του Θανάση Μουσόπουλου*
Στο εισαγωγικό μας κείμενο, για το 1922 στη Νεοελληνική Πεζογραφία, σημειώσαμε ότι ο Μυριβήλης καλλιεργεί ένα γνήσια αντιπολεμικό / αντιμιλιταριστικό πνεύμα. Επικό και λυρικό στοιχείο καλύπτει όλες τις φάσεις της Μικρασιατικής Καταστροφής και προσφυγιάς. Θα το φωτίσουμε στο κείμενό μας.
Ο Στράτης Μυριβήλης (πραγματικό όνομα Ευστράτιος Σταματόπουλος) γεννήθηκε στη Συκαμιά της Λέσβου, φοίτησε στην Αστική Σχολή Συκαμιάς και στη συνέχεια στο Γυμνάσιο Μυτιλήνης, από όπου αποφοίτησε το 1910. Το 1912 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και γράφτηκε στο Πανεπιστήμιο, εργαζόμενος παράλληλα ως συντάκτης σε περιοδικά και εφημερίδες. Τις σπουδές του εγκατέλειψε σύντομα για λόγους βιοπορισμού. Κατατάχτηκε εθελοντικά το 1912 και πολέμησε στους Βαλκανικούς Πολέμους (όπου τραυματίστηκε στο πόδι), στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και στη Μικρασιατική Εκστρατεία (ως ανθυπολοχαγός). Μετά την καταστροφή της Σμύρνης έφυγε για τη Λέσβο, όπου έζησε ως το τέλος του 1932, οπότε εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στην Αθήνα. Κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου άρχισε να γράφει τη «Ζωή εν Τάφω». Από το 1925 ως το 1933 στήριξε το Εργατικό Κόμμα του Α. Παπαναστασίου. Στη Λέσβο συνεργάστηκε με εφημερίδες δημοσιεύοντας πεζογραφήματα, ποιήματα, άρθρα και χρονογραφήματα. Στρατεύτηκε στο κίνημα της Εθνικής Άμυνας, ενώ μετά την καταστροφή τάχθηκε υπέρ της Στρατιωτικής Επανάστασης. Στην Αθήνα συνεργάστηκε με εφημερίδες και περιοδικά. Εργάστηκε επίσης στο Ραδιοφωνικό Σταθμό Αθηνών, στη Βιβλιοθήκη της Βουλής των Ελλήνων. Κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου δήλωσε ανοιχτά την αντίθεσή του προς την κομμουνιστική ιδεολογία. Υπήρξε μέλος της Ακαδημίας Αθηνών και τιμητικό μέλος του Διεθνούς Ινστιτούτου Γραμμάτων και Τεχνών. Τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Πεζογραφίας και το Σταυρό του Ταξιάρχη του Βασιλικού Τάγματος του Γεωργίου Α΄. Πέθανε άρρωστος από βρογχοπνευμονία στο νοσοκομείο του Ευαγγελισμού στην Αθήνα.
Η πρώτη εμφάνιση του Στράτη Μυριβήλη στο χώρο της λογοτεχνίας σημειώθηκε το 1915. Στα πρώτα του βήματα συνδέθηκε με τη λογοτεχνική γενιά του 1920. Σύντομα ωστόσο αποδεσμεύθηκε από την απαισιόδοξη κοσμοθεωρία των συγχρόνων του και αναδείχθηκε ως ένας από τους μεγαλύτερους αντιμιλιταριστές συγγραφείς της Ευρώπης και πρόδρομος της γενιάς του Τριάντα. Σταθμό στην πρώτη αυτή φάση της δημιουργίας του αποτέλεσε η «Ζωή εν Τάφω», που εγκαινίασε τη σύγχρονη ελληνική αντιπολεμική λογοτεχνία. Το έργο «Η δασκάλα με τα χρυσά μάτια» (1932) αντιμετωπίστηκε από την κριτική ως μεταβατικό στάδιο προς τη δεύτερη περίοδο της συγγραφικής του δραστηριότητας (1933-1949), στην οποία κυριαρχεί η τάση προς άρνηση του παρόντος και στροφή προς την παιδική ηλικία, τάση που άσκησε επιρροή και στο γλωσσικό και υφολογικό πεδίο του έργου του. Από τη δεύτερη αυτή περίοδο αναφέρουμε το μυθιστόρημά του «Η Παναγιά η Γοργόνα». Τέλος στην τρίτη περίοδο του έργου του (1949-1969) ο Μυριβήλης στράφηκε προς μια ποικιλία θεμάτων, στόχων και εκφραστικών μέσων. Εδώ εντάσσονται οι συλλογές διηγημάτων του «Το πράσινο βιβλίο», «Το γαλάζιο βιβλίο», «Το κόκκινο βιβλίο» και «Το βυσσινί βιβλίο». (Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών Ε.ΚΕ.ΒΙ.).
***
Μιλώντας, για τη βαθύτερη ουσία των έργων του Μυριβήλη, ο Mario Vitti, «Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας», Εκδόσεις Οδυσσέας, Αθήνα 2003, 391-392, σημειώνει:
«Απέναντι στην τυφλή βιαιότητα του πολέμου και της άθλιας ζωής στα χαρακώματα, διαμαρτύρεται δίνοντας έμφαση με περιγραφές νατουραλιστικής τεχνοτροπίας ώστε να προκαλέσει τη φρίκη. Άλλοτε εκστασιάζεται απέναντι σε καταστάσεις που ικανοποιούν το πάθος για τη ζωή, όπως στο γνωστό πλέον σημείο όπου μέσα στον ζόφο του πολέμου, στα χαρακώματα, ανακαλύπτει μια παπαρούνα, υποβάλλοντας μια έντονη λυρική συγκίνηση».
Παραθέτουμε το απόσπασμα αυτό από τη «Ζωή εν Τάφω»:
«Προχώρεσα ως την άκρη του χαρακώματος του λόχου μας. Ως την έβγαση των συρματοπλεγμάτων. Εκεί είναι μια μυστική πόρτα που σφαλνά μ’ ένα αδράχτι οπλισμένο με αγκαθωτά τέλια. Επειδή το μέρος είναι ένα νταμάρι όλο πέτρα και δε σκάβεται, σήκωσαν ένα προκάλυμμα με γεώσακους. Έτσι λένε κάτι σακιά μεγάλα με χώμα που μ’ αυτά οχυρώνουν τα πετρώδικα χαρακώματα. Τα τσουβάλια αυτά κείτουντ’ εδώ χρόνον-καιρό έτσι. Θα φάγαν υγρασίες, βροχάδες, χιόνια και ήλιους. Ήρθαν και σάπισαν από τα νερά, ο ήλιος τα τσουρούφλισε και τα ‘καψε. Τραβώ το δάχτυλό μου πάνω τους. Λιώνει η λινάτσα. Σαν τα ξεθαμμένα ρούχα των πεθαμένων που ξεφτάνε, σταχτωμένα, με το πρώτο άγγιγμα. Είναι τσουβαλάκια φουσκωμένα-κάργα, όπως τα πρωτογέμισαν. Άλλα πάλι κρεμάζουν σαχλά, μισοαδειανά. Κάτου από το δυνατό φεγγάρι μοιάζουν με ψοφίμια σκυλιών, άλλα πρησμένα κι άλλα ξαντεριασμένα, σωριασμένα τόνα πάνου στ’ άλλο.
Από δω το θέαμα θα ‘ναι πιο όμορφο. Τώρα το κρυμμένο ποτάμι ακούγεται καλύτερα όπως φωνάζει μακριά, μες από τη βαθιά κοίτη του. Θέλω να βγάλω το κεφάλι ψηλά από το προπέτασμα, να ιδώ πέρα. Αν μπορούσα μάλιστα θα καβαλίκευα το χαράκωμα. Ακουμπώ το μπαστούνι στο τοίχωμα, σηκώνουμαι στη μύτη της αρβύλας του γερού μου ποδιού και γαντζώνω τα δάχτυλα στους γεώσακους που ‘ναι πάνω πάνω. Ένας απ’ αυτούς λιώνει με μιας κι αδειάζει τον άμμο του πάνω μου. Λοιπόν τότες έγινε μιαν αποκάλυψη! Μόλις ξεφούσκωσε αυτό το σακί, χαμήλωσε η καμπούρα του και ξεσκέπασε στα μάτια μου μια μικρήν ευτυχία. Αχ, μου ‘καμε τόσο καλό στην ψυχή, λίγο ακόμα και θα πατούσα μια τσιριξιά χαράς.
Ήταν ένα λουλούδι εκεί! Συλλογίσου. Ένα λουλούδι είχε φυτρώσει εκεί μέσα στους σαπρακιασμένους γεώσακους. Και μου φανερώθηκε έτσι ξαφνικά τούτη τη νύχτα που ‘ναι γιομάτη θάματα. Απόμεινα να το βλέπω σχεδόν τρομαγμένος. Τ’ άγγισα με χτυποκάρδι, όπως αγγίζεις ένα βρέφος στο μάγουλο. Είναι μια παπαρούνα. Μια τόση δα μεγάλη, καλοθρεμμένη παπαρούνα, ανοιγμένη σαν μικρή βελουδένια φούχτα».
Στη νουβέλα «Ο Βασίλης ο Αρβανίτης» (1943) μιλά για τον πατέρα του:
«Τ’ αγαπούσε ο μακαρίτης ο πατέρας τα δέντρα. Τα δέντρα και τις ρίμες. Ώσπου πέθανε μου ‘γραφε στίχους της ξενιτιάς κάτω από τα καλλιγραφημένα γράμματά του, κι ώσπου πέθανε, φύτευε δέντρα, κλήματα και λουλούδια, παντού όπου λάχαινε. […] Σαν πήγα να προσκυνήσω στο μνήμα του, βρήκα μια παπαρουνιά να κοκκινολογά στο χώμα, γεμάτη κόμπους και λουλούδια. Έσκυψα να τη βγάλω, να την πάρω μαζί μου σε μια γλάστρα. Και την ίδια στιγμή το μετάδα, τράβηξα πίσω το χέρι. Μου φάνηκε πως το λουλούδι έφτανε ως στην καρδιά του. Φοβήθηκα πως άμα το τραβήξω από το χώμα θα δω να στάζουν αίματα οι σπασμένες ρίζες».
***
Θα κλείσουμε την προσέγγισή μας με λίγους στίχους από το ποίημά του «Τροία»:
Κάψαμε τὴν Τροία μὲ τὸν πυρσὸ τῆς Ἀγάπης!
Πάνω στὰ τείχη χόρεψαν οἱ φλόγες τῆς Ἑλένης.
[…] Θὰ βροῦμε, δὲ θὰ βροῦμε τὴν Ἰθάκη;
Θεὸς βοηθός! Ὅμως γιὰ πάντα
στὰ ταραγμένα πέλαα θὰ μᾶς φέγγουν,
χορεύοντας πάνω ἀπὸ τὶς φουρτοῦνες,
καὶ μὲς στὰ νεκρὰ μάτια τῶν συντρόφων,
οἱ φλόγες οἱ μεγάλες ἀπὸ τὴν Τροία,
οἱ ρόδινες οἱ φλόγες τῆς Ἑλένης.
Στην επόμενη ενότητα θα προσεγγίσουμε τον Ηλία Βενέζη.
* Ο Θανάσης Μουσόπουλος είναι φιλόλογος, συγγραφέας, ποιητής