Αυτές οι δύο συνδεόμενες κινήσεις που αναφέρει ο υπότιτλος ορίζουν μια πολιτική στάση που πρέπει να τη δούμε στο πλαίσιο των προσπαθειών και των κεντρικών μελημάτων του πολιτικού συστήματος σε ό,τι αφορά τη διαχείριση του παρόντος και των εξελίξεων που έρχονται.
Επιμένουμε από τις στήλες του Δρόμου στην ανάγκη μιας νέας συνείδησης. Αυτή η ανάγκη έχει σαν πρώτη προϋπόθεση την συνειδητοποίηση της πραγματικότητας όπως αυτή είναι. Και αυτό σημαίνει όχι απλά μια αντιπαράθεση γύρω από γεγονότα αλλά τη σταθερή αντίθεση προς ένα ολόκληρο πλέγμα εννοιών, σε μια αναπαράσταση της πραγματικότητας που συστηματικά προωθείται από τον πολιτικό κόσμο και άλλο δεν κάνει από το να νομιμοποιεί και να διαχέει στη συνείδηση της κοινωνίας μια υποτελή στάση αποσιωπώντας δυνατότητες και εμπεδώνοντας την αδυναμία. Πρέπει λοιπόν να ξεκινήσουμε από το παρόν και το μέλλον αν θέλουμε να καταλάβουμε τι συμβαίνει.
Τι φοβάται ο πολιτικός κόσμος από τις Πλατείες;
Δύο θέματα συνδυαστικά ορίζουν αυτή την περίοδο και δίνουν σχήμα στις εξελίξεις: 1) Η αποικιοποίηση της χώρας και η πρόσδεσή της στους σχεδιασμούς των δυτικών κέντρων επικυριαρχίας και 2) Η τουρκική απειλή και οι κίνδυνοι που αυτή θέτει για την υπόσταση της χώρας. Και μέσα σε αυτό το πλαίσιο σαν ειδκότερο θέμα η πίεση που ασκείται μέσω του προσφυγικού.
Και οι δύο πτέρυγες – Κεντροδεξιά και Κεντροαριστερά – οργανικά προσδεδεμένες με τη Δύση πολιτεύονται κατ’ αρχήν από θέσεις αποδοχής και υποτέλειας απέναντι στα παραπάνω. Όμως, δεδομένης μάλιστα της έκτασης της τουρκικής επιθετικότητας, το πέρασμα τέτοιων επιλογών στην κοινωνία, γνωρίζουν ότι απειλεί να κλονίσει σοβαρά το πολιτικό σύστημα.
Αυτό φέρνει στο προσκήνιο την επιδίωξη μιας συναίνεσης του τύπου «δημοκρατικό τείχος». Εδώ οι έννοιες είναι κατ’ εξοχήν ψευδεπίγραφες. Όταν γίνεται λόγος για την ανάγκη ενός δημοκρατικού τείχους απομόνωσης του «φασισμού» άλλα πράγματα εννοούνται και καλύπτονται. Ας δούμε τι έχει στο μυαλό της η κάθε πολιτική δύναμη και γιατί μένει ικανοποιημένη και βολεύεται από μια τέτοια συναίνεση.
Ν.Δ. και Κ. Μητσοτάκης
Ο Μητσοτάκης που κρατάει για την ώρα ενωμένη την κεντροδεξιά έχει μεγάλη ανάγκη να ταυτίσει με τον φασισμό –να εξορκίσει δηλαδή στιγματίζοντάς τα– καίρια στοιχεία της πολιτικής λογικής που χαρακτήρισαν το κίνημα των Πλατειών:
– Την απέχθεια και την αντίθεση του κόσμου προς όλο το πολιτικό σύστημα που επέβαλε το καθεστώς των μνημονίων και τις πρακτικές του. Ξέρει πολύ καλά ότι ο πολιτικός κόσμος συνολικά και το κόμμα του σαν ιδιαίτερο μέρος αυτού του συστήματος δεν έχει αφήσει πίσω του την ανυποληψία στην οποία είχε περιέλθει. Στοιχειώνεται από το κύμα της απονομιμοποίησης που οδήγησε στο ισχυρό ταρακούνημα του τότε δικομματισμού (ο ένας πόλος του οποίου υπήρξε το κόμμα του άλλωστε) που βέβαια με όλες τις εξελίξεις που μεσολάβησαν έχει τσαλακωθεί αποφασιστικά αλλά σε συνθήκες μιας εθνικής κρίσης μπορεί πάντοτε να προβάλει αιφνιδιαστικά. Ξέρει ότι το πράγμα σιγοβράζει και ότι ο κόσμος διαισθάνεται διαθέσεις ξεπουλήματος και υποτέλειας και δεν εμπιστεύεται τη σταθερότητα της πατριωτικής βούλησης καμιάς πολιτικής ηγεσίας.
– Φοβάται την ενότητα που δημιούργησε η ριζοσπαστικοποίηση του λαού εκείνη την περίοδο. Ιδιαίτερα την κοινή συμπόρευση που ανεβάζει το φρόνημα και την αυτοπεποίθηση. Τον ανησυχεί το σπάσιμο των κομματικών διαχωρισμών που εξασφαλίζουν τη δυνατότητα χειρισμών και χειραγώγησης. Και βλέπει ότι τέτοιες ενότητες συνεχίζουν να δημιουργούνται σε στιγμές που κρίνεται η υπόσταση της χώρας ή της συνοχής περιοχών της (συσπείρωση με την κρίση του Έβρου, καθολική κοινωνική αντίδραση στη Λέσβο απέναντι στους χειρισμούς της κυβέρνησής του για το προσφυγικό). Και αυτά σιγοβράζουν σε μια περίοδο που εγκυμονεί κινδύνους εθνικής κρίσης, και αφορούν άμεσα και τη συνοχή της εκλογικής του βάσης και τους συσχετισμούς μέσα στο κόμμα του (Σαμαράς κ.α.). Άρα επιδιώκεται η εκ των προτέρων καταδίκη τέτοιων συμπεριφορών προσπαθώντας να τις θέσει εκτός πολιτικού παιχνιδιού ως «φασιστικές» και «χρυσαυγίτικες». Εξ ου και αυτός ο ομόθυμος όψιμος αντιφασισμός που πάει να καταλάβει μέχρι και τον Βορίδη.
Ο πολιτικός κόσμος φοβάται την ενότητα που δημιούργησε η ριζοσπαστικοποίηση του λαού την περίοδο των πλατειών. Ιδιαίτερα την κοινή συμπόρευση που ανεβάζει το φρόνημα και την αυτοπεποίθηση
– Επιδιώκει την επιβολή μιας συναίνεσης στις δήθεν «αδήριτες και απαρέγκλιτες» προτεραιότητες της «ανάπτυξης» και της «οικονομίας» προσπαθώντας να επενδύσει το όλο εγχείρημα με ισχυρές δόσεις «νέων τεχνολογιών» και «αναβάθμισης της θέσης της χώρας σε διαμετακομιστικό και επικοινωνιακό κόμβο». Και γι’ αυτό υιοθετεί και προσφέρει κάλυψη σε έναν επιθετικό λόγο εχθρικό προς τον δημοκρατισμό, πολύ υπέρ της οικονομίας, δυσανεκτικό απέναντι στην πολιτικοποίηση και στην έκφραση χειραφετητικών διαθέσεων ιδιαίτερα νεολαιίστικων. Τέτοιες ανάγκες καλύπτει η νέα έκδοση της θεωρίας των δύο άκρων, πέραν των μικροπολιτικών συγκρούσεων με τον ΣΥΡΙΖΑ.
Όμως η προβαλλόμενη «ανάπτυξη» δεν είναι παρά μια νέα διευρυμένης κλίμακας εκδοχή του παρασιτικού χαρακτήρα της ελληνικής οικονομίας με ενισχυμένα όλα τα χαρακτηριστικά που τροφοδότησαν την παρούσα κρίση. Έτσι και αν επιπλέον προσθέσουμε τη διεθνή αστάθεια και το ειδικό καθεστώς που δημιουργεί η πανδημία, η κατάσταση παραμένει διαρκώς αβέβαιη και ασταθής. Σε τέτοιο έδαφος, το αφήγημα αφορά μια κεντρώα «κοινή λογική» απέναντι στους ακραίους. Στην πραγματικότητα το απίστευτα ακραίο και εξτρεμιστικό είναι αυτή η κεντρώα «κοινή λογική».
Το «σύστημα Τσίπρα» και ο ΣΥΡΙΖΑ
– Ο ρόλος που έπαιξαν, ΣΥΡΙΖΑ και Αλ. Τσίπρας, με τη συμφωνία των Πρεσπών, και με τη διαχείριση του προσφυγικού και το συνεπαγόμενο «δομικό» πολιτικό τους κόστος τους ωθούν να συνδέουν με τον «φασισμό» οποιαδήποτε πατριωτική διάθεση ή ανησυχία εκδηλώνεται. Φυσικά και η ίδια η πορεία ενσωμάτωσής τους, τους υποχρεώνει –και εδώ οι πιέσεις που ασκούνται είναι έντονες και είναι φανερό ότι δίνονται διαπιστευτήρια– για καταδίκη των «ακροτήτων (!)» και του πληβειακού «εξτρεμισμού (!)» των Πλατειών – ακόμα κι αν τους εκτίναξε σε κυβερνητική πολιτική δύναμη (!).
– Ο ρόλος της κεντροαριστεράς όμως έχει και την ευρύτερη διάσταση της αντιαπράθεσης με αυτό που αποκαλεί «εθνολαϊκισμό» και γίνεται προσπάθεια να συμπηχθεί μια «αντιφασιστική συμπαράταξη» απέναντί του. Εδώ η πολιτική στόχευση αφορά τη δημιουργία διαιρετικών τομών μέσα στην κοινωνία του τύπου «Ευρωπαϊστικός/παγκοσμιοποιητικός κοσμοπολιτισμός» απέναντι στον «εθνολαϊκισμό», πολύ περισσότερο όταν η πίεση που έρχεται είναι για την αποδοχή νέων ελληνοτουρκικών «Πρεσπών» απείρως οδυνηρότερων των πρώτων.
Μόνο τυχαίο δεν είναι το γεγονός ότι στη χρονική συγκυρία όπου προωθείται η συναίνεση του «τείχους της δημοκρατίας» από την Εφ.Συν. απηχώντας ευρύτερες ζυμώσεις, έρχεται στην επιφάνεια από τις ίδιες στήλες και το ενδεχόμενο σενάριο ενός «μεγάλου συνασπισμού» συσχετιζόμενο μάλιστα με την κρίση και τις αναταράξεις που διέρχεται ο χώρος της κεντροαριστεράς.
Αλλά το πολιτικό σύστημα δεν είναι μόνο τα κόμματά του, οι ελιγμοί και οι ανταγωνισμοί τους. Είναι και ένα βαθύτερο στρώμα από κέντρα που επηρεάζουν την πολιτική ζωή (MME, διανοούμενοι και άλλες δημόσιας εμβέλειας περσόνες, επιχειρηματικά κέντρα και οι δεσμοί τους με τις ξένες πρεσβείες). Δεν είναι δυνατό να συλλάβει κανείς στην ολότητά της τη δυναμική των πραγμάτων για παράδειγμα, αν δεν βάλει στην εικόνα το περιβάλλον Σημίτη, και το ΕΛΙΑΜΕΠ που εκπροσωπούν ίσως την πιό συγκροτημένη εκδοχή ενδοτικότητας «ευρωπαϊστικής κοπής» και έχουν γερό πόδι και στις δύο πτέρυγες του πολιτικού συστήματος. Και είναι προφανές ότι αυτός ο παράγοντας, σταθερά εχθρικός απέναντι στο κίνημα των Πλατειών και με συγκεκριμένες χρεώσεις για το χτύπημά του στο δημόσιο λόγο, προσφέρει ισχυρά συγκολλητικά υλικά στην αντι-εθνολαϊκιστική «ενότητα» του προωθούμενου «δημοκρατικού τείχους».
ΚΚΕ και Πάνω Πλατεία
Η συστηματική αντίθεση και απέχθεια του ΚΚΕ απέναντι σε όλες τις μεγάλες εμφανίσεις του λαϊκού παράγοντα της τελευταίας δεκαετίας είναι γνωστή και όχι ανεξήγητη. Ανάγεται στο «σημερινό είναι» και τις βασικές ορίζουσες του κόμματος. Σε πρώτο επίπεδο υπάρχει η άπωση και τα ανακλαστικά απέναντι σε ο,τιδήποτε δεν είναι χειραγωγήσιμο λόγω ευρύτητας και μεγέθους.
Πιό βαθιά όμως και επειδή το λαϊκό κίνημα λοιδωρήθηκε πολλές φορές τα τελευταία χρόνια σαν απολίτικο (!) και χωρίς ταξικό προσανατολισμό (!) είναι ανάγκη να πούμε ότι τα όσα έθεσε αυτό το κίνημα υπήρξαν παρασάγγας πιο ουσιαστικά πολιτικά συγκρινόμενα με τη στάση του ΚΚΕ και μιας ευρύτερης αριστεράς που διακρίθηκε για τον πιο στενό οικονομισμό της. Όταν το κίνημα έθετε με μια πρωτοφανή ενότητα το καίριο θέμα της ανάγκης απαλλαγής από το πολιτικό σύστημα και την γερμανική δεσποτεία, η Αριστερά έμενε πεισματικά κολλημένη στον συνδικαλισμό του «κάτω τα οικονομικά μέτρα» μιλώντας γενικώς ενάντια στον καπιταλισμό χωρίς καμιά αιχμή, και σε έναν (επιμελημένα) εκτός τόπου και χρόνου αντιιμπεριαλισμό της δεκαετίας του ‘70. Και βέβαια όταν το φλέγον θέμα ήταν και παραμένει η μετάβαση και η διέξοδος, η απόκριση είναι τα υπερβατικά σχήματα μιας εξ ορισμού απροσπέλαστης «λαϊκής εξουσίας». Και η προβολή μιας ταξικής διάστασης και ενός εργατισμού που όταν δεν είναι απλώς η μετονομασία του πιο ακραίου σεχταρισμού χρησιμεύει για να μπαίνει σε αντιπαράθεση το κοινωνικοταξικό στο εθνικό και πατριωτικό. Καθόλου περίεργο λοιπόν που ο κόσμος έπιανε μέσα σε όλα αυτά τις ευθύνες και την ενσωμάτωση και της Αριστεράς μέσα σε αυτό το πολιτικό σύστημα και τη ζύγιζε και τη ζυγίζει σαν μέρος του.
Όμως τώρα έχουμε μπει σε νέα φάση. Η οξύτητα του εθνικού συνδυασμένη με όλη την πολιτική συμπεριφορά της αριστεράς πάνω στο θέμα αυτό έχει οδηγήσει σε μια υπολογίσιμη αποξένωση από το λαϊκό αίσθημα. Η Αριστερά είτε ως ΣΥΡΙΖΑ, είτε ως ΚΚΕ είτε ως λοιπές δυνάμεις το λιγότερο που μπορεί να πει κάποιος είναι ότι δεν λογίζεται στη συνείδηση του κόσμου σαν δύναμη που μπορεί να τον στηρίξει σε έναν αγώνα πατριωτικής προοπτικής. Έτσι σαν συνέπεια του ειδικού βάρους που έχει η σύμπλεξη εθνικού-λαϊκού-κοινωνικού στην ελληνική πραγματικότητα («δομική» και αυτή), έχει επέλθει μια αποσύμπλεξή της σημερινής Αριστεράς από τον λαϊκό παράγοντα (μια αποαριστεροποίηση). Και πάντως πρέπει να εκτιμηθεί σαν σημάδι της πολιτικής ωριμότητας του λαού ότι δεν έχει δημιουργηθεί ένα σκληρό αντιαριστερό ρεύμα.
Και έτσι η ηγεσία του ΚΚΕ βρίσκεται να υποστηλώνει και αυτή από την πλευρά της τη γενική συναίνεση. Χοντρικά λέει ότι η αντισυστημική και πατριωτική στάση είναι το φυτώριο (ή και η μήτρα !) μέσα στην οποία επωάζεται ο φασισμός, ταυτίζει την πληβειακή Πάνω Πλατεία με τη Χ.Α. λέγοντας συνειδητά ψέμματα. Αλλά επιπλέον, αν σκεφτεί κανείς ότι το ΚΚΕ αποστείρωσε τον χώρο του από οποιονδήποτε ενοχλητικό συγχρωτισμό με όλες τις μεγάλες στιγμές του λαϊκού κινήματος της τελευταίας δεκαετίας –μέχρι και την λαϊκή έκφραση στο δημοψήφισμα του 2015 χλεύασε και αδυνάτισε– εκπλήσσει η άνεση με την οποία στοιχίζεται σήμερα στο «τείχος δημοκρατίας». Και επειδή δεν μπορεί να διαφεύγει από την ηγεσία του ΚΚΕ το περιεχόμενο και η δυναμική μιας τέτοιας συναίνεσης μάλλον δεν πρέπει να παραβλεφθεί η βαρύτητα των ασφυκτικών πιέσεων ευθυγράμμισης. Τώρα είναι σαφώς η ώρα που οι ρόλοι είναι οριοθετημένοι, χωράνε βεβαίως άνετα τα γενικά και άσφαιρα αντικαπιταλιστικά πλαίσια αλλά οι όποιες υπερβάσεις των ορίων έχουν βαριές συνέπειες. Και έτσι η ενσωμάτωση προχωρεί σε νέα ύψη.
Συμπερασματικά λοιπόν.
Οφείλουμε να σταθούμε απέναντι στην προωθούμενη ενότητα και συναίνεση του πολιτικού συστήματος. Δεν είμαστε «όλοι μαζί».
Το κεντρικό πρόβλημα που θέτει η τελευταία δεκαετία είναι οι δύσκολες απαιτήσεις της συγκρότησης ενός πλατιού πολιτικού κινήματος διεξόδου, είναι η σημερινή λαϊκή αφωνία και η ασφυκτική έλλειψη πολιτικής έκφρασης.
Μέσα σε αυτές τις δύσκολες συνθήκες, με τα προβλήματα που σήμερα απειλούν την υπόσταση του λαού και της χώρας, πρέπει να ταχθούμε με την άλλη, εκείνη την εθνικής κλίμακας ενότητα, δείγματα της οποίας έδωσε ο λαός σε διάφορες στιγμές αυτά τα χρόνια. Με αυτή την ενότητα που τόσο πολύ δείχνει να φοβάται το «τείχος της δημοκρατίας» τους.