Ο επίσημος πολιτικός κόσμος και οι από κοινού και συν αυτώ διαμορφωτές της κοινής γνώμης από καιρό πρόβαλλαν τη βεβαιότητα: στην Οσάκα, στη συνάντηση των G20, θα επιβεβαιωθεί το οριστικό σχίσμα στις σχέσεις ΗΠΑ-Τουρκίας. Η «εκτίμηση» ήταν και σκόπιμη και υποβολιμαία. «Δικαίωνε» τη δικομματική αφασία μπροστά στην απειλή που συνιστά ο τουρκικός επεκτατισμός, «επιβεβαίωνε» το μύθο της «ισχυρής Ελλάδας – χώρας πρώτης γραμμής και πόλου σταθερότητας», και «δικαιολογούσε» την πολιτική επιλογή πλήρους παράδοσης της χώρας στους Νατοϊκούς σχεδιασμούς έναντι «προστασίας» από τον κίνδυνο ατυχημάτων.

Όταν η πρόβλεψη διαψεύστηκε, μετά τις δηλώσεις Τραμπ ότι «η Τουρκία έχει δίκιο και φταίει ο Ομπάμα για τη σημερινή κρίση», επανέκαμψε και η προσφυγή στην «ψυχιατρική» για να δικαιολογηθεί η παντελής αδιαφορία στη χάραξη μιας στρατηγικής έναντι των γεωπολιτικών κινδύνων. «Ψυχάκιας» ο Τραμπ, «παλαβός» ο Ταγίπ, και ούτω καθεξής. Και, μαζί με την ψυχιατρική, και νέες βεβαιότητες: έχουμε εμπιστοσύνη στο Κογκρέσο, καιροφυλακτούν το Πεντάγωνο, οι Μενέντεζ και Σία κ.λπ. Όλοι περιμένουν τα νέα επεισόδια στην αμερικανοτουρκική κρίση και εν τω μεταξύ, παραμονή εκλογών, υπογράφουν κοινή συναινέσει την παραχώρηση του Νεώριου της Σύρου στην αμερικάνικη ΟΝΕΧ, του φυσικού πλούτου στη Νότια Κρήτη στην Εxxon, και αποδέχονται σιωπηλά μεν τις καθημερινές απειλές πολέμου από την Τουρκία, φωνακτά δε τα τουρκικά «δίκαια» στην ακτογραμμή της Ν.Α. Μεσογείου και του Αιγαίου. Ούτε ο Πάιατ δεν θα μπορούσε να φανταστεί μια τέτοιου μεγέθους εθελόδουλη υπόκλιση μιας ολόκληρης χώρας στις «υποδείξεις» του. Και είναι ακριβώς αυτή η συμμόρφωση στις υποδείξεις που αυξάνει τους κινδύνους για την εθνική κυριαρχία και την ειρήνη σε ολόκληρη την περιοχή.

Όταν οι ΗΠΑ δεν μπορούν όπως παλιά

Η τραγική διάψευση των εκτιμήσεων της ελληνικής πολιτικής στη μακρινή Οσάκα πιστοποιεί μια κρίσιμη τροποποίηση του παγκόσμιου συσχετισμού δύναμης, που δεν μπορεί να μην παρθεί υπόψη. Οι υπαναχωρήσεις και οι αμφίσημες δηλώσεις του Αμερικανού πρόεδρου μπροστά στον Τούρκο ομόλογο του δεν είναι ούτε προσωπική αδυναμία ούτε προσωπική επιλογή. Οι ΗΠΑ δεν έχουν την πολυτέλεια να χάσουν την Τουρκία από τη δυτική συμμαχία, δεν έχουν την πολυτέλεια να τη «χαρίσουν» στη Ρωσία. Οι ΗΠΑ, ο πρόεδρος Τραμπ και το «βαθύ αμερικάνικο κράτος», παρά την ενδόρρηξη που τους ταλαιπωρεί, αναγνωρίζουν ότι, στην παρούσα φάση, οι ΗΠΑ δεν είναι σε θέση να επιβάλουν την πολιτική τους με την ευκολία και την απολυτότητα των περασμένων χρόνων. Στη Συρία πόνταραν στην ισχυροποίηση του ISIS για να επιβάλουν το σχέδιο της «Μεγάλης Μέσης Ανατολής», και τελικά διέσωσαν την παρουσία τους λόγω του ηρωικού αγώνα των Κούρδων ενάντια στη βαρβαρότητα του χαλιφάτου. Είδαν να ενισχύεται ο ρόλος της Ρωσίας στη Μέση Ανατολή, είδαν, μετά από δύο δεκαετίες συνεχών πολεμικών εμπλοκών στο Ιράκ, αυτό να διοικείται πλέον από το Ιράν, ανέδειξαν το Ιράν στον υπ’ αριθ. 1 εχθρό αλλά διστάζουν, παρά τις ασφυκτικές πιέσεις του Ισραήλ, να αποφασίσουν τα όρια της αντιπαράθεσης μαζί του. Περικυκλώνουν από στεριά και θάλασσα τη Ρωσία, αλλά είναι υποχρεωμένοι να συνδιαμορφώνουν μαζί της λύσεις για τη Μέση Ανατολή. Εξάγγειλαν το «σβήσιμο από το χάρτη» της Βόρειας Κορέας και ο Τραμπ κάνει επίσημη επίσκεψη στη χώρα. Κηρύσσουν τον «οικονομικό πόλεμο» στην Κίνα, και αναζητούν ταυτόχρονα συμφωνίες συμβιβασμού και απάλειψης των αρνητικών συνεπειών.

Η πολιτική Τραμπ δεν είναι αλλοπρόσαλλη: οι ΗΠΑ εξαναγκάζονται σε έναν απρόβλεπτο και συνεχή επαναπροσδιορισμό της διεθνούς πολιτικής τους υπό το βάρος των διαμορφούμενων διεθνών συσχετισμών, που δεν είναι σε θέση να ελέγξουν όπως στο παρελθόν

Η πολιτική Τραμπ δεν είναι αλλοπρόσαλλη. Ακόμα και αν ο ίδιος είναι, η δουλειά του Αμερικανού προέδρου είναι τόσο σοβαρή που δεν μπορεί να αφεθεί στα χέρια ενός ανθρώπου. Οι ΗΠΑ εξαναγκάζονται σε έναν απρόβλεπτο και συνεχή επαναπροσδιορισμό της διεθνούς πολιτικής τους υπό το βάρος των διαμορφούμενων διεθνών συσχετισμών, που δεν είναι σε θέση να ελέγξουν όπως στο παρελθόν. Και μόνο αυτές οι μεγάλης κλίμακας μετατοπίσεις μιας τόσο ισχυρής χώρας είναι αρκετές να προσδώσουν στην παγκόσμια σκηνή ισχυρές δόσεις αστάθειας.

Η ανάδειξη ενός ισχυρού παίκτη

Η Τουρκία αναδεικνύεται σε έναν ισχυρό γεωπολιτικό παράγοντα της περιοχής. Ο Ερντογάν καταφέρνει να μπλοκάρει μεθοδεύσεις και σχεδιασμούς σε βάρος της χώρας του, αναγκάζει τις μεγάλες δυνάμεις να συνδιαλέγονται μαζί του, παρά το προσβλητικό του ύφος, και προς το παρόν έχει ακυρώσει κάθε σχέδιο περιορισμού της εμβέλειας της χώρας του και του ιδίου προσωπικά. Είναι φανερό ότι ο Ερντογάν έχει εκτιμήσει σωστά και εκμεταλλεύεται στο έπακρο την «αδυναμία» των ΗΠΑ και συνολικά της Δύσης να απολέσουν την επιρροή τους στην χώρα του.

Στη βάση αυτή παίζει ένα «αριστοτεχνικό» παιχνίδι εκμετάλλευσης της παραμονής της Τουρκίας στο ΝΑΤΟ με ταυτόχρονους εκβιασμούς για απόκτηση «ανεξαρτησίας» στους σχεδιασμούς του σε Μέση Ανατολή, Βαλκάνια, Αιγαίο αλλά και σε εξοπλισμούς. Αξιοποιώντας άλλοτε συμβιβασμούς και άλλοτε ακραία επιθετική ρητορική κερδίζει χρόνο και πετυχαίνει προσωρινές λύσεις υπέρ της χώρας του. Αξιοποιεί το άνοιγμα στη Ρωσία και την επιθυμία Πούτιν να δημιουργήσει προβλήματα στην Ν.Α. πτέρυγα του ΝΑΤΟ εκβιάζοντας τη Δύση και αποσπώντας ανταλλάγματα στη Μέση Ανατολή. Όχι τυχαία ίσως, είναι η μοναδική χώρα στο κόσμο που, αν και περιφρονεί κατάφωρα κάθε έννοια διεθνούς δικαίου (κατοχή Κύπρου, εισβολή στη Συρία, παράνομες γεωτρήσεις στην Κύπρο, διεκδικήσεις σε Θράκη-Αιγαίο) παραμένει διαρκώς στο «απυρόβλητο» της διεθνούς κοινότητας ή απολαμβάνει τη σιωπηρή αποδοχή της.

Ο Ερντογάν δεν ήταν μόνος όλο αυτό το διάστημα, και για αυτό δεν είναι εύκολα ευάλωτος. Γύρω του συσπείρωσε τη μεγάλη πλειοψηφία του πολιτικού κόσμου της Τουρκίας αλλά και ισχυρών οικονομικών κέντρων. Το «οικονομικό θαύμα» της Τουρκίας ενδυνάμωσε τις σχέσεις του κόμματός του με τα λαϊκά στρώματα, κυρίως στην Ανατολία, και τον ισχυροποίησε περαιτέρω. Το αποτυχημένο πραξικόπημα του 2017 του επέτρεψε να καταφέρει ισχυρά πλήγματα στην εσωτερική αντιπολίτευση (κεμαλιστές, επιρροές Γκιουλέν κ.ά.) και οδήγησε μέσα από εκκαθαρίσεις στον πλήρη έλεγχο του στρατιωτικού και διοικητικού μηχανισμού της χώρας από το καθεστώς Ερντογάν.

Προβλήματα και ενδεχόμενα

Οι επιτυχίες του δεν είναι βέβαια ανέφελες. Το πρόσφατο εκλογικό αποτέλεσμα στην Κωνσταντινούπολη δεν μπορεί να αγνοηθεί. Φαίνεται ότι, αν και δεν αμφισβητείται η πολιτική του, το ακραία αυταρχικό προφίλ διακυβέρνησης και η υποτίμηση της ψήφου των πολιτών «κουράζουν». Φαίνεται ότι ξεκινά ένα παιχνίδι αμφισβήτησής του στο εσωτερικό του AKP (πρωτοβουλίες διαχωρισμού από Γκιούλ, Νταβούτογλου κ.ά.) με άγνωστη κατάληξη.

Τα μεγάλα όμως «αγκάθια» της πολιτικής Ερντογάν είναι η ισχυρή παρουσία του κουρδικού στοιχείου στο εσωτερικό και στα νότια και ανατολικά σύνορα της χώρας και η αντιπαλότητα του με το Ισραήλ, χώρα εξίσου επιθετική και με ισχυρούς δεσμούς με το καθεστώς Τραμπ στις ΗΠΑ. Δεν είναι τυχαίο ότι το Ισραήλ παραμένει ο πιο επίμονος υποστηρικτής του σχεδίου συγκρότησης κουρδικής κρατικής οντότητας στη Μέση Ανατολή ως σταθεροποιητικού παράγοντα της δικής του ασφάλειας και ταυτόχρονου περιορισμού της ισχύος της Τουρκίας.

Μέσα στη ρευστότητα που συνιστά η περίοδος μιας παγκόσμιας ανακατανομής ισχύος, με φανερή την υποχώρηση των ΗΠΑ και την βύθιση της Ε.Ε. στην ανυποληψία, η πορεία της Τουρκίας παραμένει απρόβλεπτη. Η επικράτησή της ή μια σημαντική οπισθοχώρηση της ισχύος της παραμένουν πιθανά ενδεχόμενα. Όμως μέσα σε αυτό το παιζόμενο και υπό διαμόρφωση σκηνικό ο επιθετικός της χαρακτήρας και η αποφασιστική ενεργοποίησή της στις γεωπολιτικές αναταράξεις θα παραμείνει σταθερό χαρακτηριστικό. Ο κίνδυνος μάλιστα να θεωρηθεί η στιγμή ως ευκαιρία επιβολής τετελεσμένων στον άξονα Θράκη-Αιγαίο-Κύπρος είναι εξαιρετικά ισχυρός. Δυστυχώς αυτή η εκδοχή είναι μέσα στη λογική της περιόδου…

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!