Ένας μαθητής στην Ελλάδα του 2024 κινδυνεύει από πολλά. Ας βάλουμε εδώ, πρόχειρα και χοντροκομμένα, τη φτώχεια, την αμορφωσιά και την έλλειψη κοινωνικότητας. Το μπούλινγκ δεν περιλαμβάνεται στις μεγάλες απειλές και το γεγονός ότι –προφανώς– καμιά «εθνική καμπάνια» δεν έχει ξεκινήσει για τα προηγούμενα είναι ενδεικτικό των προθέσεων.
Τα παραπάνω δεν υπονοούν ότι δεν υπάρχει ζήτημα και ότι «όλα είναι μια υπερβολή». Όσοι δουλεύουμε στα σχολεία, βλέπουμε και νιώθουμε ότι υπάρχει θυμός, ένταση, αγριάδα, κομμάτια πια της σχολικής καθημερινότητας και με τα «θρανία» να μην μπορούν να κάνουν εύκολα τη δουλειά τους. Αυτό που έρχεται «απ’ έξω» είναι μεγάλο, ορμητικό, μοιάζει μη διαχειρίσιμο ή και ακατανόητο.
Το πρόβλημα ξεκινά όταν ένα κοινωνικό ζήτημα, εντελώς ενδεικτικό μιας ολόπλευρης κρίσης, πρέπει να αποτιμηθεί με όρους «συμπεριφοράς» και να επιλυθεί ως διαταραχή κάποιων ατόμων ή ομάδων, ως απόκλιση από την κανονικότητα. Τι κι αν αυτή η κανονικότητα έχει ανατιναχθεί; Οι στοχεύσεις είναι ακόμα βαθύτερες αν στο κάδρο μπει η μεγάλη εικόνα: Διαχωρισμοί και κούμπωμα του καθενός στη θέση που του αρμόζει μέσα από μετρήσεις, δείκτες, ταξινόμηση. Καλά και κακά σχολεία, αυτό θα νομιμοποιήσει η περιβόητη αξιολόγηση. Μαθητές πολλών ταχυτήτων, περιφραγμένοι πια με τους όμοιούς τους, όχι μόνο ως προς τις επιδόσεις αλλά ίσως σιγά-σιγά και ως προς την «αλητεία» τους, γιατί όχι και με νέες διαγνώσεις που θα εμφανιστούν στα ψυχιατρικά εγχειρίδια.
Πριν λοιπόν υπερθεματίσει κανείς για τη στελέχωση των σχολείων με ψυχολόγους και κοινωνικούς λειτουργούς θα έπρεπε να αναρωτηθεί για το πως θα μοιάζει το σχολείο σε μερικά χρόνια, σε ποιο σχολείο θα παρέχουν τις υπηρεσίες τους. Αν θα παραμείνει τόπος μόρφωσης ή θα γίνει απλά χώρος συνάθροισης νέων ανθρώπων. Το πρώτο σημαίνει πολλά πράγματα που διαρκώς μένουν εκτός συζήτησης –από τις υποδομές και τα προγράμματα μέχρι τα μυαλά των εκπαιδευτικών και το γενικό κλίμα– το δεύτερο «λύνεται» εύκολα με μια πλατφόρμα καταγγελιών που θα κουμαντάρει δήθεν τις κάθε λογής αψιμαχίες που αναπόφευκτα θα προκύπτουν.
Μπες λοιπόν να καταγγείλεις. Και «μίλα», να η νέα, μόνιμη επωδός. Και πού ανήκει ο ομιλών, σε ποιο «εμείς»; Αλλά και σε ποιους απευθύνεται; Γιατί δε φτάνουν οι δάσκαλοί του, αυτοί που περνά μαζί τους τη ζωή του, για να τον προστατέψουν και χρειάζονται αρμόδιοι που θα συγκινηθούν επειδή μια ηλεκτρονική πλατφόρμα τους έστειλε ειδοποίηση; Σήμερα, μαζί με το συνηθισμένο μοτίβο της Πολιτείας «πετάω το μπαλάκι», υπάρχει και μια –κατοπτρική ίσως– αποποίηση ευθύνης από μεριάς των ενηλίκων. Χωρίς αυτή την ανάληψη ευθύνης, κανένα θεσμικό μέτρο δεν μπορεί να προσφέρει λύσεις.
Τέλος, και σε αντίθεση με μια παιδαγωγική παντός καιρού, που παρουσιάζεται μάλιστα και ως προοδευτική, και τις τιμωρίες και τους αυστηρούς κανόνες χρειαζόμαστε και το «καμία ανοχή» επίσης, αν δε θέλουμε να εκπέσουμε σε μια κοινωνιολογία της κακιάς ώρας, που μονάχα ερμηνεύει, με μια απόλυτη σχετικοποίηση του θύτη. Όποιος βλέπει εν προκειμένω μια «επαναφορά της βέργας» δεν έχει την παραμικρή ιδέα για το τι συμβαίνει. Γιατί και σε αυτή την περίπτωση το ζήτημα είναι σε ποιο σχολείο και με ποιο πνεύμα.