Η ακύρωση των δυνατοτήτων του ΣΥΡΙΖΑ, όρος για την ανασύσταση της συστημικής ηγεμονίας. Του Γιάννη Τσούτσια

Τελευταία, αποτελεί κοινή παραδοχή ότι η Ν.Δ. επιδιώκει να εγκαταστήσει ένα πέπλο έντασης στην πολιτική ζωή του τόπου. Είναι, δε, τόσο έκδηλη και αμετροεπής η πρόθεσή της, που έχει καταστεί απολύτως ευδιάκριτη. Αυτή η στρατηγική, που στον πυρήνα της αντιστρατεύεται το κοινοβουλευτικό περιεχόμενο και τις συνακόλουθες με αυτό θεσμικές ρυθμίσεις, έχει περιγραφεί επαρκώς από την Αριστερά. Έχουν εντοπιστεί οι κίνδυνοι που διαγράφονται για τη δημοκρατία, για την κοινωνία, για τη διαμόρφωση των ανάλογων κοινωνικών πρακτικών, ο αντίκτυπός τους στη μαζική ψυχολογία. Όμως των αναλύσεων διαφεύγει ή υποτονίζεται η αναγκαία αιτιολογία, η αρχική σύλληψη, το «γιατί» της υπόθεσης, οι πραγματικές στοχεύσεις της Ν.Δ., που αφορούν στην αναδιάταξη των υποκειμενικών πολιτικών ισορροπιών. Αν, δηλαδή, κανείς αναζητήσει μια αφετηρία, θα διαπιστώσει ότι η ένταση εξακοντίζεται μεθοδευμένα ως πρακτική αντιπαράθεσης και έχει ως στόχο τον ΣΥΡΙΖΑ – όχι άμεσα την κοινωνία. Πρόκειται για μια παροξυσμική στρατηγική (υπό την έννοια ότι το παροξυσμικό της στοιχείο, της δίνει τόνο, περιεχόμενο και ουσία), η οποία εκδηλώνεται για να ανακοπεί η ισχυροποίηση / μεταστροφή του ΣΥΡΙΖΑ.

Στόχος ο ΣΥΡΙΖΑ
Ο ΣΥΡΙΖΑ, την περίοδο των εκλογών απέκτησε ισχυρή πολιτική δυναμική και πρόσβαση στην κοινωνία, χάρις σε μια ακραία και ανεδαφική ρητορική. Στην πορεία, αυτή η ρητορική, υπό το βάρος και των εκλογικών ποσοστών, ήταν αναμενόμενο, μέχρι κάποιου σημείου, να υποστεί διορθώσεις, αποσαφηνίσεις και μετατοπίσεις. Όμως η αναγκαία προσαρμογή στα νέα δεδομένα, δεν συνεπάγεται κατ’ ανάγκη και υποχώρηση προς κάποιον ρεαλισμό, μέσα από στρογγυλέματα. Αντίθετα, ως προσαρμογή θα μπορούσε να νοηθεί και μια διαδικασία ανατακτικού τύπου, κατά την οποία επιχειρείται να προσεγγιστεί η ουσία των πραγμάτων και των δυσκολιών τους, μέσω της διατήρησης ή και της αναβάθμισης της ριζοσπαστικής οπτικής, αντιμετωπίζοντας παράλληλα και το ανάλογο κόστος, που δεν θα ήταν απαραίτητα εκλογικό.
Αντ’ αυτού ο ΣΥΡΙΖΑ επέλεξε την πλαγιολίσθηση, διαμορφώνοντας ταυτόχρονα την ψευδαίσθηση ότι θα μπορούσε να διατηρήσει ο ίδιος τον έλεγχο της όλης διαδικασίας, μάλιστα στο έδαφος της ευνοϊκής συγκυρίας που θα προκαλούσαν τα σκληρά κυβερνητικά μέτρα, που με τη σειρά τους θα ανατροφοδοτούσαν απρόσκοπτα τις πολιτικές ροές προς όφελός του. Εδώ ήρθε, ως συγκρουσιακή απάντηση, η στρατηγική της έντασης από την πλευρά της Ν.Δ. Για να ανασταλεί η εξέλιξή του, να εμποδιστεί η μεταστροφή του, να αναδειχθούν οι αντιφάσεις και οι αδυναμίες του.
Υπ’ αυτή την έννοια, όσο ο ΣΥΡΙΖΑ θα προσαρμόζεται, τόσο περισσότερο θα βάλλεται, παρ’ όλο που η στρατηγική της έντασης δεν εξαντλείται στην πόλωση ανάμεσα σε δύο, αλλά περιλαμβάνει και επέκταση της σύγκρουσης σε όλα τα μέτωπα της κοινωνίας και της επικαιρότητας, ώστε πράγματι να συντεθεί η εικόνα της έντασης. Το θέμα δεν είναι όμως μόνον τι πράττει η Ν.Δ. Η θέση του ΣΥΡΙΖΑ καθίσταται πιο ευάλωτη, όσο ο ίδιος, στην πορεία του προς την «κυβερνοποίηση» παραμένει σε επικοινωνιακού τύπου επιλογές -όπως και αν επιχειρήσει την αναγκαία μεταστροφή, ως «δεξιά στροφή» (παραλλαγή της οποίας είναι η ανάγνωση της κοινωνίας ως εκλογικού χάρτη, με δεσπόζοντα και διαφιλονικούμενο τον κεντρώο χώρο, τον οποίο οφείλει κανείς να προσεταιριστεί).
Σ’ αυτή την περίπτωση, η σύγκρουση με την κυβέρνηση κινδυνεύει να συντελεστεί με τρόπο που δεν θα αφήνει πίσω της κανένα ίχνος συνειδητοποιήσεων ή πολιτικοποίησης. Διότι, όσο η αντιπαράθεση δεν συγκροτεί την κοινωνία, αλλά τη διατηρεί ως έχει, διαχυμένη και ασώματη, τόσο θα αφήνονται περιθώρια στη Ν.Δ. να συνεχίζει την πολεμική της. Ο ΣΥΡΙΖΑ, έτσι, θα υποχρεωθεί από τα πράγματα να απαντήσει με πραγματικά πυρά στην ολομέτωπη επίθεση που δέχεται, να κινηθεί έξω από επιφανειακές αναγνώσεις, προς την ουσία των πολιτικών και κοινωνικών αναγκών. Αν έτσι λειτουργήσει, ίσως διαμορφώσει μια πιο ανοιχτή πολιτική, αντιμέτωπη με τις πραγματικές αντιφάσεις και δυσκολίες της.

Ο πολιτικός ορίζοντας του Σαμαρά
Η στρατηγική της έντασης δεν είναι μόνον μια πολιτική τακτική (παρ’ ότι περιλαμβάνει και τακτικές), εκπορευόμενη από εκτιμήσεις για ευνοϊκές στιγμές, κυρίως δημοσκοπικές, από την πλευρά της Ν.Δ. Είναι και ταυτοτικό στοιχείο της αντίληψης Σαμαρά για την πολιτική. Κατατέθηκε με τη φιλολογία περί απομάκρυνσης από τη στρατηγική της κεντροδεξιάς, σε αντιπαράθεση με την αντίληψη του Καραμανλή που δεν αντιλαμβανόταν την επέκταση προς τον κεντρώο χώρο μόνον ως όρο για να υπερβεί η ελλειποβαρής Δεξιά το απαιτούμενο εκλογικό ποσοστό του 40%, αλλά και γιατί πίστευε ότι διαφορετικά, το κοινωνικοπολιτικό πρότυπο της Δεξιάς δεν θα μπορούσε να γίνει κοινωνικά πλειοψηφικό. Στην αντίθετη κατεύθυνση ο Σαμαράς, από την πρώτη στιγμή, επένδυσε στην ευκρινή δεξιά φυσιογνωμία. Η στρατηγική του αφορά την πεποίθηση ότι η δεξιά διαύγεια είναι ικανή να μετατοπίσει συνολικά την κοινωνία προς το μέρος της και να την εκφράσει. Πρόκειται για το θεμελιακό στοίχημα του Σαμαρά. Για έναν καθολικό συστημικό προσανατολισμό (ομόλογο των ανάλογων διεθνοποιημένων σχεδίων, γεγονός που του εξασφαλίζει και έξωθεν υποστήριξη), που ευελπιστεί να υποστρέψει την κοινωνία σε παλαιοκομματικά κοστούμια, να τη βυθίσει σ’ ένα βαθύ απολυταρχισμό, συνοδευόμενο από την αναγκαία εκλογική χειραγώγηση. Η ακύρωση, συνεπώς, των προοπτικών του ΣΥΡΙΖΑ και η παράκαμψη της Αριστεράς, είναι για τη Ν.Δ. ο κρίσιμος όρος, αλλά και ο κρίσιμος δρόμος, για την κοινωνική συντηρητικοποίηση και για την ανασύσταση της συστημικής ηγεμονίας.

Ζητείται πολιτική!
Ο ΣΥΡΙΖΑ, από την πλευρά του, οφείλει να αναγνωρίσει ότι η στρατηγική του «ώριμου φρούτου» αποδείχτηκε ολότελα αποτυχημένη. Πέρα από το εφησυχαστικό του πράγματος, σπαταλήθηκε η ριζοσπαστική δυναμική και αποκαλύφθηκε η ανυπαρξία οποιουδήποτε σχεδίου, με αποτέλεσμα την αμηχανία, συγκαλυμμένη από θορυβώδεις καταγγελίες. Τώρα ο ΣΥΡΙΖΑ διαπιστώνει ότι η πολιτική ζωή δεν είναι δρομολογημένη στην αυτόματη φθορά της Ν.Δ., η οποία υποτίθεται ότι θα εισπράττονταν μονομερώς από τον ίδιο. Και πως ούτε η αναγόρευσή του στον έναν πόλο του νεόκοπου διπολισμού εξασφαλίζει, εξ ορισμού, πλεονεκτήματα. Στο μέλλον, ανέξοδη συγκράτηση υψηλών δημοσκοπικών ποσοστών δεν θα υπάρξει για κανέναν. Η μνημονιακή λαίλαπα έπαψε να φορτώνει με ποσοστά τους επικριτές της, ενώ η Ν.Δ., μόνον απαθής δεν αποδεικνύεται. Έτσι, ζητείται πολιτική. Πέρα από τις ευκολίες και τις επικοινωνιακότητες. Πολιτική διεξόδου, όχι καταγγελίες. Θέλοντας και μη ο ΣΥΡΙΖΑ ή θα την επιχειρήσει και θα αρθεί στο ύψος των περιστάσεων ή θα υποχωρήσει. Αυτονόητα, τίποτα άλλο δεν μπορεί να συμβεί.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!