Τον Απρίλιο του 1941 η Ελλάδα υποδουλώθηκε στον Άξονα. Οι συνέπειες της κατάκτησης ήταν καταστροφικές για την ελληνική οικονομία και για την ίδια την επιβίωση του λαού στις πόλεις και στα αποκλεισμένα νησιά. Ενάμιση χρόνο μετά, ο πληθωρισμός είχε φτάσει σε δυσθεώρητα ύψη εκμηδενίζοντας την αξία των μισθών. Το σκληρό νόμιμα της εποχής, η χρυσή λίρα είχε διακοσιοπλασιάσει την αξία της σε σχέση με την προπολεμική δραχμή και οι τιμές των προϊόντων ανέβαιναν διαρκώς. Οι πολιτικές εκμετάλλευσης της χώρας από τις κατοχικές δυνάμεις είχαν οδηγήσει σε οξύτατη οικονομική κρίση. Τα κεντρικά συγκεντρωμένα προϊόντα, οι βιομηχανικές πρώτες ύλες, τα μεταφορικά μέσα αλλά και εργοστάσια και επιχειρήσεις επιτάχθηκαν. Μετά από μια πρώτη λεηλασία μέσω πληρωμών με μάρκα Κατοχής χωρίς αντίκρισμα, συμφωνήθηκαν κεντρικά τα έξοδα Κατοχής που θα πλήρωνε η δωσίλογη κυβέρνηση στους κατακτητές. Οι συνεχώς αυξανόμενες απαιτήσεις των κατακτητών οδηγούσαν σε διαδοχικές προσπάθειες ρύθμισης του ζητήματος, μέχρι που η Ελλάδα υποχρεώθηκε να δώσει και δάνειο στη Γερμανία.
Φυσικά τα έσοδα της δωσίλογης κυβέρνησης ήταν μηδαμινά, είχε χάσει ένα μεγάλο μέρος του ελέγχου της χώρας ενώ δεν ήταν σε θέση να συλλέξει ούτε φόρους ούτε μέρος της αγροτικής παραγωγής. Όπως αναφέρει ο ιστορικός Βασίλης Μανουσάκης, ενώ πριν την Κατοχή, τα έσοδα έφταναν το 96% των εξόδων, κατά τη διάρκειά της μειώνονταν συνεχώς, στο 29%, στο 18% και τον τελευταίο χρόνο μόλις στο 6%.
Οι Γερμανοί δεν ανησυχούσαν για την τύχη των Ελλήνων, αλλά μια κατάσταση ολοκληρωτικού χάους στη χώρα θα μπορούσε να επηρεάσει την πολεμική τους δραστηριότητα και τα μεγάλα έργα που οικοδομούσαν (οχυρά, αεροδρόμια, λιμάνια), ενώ θα κλόνιζε τους πολύτιμους για αυτούς οικονομικούς συνεργάτες τους (κάθε είδους υπεργολάβους και προμηθευτές), οι οποίοι σε συνθήκες κρίσης δεν μπορούσαν να αποθησαυρίσουν τα υπερκέρδη τους.
Έτσι, ενάμιση χρόνο μετά την Κατοχή, με απόφαση του ίδιου του Χίτλερ τον Οκτώβριο του 1942 ο ειδικός στα οικονομικά ζητήματα Χέρμαν Νοϊμπάχερ διορίστηκε «εντεταλμένος για οικονομικά και χρηματιστικά ζητήματα στην Ελλάδα». Οι Ιταλοί από τη μεριά τους διόρισαν με τα ίδια καθήκοντα τον τραπεζίτη Ντ’ Αγκοστίνο. Ο Νόιμπαχερ προσπάθησε να ακολουθήσει «αντιπληθωριστική» πολιτική επιβάλλοντας την ελεύθερη αγορά σε καιρό πολέμου, καταργώντας τις διατιμήσεις, και επιβάλλοντας λιτότητα. Φυσικά αφού μεγαλύτερη λιτότητα δεν μπορούσε να επιβληθεί στον λιμοκτονούντα ελληνικό λαό, η λιτότητα αφορούσε τις σπάταλες γερμανικές υπηρεσίες. Τελικά το μόνο που κατάφερε ο Νοϊμπάχερ ήταν να καθυστερήσει για μικρό διάστημα την πλήρη κατάρρευση της εγχρήματης οικονομίας και αυτό πουλώντας χρυσό στο Χρηματιστήριο και απορροφώντας έτσι μεγάλες ποσότητες δραχμών που είχαν συσσωρεύσει οι οικονομικοί συνεργάτες του καθεστώτος.
Την ίδια περίοδο το ΕΑΜ στις πόλεις κατάφερνε με κινητοποιήσεις και απεργίες να υπερασπιστεί την επιβίωση του λαού, να ματαιώσει την πολιτική επιστράτευση και να πολιτικοποιήσει τη λαϊκή αντίσταση. Στην ύπαιθρο δε η ένοπλη Αντίσταση είχε καταφέρει σε μεγάλο βαθμό να προστατέψει την αγροτική παραγωγή αλλά και τα κανάλια διακίνησής της από τις ορέξεις της δωσίλογης κυβέρνησης και των κατακτητών. Οι μεταπολεμικές εξελίξεις όμως ήταν τέτοιες που το αντιστασιακό κίνημα βρέθηκε στα σίδερα και οι πρώην δωσίλογοι στην εξουσία. Στις μεταπολεμικές διαδικασίες για την επιδίκαση αποζημιώσεων, οι δεξιές ελληνικές κυβερνήσεις έθαψαν την ελληνική Αντίσταση και το ηθικό κύρος που αυτή μπορούσε να δώσει στις ελληνικές διεκδικήσεις. Αντιθέτως, υποβάθμισαν τις οικονομικές αξιώσεις της χώρας και προέβαλλαν εθνικιστικές εδαφικές διεκδικήσεις σε βάρος των γειτονικών χωρών, προκαλώντας την αντίδραση τόσο της Σοβιετικής Ένωσης όσο και των ΗΠΑ.
Οι σχέσεις του ελληνικού κράτους με το αντίστοιχο δυτικογερμανικό αντιθέτως αναθερμάνθηκαν εξαιρετικά γρήγορα. Σύμφωνα με τον ιστορικό Χάγκεν Φλάισερ, ένας από τους πρώτους γερμανούς διπλωμάτες στη χώρα μας σημείωνε πως «τα συμβάντα της γερμανικής Κατοχής ευτυχώς έχουν επικαλυφθεί κατά μεγάλο μέρος από τις κομμουνιστικές θηριωδίες του Εμφυλίου Πολέμου». Φυσικά, το κατοχικό δάνειο της Ελλάδας προς τη Γερμανία, σημερινής αξίας 5 δισεκατομμυρίων ευρώ χωρίς τους τόκους, ουδέποτε απαιτήθηκε. Ήδη από το 1950, ο φιλόλογος Αναστάσιος Γεωργοπαπαδάκος, εθνοσύμβουλος στην Κατοχή, έλεγε με πικρία πως, «αν ξανάρχονταν μια ξένη κατοχή, όπως η πρόσφατη γερμανική, όλοι θα γίνονταν συνεργάτες των κατακτητών». Και στους μαθητές του που απορούσαν, συμπλήρωνε: «ξέρετε γιατί, διότι κανένας δεν τιμωρήθηκε». Αντιθέτως οι συνεργάτες των Γερμανών, όπως ο Θεόδωρος Τουρκοβασίλης, ο Κωνσταντίνος Παπαδόπουλος και άλλοι ασχημονούσαν από τα έδρανα της βουλής και πολλοί άλλοι αποτέλεσαν επίλεκτα μέλη της οικονομικής ελίτ της χώρας. Η μεταπολεμική ιστορία της Ελλάδας σημαδεύτηκε επίσης από τις ελληνογερμανικές σχέσεις στην πολιτική και την οικονομία ενώ δεν έλειψαν τα σκάνδαλα από τη διαχρονική ΖΗΜΕΝΣ.
Ίσως μοιάζει λίγο παράταιρο αυτό το εισαγωγικό σημείωμα σε ένα αφιέρωμα για το ΕΑΜ. Όμως ο δωσιλογισμός, που απωθήθηκε από την ιστορική μνήμη, ήταν η άλλη όψη της αντίστασης, και της ηθικής και πολιτικής της παρακαταθήκης, όπως την παρουσιάζει στο άρθρο του ο κοινωνιολόγος Βαγγέλης Τζούκας.
Όπως ανέφερε χαρακτηριστικά στην ομιλία του στη Βιάννο, την οποία μπορείτε να διαβάσετε εδώ, ο ιστορικός Γιώργος Μαργαρίτης, ο ναζισμός δεν ήταν ατύχημα αλλά μέρος της ευρωπαϊκής ιστορίας και η ναζιστική Νέα Ευρώπη δεν απέχει χρονικά και πολύ από τη σημερινή Ευρωπαϊκή Ένωση. Έχει διαπιστωθεί από την ιστορία πως το ναζιστικό όραμα για την Ευρώπη ήταν βασικά οικονομικό, μια μεγάλη επικράτεια οικονομικής εκμετάλλευσης (Grossraumwirtschaft) για το γερμανικό Ράιχ στην προσπάθειά του για παγκόσμια κυριαρχία. Άραγε οι χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας τι ήταν και είναι για τη σημερινή Γερμανία; Πάντως, ενάμιση χρόνο μετά το Μνημόνιο και την οικονομική κατάρρευση που επέφερε, ο Γερμανός ειδικός στα οικονομικά ζητήματα Χορστ Ράιχενμπαχ διορίστηκε επικεφαλής 30μελούς ομάδας κρούσης (task force) για να επιβλέψει την ορθή εκτέλεση του μεσοπρόθεσμου προγράμματος. Σας θυμίζει κάτι;

Γιάννης Σκαλιδάκης

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!