Όλα δείχνουν πως η πολιτική ζωή της χώρας εισέρχεται σε μια περίοδο επιταχυνόμενης μετάβασης και αναταράξεων. Από την καθημερινότητα μέχρι τα σκάνδαλα, και από τις γεωπολιτικές προκλήσεις μέχρι την κοινωνική συνοχή, το υπάρχον πολιτικό σύστημα αδυνατεί να απαντήσει στα αδιέξοδα που το ίδιο δημιούργησε.
Η φθορά της κυβέρνησης είναι πλέον δομική και όχι συγκυριακή. Το μοντέλο της μονοκομματικής σταθερότητας, που παρουσίασε ο Κυριάκος Μητσοτάκης ως αντίδοτο στις κρίσεις της προηγούμενης δεκαετίας, δείχνει τα όριά του μέσα σε ένα περιβάλλον κοινωνικής δυσαρέσκειας, ακρίβειας και θεσμικής κόπωσης, τροφοδοτούμενο από την καθεστωτική αλαζονεία και τα κάθε λογής ακαταδίωκτα. Οι πολίτες (ακόμη και παραδοσιακά ακροατήρια της Ν.Δ.), κουρασμένοι από τα διαδοχικά κύματα κρίσεων, βλέπουν ένα σύστημα που δεν παράγει απαντήσεις αλλά αναπαράγει τις παθογένειες. Ενώ τα κέντρα εξουσίας (συμφέροντα, πρεσβείες) που μέχρι πρότινος στήριζαν πλήρως το Μαξίμου, φαίνεται να μετράνε, υπολογίζουν τις ανεξέλεγκτες εξελίξεις που μπορεί να πυροδοτήσει η, χωρίς βαλβίδες εκτόνωσης, δυσαρέσκεια και αναζητούν εναλλακτικές.
Οι φυγόκεντρες τάσεις
Η πολιτική αστάθεια των τελευταίων εβδομάδων δεν θα μπορούσε να αφήσει ανεπηρέαστη την κοινοβουλευτική ομάδα της Ν.Δ. Μετά τους δύο πρώην πρωθυπουργούς, στο Μαξίμου έχουν να διαχειριστούν μια σειρά ετερογενείς φυγόκεντρες τάσεις στο εσωτερικό της Ν.Δ. και της κυβέρνησης. Οι επαναλαμβανόμενες διαφοροποιήσεις Δένδια και η κριτική που εκφράζεται –έστω χαμηλόφωνα– στην κοινοβουλευτική ομάδα (βλ. δηλώσεις βουλευτών για την υπόθεση Ρούτσι), η απρόβλεπτη προς ώρας αντίδραση Βορίδη για το «άδειασμα» με τον ΟΠΕΚΕΠΕ, οι γέφυρες μερίδας των βουλευτών (αλλά και κομματικών στελεχών) με το υπό ίδρυση κόμμα Σαμαρά δυναμώνουν την αίσθηση ότι η κυβέρνηση βρίσκεται σε φάση φθοράς και ότι έρχεται «επόμενη μέρα». Όλοι, βουλευτές, στελέχη, δελφίνοι και ο ίδιος ο στενός κύκλος του Μαξίμου έχουν εδώ και καιρό εισέλθει σε προσεκτική προετοιμασία για μελλοντικές αναμετρήσεις, είτε εσωκομματικές είτε θεσμικές.
Την ίδια στιγμή, ο χώρος της κεντροαριστεράς αδυνατεί να κεφαλαιοποιήσει τη φθορά της κυβέρνησης. Οι υπαρκτοί κομματικοί σχηματισμοί (από το ΠΑΣΟΚ μέχρι τα θραύσματα του ΣΥΡΙΖΑ) εγκλωβισμένοι σε μια αέναη συζήτηση περί συγκλίσεων, σε απόσταση από την κοινωνία, χρεώνονται την αδυναμία άσκησης στοιχειώδους αντιπολίτευσης και την ταύτιση με τις βασικές συστημικές επιλογές. Η κίνηση Τσίπρα σπρώχνεται από διάφορα κέντρα, σε μια άτσαλη προσπάθεια να αναζητηθούν δίαυλοι επικοινωνίας με την κοινωνική δυσαρέσκεια, επιδιώκοντας το καναλιζάρισμα αυτής σε συστημικές ράγες και το ανακάτεμα της κουτάλας στην κεντροαριστερά, χωρίς ορατά όμως αποτελέσματα.
Διάφορα κέντρα αναζητούν σημεία αναφοράς μέσα στο περιβάλλον αστάθειας, ενώ όλοι αναμένουν την επικείμενη άφιξη της Αμερικανίδας απεσταλμένης Κίμπερλι, που ήδη λειτουργεί ως παράγοντας επιρροής στις εσωτερικές πολιτικές ισορροπίες και στις ευρύτερες γεωπολιτικές διαπραγματεύσεις.
Οι επιταχυντές της μόχλευσης
Ας δούμε όμως λίγο πιο αναλυτικά τα μεγάλα αγκάθια της περιόδου, που αναδεικνύονται σε επιταχυντές της πολιτικής μόχλευσης:
Σκάνδαλα: Τα σκάνδαλα βγάζουν στην επιφάνεια τη σήψη και τις αντιθέσεις εντός του καθεστώτος. Οι αλληλοκαταγγελίες του ερευνώμενου για το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ πρώην υπουργού Μ. Βορίδη και του (νυν) συμβούλου του Μαξίμου και πρώην πρόεδρου του οργανισμού Γ. Βάρρα είναι μόνο η κορυφή αυτού του παγόβουνου που απλώνεται σε όλο τον κρατικό και κομματικό μηχανισμό. Με τα απόνερα του, σε εξέλιξη, σκανδάλου (τι θα γίνει με τις φετινές επιδοτήσεις, αναδιαρθρώσεις συνολικά στην πρωτογενή παραγωγή, ρόλος της Τράπεζας Πειραιώς κ.ά.) να μοιάζουν πιο εκκωφαντικά από το ίδιο το σκάνδαλο.
Αν πλάι στα παραπάνω προσθέσουμε και τις αναφορές της Ευρωπαίας εισαγγελέως Λ. Κοβέσι για θεσμικές παρεμβάσεις που εμποδίζουν τη δίωξη πολιτικών προσώπων, που επαναφέρουν στο επίκεντρο ένα ζήτημα που η κυβέρνηση προσπαθεί μάταια να αποφύγει, γίνεται εμφανές πως η εικόνα μιας χώρας που προσπαθεί να ευθυγραμμιστεί με τα ευρωπαϊκά πρότυπα, ενώ στο εσωτερικό της επικρατεί ανοχή στη διαφθορά, αποδυναμώνει το βασικό κυβερνητικό αφήγημα περί «ισχυρής Ελλάδας».
Ταμείο Ανάκαμψης: Την ίδια στιγμή πυκνώνουν τα σύννεφα πάνω και από το Ταμείο Ανάκαμψης, η δράση του οποίου λήγει το καλοκαίρι του 2026. Δεν μιλάμε μόνο για τις φήμες για επικείμενες αποκαλύψεις και σε αυτόν τον τομέα από την έρευνα της ευρωπαϊκής εισαγγελίας, αλλά για αυτή καθαυτή την απορρόφηση των κονδυλίων από τη χώρα μας. Η Ε.Ε. είχε εδώ και καιρό χτυπήσει τα καμπανάκια για μια σειρά έργα που παραμένουν ανεκτέλεστα και κινδυνεύουν να απενταχθούν. Εμβληματικά έργα, όπως ο ΒΟΑΚ στην Κρήτη, είναι σύμφωνα με δημοσιεύματα στη γκρίζα ζώνη. Κάπως έτσι η χώρα κινδυνεύει να χάσει σημαντικά ποσά από το πολυδιαφημισμένο πακέτο των 34 δισ., που ενώ θα μπορούσε να αποτελέσει τη βάση για σημαντικές υποδομές, έγινε εργαλείο κυβερνητικής δοσοληψίας με τους ολιγάρχες και τον αστερισμό των εταιρειών παροχής συμβουλών, ψηφιακού μετασχηματισμού και επικοινωνίας που συνεχίζουν να ξεπλένουν το πολιτικό χρήμα στη χώρα μας.
Οι υποσχέσεις των κυβερνώντων για εναλλακτικές λύσεις με μεταφορά έργων σε άλλα χρηματοδοτικά εργαλεία (ΕΣΠΑ ή στο αναιμικό Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων) και οι προτροπές του Κυριάκου Μητσοτάκη για επιτάχυνση των έργων κατά τη σύσκεψη στο Μαξίμου, στην οποία συμμετείχαν ο υπουργός Υποδομών και Μεταφορών, Χρίστος Δήμας, και οι επικεφαλής των τεσσάρων ισχυρότερων κατασκευαστικών ομίλων (ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ, AKTOR, ΑΒΑΞ και Metlen) δεν φαίνεται να μπορούν να απαντήσουν στο αδιέξοδο. Μπροστά σε αυτή την εξέλιξη, τα αρπάγματα των αναδόχων εταιρειών (και ταυτόχρονα εθνικών εργολάβων και μιντιαρχών) και οι πολιτικές τους προεκτάσεις είναι βέβαιο ότι θα οξύνουν ακόμη περισσότερο το περιβάλλον πολιτικής αστάθειας. Αν στα παραπάνω προσθέσουμε και τη δυσαρέσκεια μερίδας του εφοπλιστικού κόσμου (όσων συνεχίζουν να κάνουν δουλειές με τη Ρωσία και το Ιράν) με την εξωτερική πολιτική της κυβέρνησης, καταλαβαίνουμε ότι ο ρόλος τροχονόμου των συμφερόντων που έχει το επιτελικό κράτος και το Μαξίμου μόνο εύκολος δεν αναμένεται το επόμενο διάστημα.
Ακρίβεια και κοινωνική ασφυξία: Η ακρίβεια παραμένει το μείζον πρόβλημα για την κοινωνική πλειοψηφία. Παρά τις κυβερνητικές εξαγγελίες για «συγκράτηση τιμών» και την επιβολή προστίμων σε πολυεθνικές, το καλάθι του νοικοκυριού δεν εξισορροπείται. Οι αυξήσεις σε τρόφιμα και ενέργεια (ειδικά για την ενέργεια, δυσαρεστημένοι είναι όχι μόνο οι πολίτες αλλά και οι επιχειρήσεις που βλέπουν τα λειτουργικά τους κόστη να αυξάνονται διαρκώς) διαμορφώνουν ένα μόνιμο καθεστώς ανασφάλειας. Η κοινωνική δυσαρέσκεια είναι πλέον διάχυτη, όπως φάνηκε και στις πρόσφατες κινητοποιήσεις αγροτών και κτηνοτρόφων που βλέπουν τις επιδοτήσεις να περικόπτονται στο όνομα της «κακοδιαχείρισης» του ΟΠΕΚΕΠΕ, και τους ίδιους να εξαναγκάζονται (βάσει σχεδίου) να εγκαταλείψουν τις καλλιέργειες και την κτηνοτροφική δραστηριότητά τους. Η καθημερινότητα του πολίτη, που βιώνει τη διάψευση των «μεταμνημονιακών» υποσχέσεων, αποτελεί τον πυρήνα της κρίσης νομιμοποίησης του πολιτικού συστήματος. Το πρόβλημα δεν είναι μόνο οικονομικό· είναι βαθιά πολιτικό, καθώς αποκαλύπτει την αδυναμία του κράτους να προστατεύσει τους πολλούς από τις αγορές.
Ελληνοτουρκικά και γεωπολιτικός αναδασμός: Τα ελληνοτουρκικά συνεχίζουν να κινούνται στο κενό αέρος των «ήρεμων νερών». Η αισιοδοξία έχει δώσει πλέον τη θέση της στην ανησυχία για την τροπή που μπορούν να πάρουν τα πράγματα, ενώ όλοι έχουν τα μάτια στραμμένα στον μεγάλο αναδασμό (γεωπολιτικό, ενεργειακό κ.ά.) της Μεσογείου που τροποποιεί ισορροπίες και συσχετισμούς. Τα δεδομένα προς ώρας δείχνουν εγκλωβισμό της Αθήνας στην αδιέξοδη πολιτική της προσέγγισης, που αφήνει τη χώρα έκθετη σε μια σειρά μέτωπα (Κυπριακό, ενεργειακά, ένταξη Τουρκίας στο πρόγραμμα εξοπλισμού της Ε.Ε.). Ενδεικτικότερο όλων το καλώδιο της ηλεκτρικής διασύνδεσης Κρήτης-Κύπρου, που από εθνική υπόθεση, έχει καταστεί αγκάθι των σχέσεων Αθήνας και Λευκωσίας, που τσακώνονται για τη χρηματοδότηση (και τα συμφέρονται Ε.Ε. και Ισραήλ) κάνοντας πως δεν βλέπουν τον ελέφαντα στο δωμάτιο, δηλαδή τους τουρκικούς τσαμπουκάδες (στην Κάσο και αλλού) που έχουν εγκλωβίσει τα κυριαρχικά δικαιώματα (παρά τις δηλώσεις για απαίτηση άρσης του Casus Beli) εντός των 6.ν.μ. Οι υπέρμαχοι του κατευνασμού μαρτυράνε από μόνοι τους τα αδιέξοδα (στα οποία χωρίς να το παραδέχονται οδήγησε η ίδια η δική τους πολιτική). Χαρακτηριστική η αναφορά του καθηγητή Ροζάκη σε συνέντευξη στο One Channel: «Πριν την ματαίωση της συνάντησης είναι το επεισόδιο της Κάσου. Το επεισόδιο βορείου της Κρήτης. Υπάρχουν καταστάσεις που εμείς μέσω της Διακήρυξης των Αθηνών είμαστε όμηροι της Τουρκίας, για κάθε ενέργεια που κάνουμε και νόμιμη ενέργεια στο Αιγαίο Πέλαγος. […] Τα “ήρεμα νερά” είναι υπό την προϋπόθεση της συναίνεσης της Τουρκίας σε κάθε ενέργειά μας. Αν δεν υπάρχει η επίλυση της υπόθεσης δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα». Και κάπως έτσι σπρώχνουν προς νέες υποχωρήσεις. Επώδυνες, και κυρίως χωρίς τη συναίνεση της κοινωνίας.
Τα Τέμπη ως μια διαρκής ρωγμή στην κοινωνία: Τα Τέμπη παραμένουν ανοιχτή πληγή. Κάθε νέα αποκάλυψη, κάθε καθυστέρηση στην απόδοση ευθυνών, ενισχύει την αίσθηση ότι «τίποτα δεν αλλάζει» με αυτό το καθεστώς. Κάθε φορά που η κυβέρνηση σπεύδει να θεωρήσει το θέμα λήξαν, έρχεται η ίδια η συγκινητική κινητοποίηση της κοινωνίας να βάλει στο επίκεντρο το αίτημα για δικαιοσύνη και αλήθεια. Το ζήσαμε για μια ακόμη φορά τις προηγούμενες μέρες στο Σύνταγμα, με τη στήριξη χιλιάδων ανθρώπων στην απεργία πείνας του Πάνου Ρούτσι, που ανάγκασε τη δικαστική εξουσία σε αναδίπλωση για το θέμα της εκταφής και των τοξικολογικών εξετάσεων, παρά τις τσιρίδες του Άδωνι, τις απειλές ανώτατων δικαστών και τη λασπολογία των κάθε λογής Πορτοσάλτε.
Το έγκλημα των Τεμπών έχει μετατραπεί σε σύμβολο μιας ευρύτερης ρωγμής: Της αποσύνδεσης κράτους-πολιτικού συστήματος και κοινωνίας. Η διαχείριση της υπόθεσης έδειξε ένα πολιτικό σύστημα που φοβάται τη λογοδοσία και μια κοινωνία που δεν εμπιστεύεται πια κανέναν. Η αντισυστημική αυτή ροπή φαίνεται να διαπερνά όλο το κοινωνικό σώμα, να εκφράζεται αδιαμεσολάβητα και άρα πιο απρόβλεπτα και να έχει μια μη αναμενόμενη διάρκεια και αντοχή στις προσπάθειες χειραγώγησης και καταστολής, ασχέτως αν αδυνατεί προς ώρας να απειλήσει θεσμικά.
Ζητούμενο: Η ανεξάρτητη έκφραση της κοινωνίας
Όλα αυτά τα επιμέρους ζητήματα συνθέτουν ένα σκηνικό όλο και πιο ασταθές και χαοτικό. Το πολιτικό σύστημα μοιάζει εγκλωβισμένο ανάμεσα στην ανάγκη να διατηρήσει τον έλεγχο και στην αδυναμία να πείσει. Η κοινωνία, από την άλλη, αρχίζει να κινείται αυτόνομα χωρίς όμως την αυτοπεποίθηση ότι μπορεί να πετύχει μεγάλες αλλαγές. Κάτι αλλάζει, αν και είναι ακόμη αδιαμόρφωτο. Και όλα αυτά σε μια περίοδο μεγάλης γεωπολιτικής τρικυμίας που πολλαπλασιάζει προκλήσεις και κινδύνους για τη χώρα.
Σε κάθε περίπτωση, η πολιτική κρίση δεν θα επιλυθεί μέσα στο ίδιο πλαίσιο που τη γέννησε. Τα κάθε λογής πλυντήρια, η ανακύκλωση πολιτικών προσώπων, τα ακριβοπληρωμένα rebranding μπορεί να κερδίζουν λίγο χρόνο, όμως αδυνατούν να υπερβούν το αδιέξοδο. Το ζητούμενο δεν είναι μια νέα εναλλαγή κομμάτων, αλλά η ανάδυση μιας ανεξάρτητης κοινωνικής έκφρασης, ικανής να επαναφέρει το νόημα της πολιτικής.
Η Ελλάδα χρειάζεται μια νέα δημόσια σφαίρα που θα ξανασυνδέει τη δημοκρατία με τη δικαιοσύνη, τη διαφάνεια και την κοινωνική ασφάλεια και όπου ο πολίτης δεν θα είναι παθητικός θεατής αλλά ενεργός συμμέτοχος.
Rebranding Τσίπρα
Μπορεί να γίνει rebranding κενό περιεχομένου; Ο εμπλεκόμενος σε όλα τα μικροκομματικά παιχνίδια (εσωκομματικά του ΣΥΡΙΖΑ, γέφυρες με την ομάδα Δούκα στο ΠΑΣΟΚ κ.ά.) Αλ. Τσίπρας εμφανίζεται απαλλαγμένος από τα κομματικά του βάρη και έτοιμος να ακούσει την κοινωνία. Ένα ρεσάλτο που θυμίζει ξαναζεσταμένο 2012-2015, μόνο που ο πρωταγωνιστής μούχλιασε, από την εμπλοκή στην εφαρμογή της μνημονιακής πολιτικής και τα αλισβερίσια με εγχώρια και ξένα συμφέροντα.
Όσο σπρώξιμο και να ρίξουν οι μιντιάρχες που στηρίζουν το νέο εγχείρημα, όση προσπάθεια αγιοποίησης και αν κάνει η Εφ.Συν., τα όρια του εγχειρήματος Τσίπρα είναι εντός της συστημικής αναμόρφωσης. Για αυτό και τους μόνους που τρόμαξε η επανεμφάνιση Τσίπρα, ήταν οι ηγεσίες των κομμάτων της κεντροαριστεράς (και ιδίως του υπό πλήρη ρευστοποίηση ΣΥΡΙΖΑ) που βλέπουν τον κίνδυνο διεμβολισμού των ακροατηρίων τους από έναν ακόμη παράγοντα του χώρου, που παίρνει θέση στη γραμμή αφετηρίας για να παίξει κάποιο ρόλο στις καραμπόλες και τα παζάρια του πιθανού δεύτερου γύρου των επόμενων εκλογών.
Στο δια ταύτα, το πρόγραμμα Τσίπρα, παρά τις γλαφυρές αναφορές για φουρτουνιασμένες θάλασσες και τις πομπώδεις διακηρύξεις για νέο πατριωτισμό, λίγα μοιάζει να έχει διδαχθεί από την κυβερνητική εμπειρία και τις αιτίες απαξίωσης του πολιτικού συστήματος (και ιδίως όσων εμφανίζονται ως αντισυστημικοί για να προδώσουν στη συνέχεια ελπίδες και προσδοκίες) από την κοινωνία. Το rebranding του Τσίπρα ίσως προσφέρει μια στιγμιαία επικοινωνιακή ανάσα, χρήσιμη για τα συμφέροντα που τον προωθούν, αλλά δύσκολα θα αναστήσει την πολιτική του αξιοπιστία, πόσω μάλλον τη δυνατότητά του να παίξει κάποιο θετικό ρόλο στην υπόθεση του λαού και της χώρας.