Πάντα είχα την απορία γιατί η συμπαθητική μελάνη, εκείνη δηλαδή που κατά τη χρήση της είναι αόρατη, λέγεται έτσι. Δηλαδή, σε τι συνίσταται η «συμπάθεια»; Ποιος συμπαθεί ποιον; Η μελάνη το χαρτί; Το χαρτί τη μελάνη; Μήπως, πάλι, ο όρος υπονοεί τα ερωτικά πάθη, τις πολιτικές ίντριγκες, τα κατασκοπευτικά θρίλερ που κρύφτηκαν κάτω από χιλιάδες αράδες αόρατης γραφής στο πέρασμα των αιώνων; Για όσους τυχόν δεν ξέρουν, εξηγούμαι: Συμπαθητική μελάνη ονομάζεται οποιοδήποτε υλικό γραφής γίνεται ορατό μόνο αφού θερμανθεί, υποστεί χημική επεξεργασία ή εκτεθεί σε υπέρυθρες ακτίνες, όπως ο χυμός λεμονιού, τα ούρα, η κόκα κόλα, το σαπουνόνερο, το ξίδι, το γάλα….
Ο ορισμός περιλαμβάνει, βεβαίως, τη διαδικασία μετατροπής της γραφής από αόρατη σε ορατή, διατηρώντας το μυστήριο σε τι συνίσταται η «συμπάθεια». Το μυστήριο μπορεί να λυθεί μόνον αν εντάξουμε στον ορισμό και την αντίστροφη διαδικασία: Τη μετατροπή της ορατής γραφής σε αόρατη. Αν, λοιπόν, θεωρήσουμε ως συμπαθητική μελάνη κι αυτήν με την οποία τυπώνονται οι αποδείξεις οι οποίες, έπειτα από ολιγοήμερη έκθεσή τους στον ήλιο, μετατρέπονται σε χλομό, πλην άγραφο χαρτί, όλα γίνονται ξεκάθαρα: Η μελάνη είναι συμπαθητική γιατί, απλούστατα, συμπάσχει με τον φορολογούμενο στην έσχατη εκδοχή του ως φοροεισπράκτορα του ελληνικού κράτους.
Πρόκειται για καθαρή συνωμοσία της ιστορίας εις βάρος της ογδοηκοστής πρώτης μεταρρύθμισης του φορολογικού συστήματος. Διότι, καμιά απόδειξη είσπραξης δεν αναγράφει -όπως τα αντικαταθλιπτικά και τα παυσίπονά που θα παίρνουμε με τις χούφτες στο εξής- «φυλάσσεται σε μέρος σκιερό και δροσερό». Επίσης, δεν υπάρχει πρόγνωση για υποχρεωτική χρήση ανεξίτηλης μελάνης στις επιχειρήσεις που εκδίδουν αποδείξεις. Αλλά κι αν υπάρξει, θα χρειαστούν χρόνια μέχρι να εφαρμοστεί πλήρως. Έτσι, το σωτήριο έτος 2011, κατά την άνοιξη, όταν θα κατατίθενται οι φορολογικές δηλώσεις, κάθε φορολογικό υποζύγιο μπορεί να κομίζει στη ΔΟΥ δεκάδες χαρτόκουτα γεμάτα κιτρινισμένες, τσαλακωμένες, αλλά άγραφες αποδείξεις και μια βεβαίωση δαπανών που θα σπάει τα κοντέρ των αφορολογήτων ορίων και των φορολογικών επιβραβεύσεων.
Φυσικά, καμιά απόδειξη δεν πρέπει να υπερβαίνει σε αξία το ένα ευρώ. Και για να κάνουν μπούγιο και για να είναι ανθρωπίνως αδύνατος ο έλεγχός τους. Όπερ σημαίνει ότι κάθε μισθωτός των 20.000 ευρώ πρέπει να εξασφαλίσει τουλάχιστον 15.000 τεμάχια λευκού χαρτιού, ήτοι περίπου 100 ρολά αποδείξεων κόστους το πολύ 25 ευρώ, πολύ χαμηλότερου από τις δημοπρασίες εξαγοράς της φορολογικής μας ειλικρίνειας που ήδη ανθίζουν. Μικρό τίμημα για την οφειλόμενη φορολογική ανυπακοή και τη δημοσιονομική μας ανταρσία που γράφει τα μέτρα τους εκεί που δεν πιάνει η μελάνη. Ούτε η συμπαθητική.
ΚΙΜΠΙ