους εργοδότες να μην προσέρχονται στον «κοινωνικό διάλογο» και εν τέλει να μην υπογράφουν κλαδικές συλλογικές συμβάσεις. Άλλωστε, στον ΟΜΕΔ οι εργοδότες έχουν αφενός, κλειδωμένες αυξήσεις στο όριο του 1,6% (Ν. 3871/2010) για το 2011 και αφετέρου, τον ευνοϊκό γι’ αυτούς περιορισμό του περιεχομένου της Διαιτητικής Απόφασης στην ρύθμιση μόνον των κατώτατων αποδοχών (Ν. 3899/2010).
Η δημόσια αντίθεση του προέδρου του ΣΕΒ και του εκπροσώπου τύπου του Συνδέσμου (του Πρετεντέρη) στην προοπτική κατάργησης των κατώτατων μισθών, όχι μόνον δεν είναι υποκριτική, αλλά είναι σπαρακτικά ειλικρινής. Ποιος θα αντικαταστήσει τώρα τους προνομιούχους (συνδικαλιστικούς) συνομιλητές, τους τέως πρόθυμους της κοινωνικής ειρήνης; Το τέλος του κοινωνικού διαλόγου φέρνει στην μνήμη των αφεντικών τα ιστορικά χρόνια του εργατικού μονόλογου, όταν όλες οι κατακτήσεις ήταν προϊόν αγώνων και θυσιών στην βάση του ρητού «όπου δεν πίπτει (δια)λόγος, πίπτει ράβδος».
Ευθεία ή έμμεση η παραγνώριση των συνδικάτων και της αυθεντικής συλλογικής διαπραγμάτευσης συνεπάγεται την αρχή του τέλους της νομοθεσίας που διέπει τις συλλογικές εργασιακές σχέσεις (Ν. 1264/1982, Ν. 1876/1990). Αναμένονται νέα μέτρα που σε συνδυασμό με την επικείμενη κατάργηση της κρατικής εγγύησης για την χρηματοδότηση των συνδικάτων θα σημάνουν πολύ σύντομα και το τυπικό τέλος των συνδικάτων με την σημερινή τους μορφή.
Αντικειμενικοί και υποκειμενικοί παράγοντες σηματοδοτούν το τέλος του συνδικαλιστικού κινήματος, όπως το γνωρίσαμε στην Ελλάδα από το 1982 μέχρι σήμερα. Ας σχεδιάσουμε επιτέλους την νέα δομή ενός σύγχρονου συνδικαλιστικού κινήματος και ας το διεκδικήσουμε με πάθος. Δεν υπάρχει λόγος για θλίψη και φόβο από τη δική μας τη μεριά. Ας αναρωτηθούμε όσο είναι ακόμη καιρός: τι είναι αυτό που αντιλαμβάνονται πλήρως και απεύχεται δημόσια η εργοδοσία και το κεφάλαιο, αλλά (κάνει πως) δεν καταλαβαίνει η εργατική πλευρά;
Οι ενώσεις προσώπων, οι οποίες δεν θα είναι συνδικάτα και δεν θα εμπίπτουν στις προστατευτικές διατάξεις του Ν. 1264/1982, θα μπορούν να συνάπτουν κάτι που θα μοιάζει με συλλογική συμφωνία και να συνομολογούν επιχειρησιακές ρυθμίσεις, ανεξάρτητα από τα ισχύοντα προστατευτικά όρια άλλων συλλογικών συμβάσεων ή ακόμη και της (εναπομείνασας) εργατικής νομοθεσίας.
Άμεσος στόχος είναι να μπορεί η εργοδοσία να περιβάλει με νόμιμο τύπο οποιαδήποτε νοσηρή αυθαιρεσία περνάει από το μυαλό της εκεί όπου ο εργοδότης είναι ιδιαίτερα ισχυρός απέναντι στους εργαζόμενους, δηλαδή στις (κατά κύριο λόγο μικρές και μεσαίες) επιχειρήσεις. Στο κλαδικό επίπεδο τα συνδικάτα των εργαζομένων έχουν αυξημένη διαπραγματευτική δύναμη λόγω του όγκου των εργαζομένων που εκπροσωπούν και που μπορούν να κινητοποιήσουν. Η νέα ρύθμιση της μη επέκτασης των κλαδικών συμβάσεων έχει διπλή στόχευση.
Από την μια, υποβιβάζει τους εργαζόμενους που δεν καλύπτονται από την κλαδική (λόγω της αναστολής της επέκτασης) στα όρια της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας. Από την άλλη, κλείνει το μάτι στους εργοδότες να μην προσέρχονται στον «κοινωνικό διάλογο» και εν τέλει να μην υπογράφουν κλαδικές συλλογικές συμβάσεις. Άλλωστε, στον ΟΜΕΔ οι εργοδότες έχουν αφενός, κλειδωμένες αυξήσεις στο όριο του 1,6% (Ν. 3871/2010) για το 2011 και αφετέρου, τον ευνοϊκό γι’ αυτούς περιορισμό του περιεχομένου της Διαιτητικής Απόφασης στην ρύθμιση μόνον των κατώτατων αποδοχών (Ν. 3899/2010).
Η δημόσια αντίθεση του προέδρου του ΣΕΒ και του εκπροσώπου τύπου του Συνδέσμου (του Πρετεντέρη) στην προοπτική κατάργησης των κατώτατων μισθών, όχι μόνον δεν είναι υποκριτική, αλλά είναι σπαρακτικά ειλικρινής. Ποιος θα αντικαταστήσει τώρα τους προνομιούχους (συνδικαλιστικούς) συνομιλητές, τους τέως πρόθυμους της κοινωνικής ειρήνης; Το τέλος του κοινωνικού διαλόγου φέρνει στην μνήμη των αφεντικών τα ιστορικά χρόνια του εργατικού μονόλογου, όταν όλες οι κατακτήσεις ήταν προϊόν αγώνων και θυσιών στην βάση του ρητού «όπου δεν πίπτει (δια)λόγος, πίπτει ράβδος».
Ευθεία ή έμμεση η παραγνώριση των συνδικάτων και της αυθεντικής συλλογικής διαπραγμάτευσης συνεπάγεται την αρχή του τέλους της νομοθεσίας που διέπει τις συλλογικές εργασιακές σχέσεις (Ν. 1264/1982, Ν. 1876/1990). Αναμένονται νέα μέτρα που σε συνδυασμό με την επικείμενη κατάργηση της κρατικής εγγύησης για την χρηματοδότηση των συνδικάτων θα σημάνουν πολύ σύντομα και το τυπικό τέλος των συνδικάτων με την σημερινή τους μορφή.
Αντικειμενικοί και υποκειμενικοί παράγοντες σηματοδοτούν το τέλος του συνδικαλιστικού κινήματος, όπως το γνωρίσαμε στην Ελλάδα από το 1982 μέχρι σήμερα. Ας σχεδιάσουμε επιτέλους την νέα δομή ενός σύγχρονου συνδικαλιστικού κινήματος και ας το διεκδικήσουμε με πάθος. Δεν υπάρχει λόγος για θλίψη και φόβο από τη δική μας τη μεριά. Ας αναρωτηθούμε όσο είναι ακόμη καιρός: τι είναι αυτό που αντιλαμβάνονται πλήρως και απεύχεται δημόσια η εργοδοσία και το κεφάλαιο, αλλά (κάνει πως) δεν καταλαβαίνει η εργατική πλευρά;
* Ο Απόστολος Καψάλης είναι ερευνητής εργασιακών σχέσεων.
Σχόλια