Στην παρούσα φάση, όλα είναι δύσκολα. Και η ρήξη και ο καλός συμβιβασμός. Γιατί και για τα δύο χρειάζονται ισχυρά σημεία στήριξης, αντίποδες και αντίβαρα που σήμερα είναι ισχνά. Αφενός γιατί δεν υπάρχουν δομημένες διεθνείς συμμαχίες ούτε ισχυρά λαϊκά κινήματα συμπαράστασης και συμπαράταξης και αφετέρου γιατί, εσωτερικά, ο λαός και η Αριστερά δεν έχουν την ιδεολογική, πολιτική και οργανωτική επάρκεια που απαιτούν οι περιστάσεις.
Η κοινωνία έχει υποστεί ερημοποίηση, διάβρωση, αλλοίωση και ήττα. Η κοινωνική συναίνεση είναι ρευστή και ευμετάβλητη και η συμμετοχή περιορισμένη και χλιαρή. Η κοινωνία απαίδευτη για την πραγματική και εικονική ευημερία, παγιδεύτηκε πολύ εύκολα με ρουσφετολογικές παροχές και υποσχέσεις, με εύθραυστες προσδοκίες και με δάνεια που την κατέστησαν όμηρο του σάπιου συστήματος.
Επί δεκαετίες εργάστηκαν ακατάπαυστα οι μηχανισμοί χειραγώγησης, εκμαυλισμού και αποπροσανατολισμού. Δεν είναι τυχαίο ότι κρατικοδίαιτοι εργολάβοι, λαθρέμποροι και τραπεζίτες ανέλαβαν τα ΜΜΕ που τους παραχώρησαν οι διαπλεκόμενοι πολιτικοί. Μαθημένη στην ανάθεση, η κοινωνία, πέρα από μερικές εξάρσεις, περιμένει σωτήρες. Αλλά αυτό την αδικεί, γιατί πιθανότατα θα το ξεπερνούσε εάν η Αριστερά μπορούσε να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων, να τη συγκροτήσει σε πολιτικό σώμα και να την ενεργοποιήσει. Κι αυτό το «πιθανότατα» συνάγεται από το γεγονός ότι η κοινωνία έκανε ένα πρωτόγνωρο σε ποσότητα και ποιότητα άλμα εγκαταλείποντας τους παραδοσιακούς της μνηστήρες και εκτοξεύοντας τον ΣΥΡΙΖΑ στα ύψη. Άρα, όλα μπορούν ή θα μπορούσαν να συμβούν.
Αλλά πώς η Αριστερά θα γίνει η σπίθα που θα πάρει φωτιά ο κάμπος; Πώς θα μπορέσει να ενδυναμώσει την κοινωνική φλόγα; Να εμπνεύσει και να λειτουργήσει σαν εμψυχωτής; Να σφυρηλατήσει την εσωτερική ενότητα και να κινηθεί σαν ένα σώμα με την κοινωνία προς τα μπρος;
Μέχρι τώρα, στη νεότερη ιστορία, το κόμμα, αστικό, σοσιαλιστικό, κομμουνιστικό ή φασιστικό, είναι ο κινητήριος μοχλός της κοινωνίας. Ο ΣΥΡΙΖΑ δυσκολεύεται να παίξει αυτό το ρόλο. Η όποια δυναμική του εκδηλώνεται στον εκλογικό αγώνα. Δεν υπάρχει προθυμία μεγάλης συμμετοχής από την κοινωνία, αλλά δεν υπάρχει και πολιτική για την κινητοποίηση του κόμματος και της κοινωνίας. Τα μέλη του κόμματος παρακολουθούν αμήχανα –άνευ χαρτοφυλακίου- τα τεκταινόμενα.
Κόμμα σε αδράνεια
Στην ερώτηση, τι μπλοκάρει το κόμμα, η απάντηση είναι: οι μηχανισμοί. Η εκλογή των μελών της Κεντρικής Επιτροπής με κλειστές λίστες οδήγησε για πολλοστή φορά στο σχηματισμό ενός καθοδηγητικού οργάνου που τα μέλη του, στη συντριπτική τους πλειοψηφία, δεν ψηφίζουν κατά συνείδηση ούτε στη βάση ενός υγιούς εσωτερικού διαλόγου για την επίτευξη μια κοινής συνισταμένης, αλλά ψηφίζουν τη γραμμή που κατεβάζει η ομάδα που συντάσσει την κάθε λίστα αφού η εκλογή των περισσοτέρων στην ΚΕ εξαρτάται απ’ αυτή τη «διαλογή». Πραγματική ελευθερία για ζύμωση, ανανέωση και εποικοδομητική κριτική δεν υφίσταται. Γι’ αυτό, απαρτία υπάρχει μόνο στην αρχή των συνεδριάσεων για την ομιλία του προέδρου και στο τέλος των συνεδριάσεων για τις ψηφοφορίες. Ό,τι έχει ειπωθεί από τα μέλη της Κ.Ε. στο ενδιάμεσο διάστημα των ομιλιών δεν επηρεάζει το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας που είναι εκ των προτέρων γνωστό. Τα μέλη δεν ψηφίζουν με βάση τις επιχειρηματολογίες που αναπτύσσονται, αλλά με βάση τη γραμμή της τάσης ή της συνιστώσας που ανήκουν. Κι αυτό έχει καταδικάσει το ανώτατο όργανο του κόμματος σε πλήρη αδυναμία να επεξεργαστεί πολιτικές. Τα αποτελέσματα των ψηφοφοριών είναι τυποποιημένα. Οι μηχανισμοί επιδιώκουν τη διατήρηση των εσωτερικών συσχετισμών και αδιαφορούν για τις επιπτώσεις αυτής της «λογικής» σε ολόκληρο το κόμμα. Επί δεκαετίες, οι μηχανισμοί συντηρούσαν το κόμμα στην άκρη των πολιτικών εξελίξεων, στο 3-5%. Σήμερα, οι ίδιοι μηχανισμοί κρατούν το κόμμα στην ίδια κατάσταση, με τις ίδιες αντιλήψεις και νοοτροπίες, και με τα ίδια στελέχη, αλλά, με εκλογική απήχηση στο 36%, η κατάσταση αυτή ισοδυναμεί με παραλυσία. Εάν εξαιρέσει κανείς ορισμένες μεμονωμένες δράσεις, το κόμμα στο σύνολό του βρίσκεται σε κατάσταση ημιαξιοπρεπούς επιβίωσης. Η κρατική επιχορήγηση συντηρεί τα επαγγελματικά στελέχη σε μια ρουτίνα και οι κομματικές οργανώσεις ατροφούν χωρίς γραμμή πλεύσης. Η πιο εμφανής κινητικότητα, μετά τις εκλογές, αφορά τα επαγγελματικά στελέχη που μεταφέρονται ή επιθυμούν να ενσωματωθούν στην κρατική μηχανή. Είναι χαρακτηριστικό ότι όσα στελέχη έχουν –χρόνια τώρα– την ευθύνη, πριν και μετά την άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ, για την απελπιστική στασιμότητα στο κόμμα, η οποία επισημάνθηκε ακόμα και από παράγοντες των μηχανισμών, αναβαθμίστηκαν στην κομματική ιεραρχία ή διορίστηκαν σε πόστα του κράτους. Κι αυτό, γιατί οι μηχανισμοί έχουν άλλα κριτήρια αξιολόγησης των ανθρώπων τους. Η αποτυχία τους στο κόμμα δεν εμποδίζει την αναρρίχησή τους εφόσον παραμένουν φορείς των μηχανισμών.
Γειωμένος ριζοσπαστισμός
Δυστυχώς, το πλεονέκτημα του ανοιχτού πολυσυλλεκτικού κόμματος που αγκάλιασε μια πολύ μεγάλη μερίδα της κοινωνίας, ξοδεύτηκε με την πλήρη επικράτηση των μηχανισμών που, για να μην χάσουν τα προνόμιά τους, ανέκοψαν την πορεία του κόμματος μέσα στην κοινωνία. Για την κοινωνία, ΣΥΡΙΖΑ είναι ο πρωθυπουργός, δευτερευόντως η κυβέρνηση, ακολουθούν κάποιοι βουλευτές και πολύ χαμηλά το κόμμα.
Εκ των πραγμάτων, το μεγαλύτερο πολιτικό βάρος πέφτει στον Αλέξη Τσίπρα, ο οποίος έχει εκπλήξει με τις ικανότητές του, ευχάριστα τους υποστηρικτές του ΣΥΡΙΖΑ και δυσάρεστα τους αντιπάλους του. Αλλά αυτή η προσπάθεια, με τη συμβολή ορισμένων μελών της κυβέρνησης, δεν έχει ούτε ένα συμπαγές και δυνατό λαϊκό κίνημα να τη στηρίζει ούτε ένα κόμμα να γονιμοποιεί σαν τις μέλισσες την κοινωνία.