Της Δέσποινας Κουτσούμπα

Ιδιαίτερη αναφορά επιφύλαξε το «επικαιροποιημένο Μνημόνιο» στη νομοθεσία για την προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς (και του φυσικού περιβάλλοντος, βεβαίως βεβαίως), αυτή τη «θηλιά» στο λαιμό της ανάπτυξης (όπως αυτοί εννοούν την «ανάπτυξη»). Ποιος να το περίμενε ότι, είκοσι χρόνια μετά, θα αποδεικνυόταν τόσο επίκαιρος ο Κ. Μητσοτάκης όταν έλεγε ότι η Αρχαιολογική και η Δασική Υπηρεσία είναι οι δύο μεγάλες πληγές της χώρας…

Έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε που η Αρχαιολογία αγκαλιάστηκε ως «εθνική επιστήμη», για να αποδείξει τη σημασία και τη συνέχεια του ελληνικού έθνους, αλλά και από την ανασημασιοδότηση της «ελληνικότητας» με τους αρχαίους κίονες να καθρεφτίζονται σε γαλάζια νερά στις αφίσες του ΕΟΤ, προς τέρψιν των ανά τον κόσμο γκρουπ τουριστών. Το νέο «εθνικό όραμά» μας είναι η προσαρμογή στις απαιτήσεις των δανειστών μας – με τα λόγια του (επικαιροποιημένου) Μνημονίου: μια «Ελλάδα φιλική στις επιχειρήσεις»!

Και τα παπαγαλάκια των ΜΜΕ έχουν αποδυθεί σε αγώνα να μας πείσουν για τις απαραίτητες θυσίες του φυσικού και του πολιτιστικού περιβάλλοντος για το καλό της «επιχειρηματικότητας».
Εκτός όλων των άλλων, τα αρχαιολογικά έργα (ανασκαφές, αναστηλώσεις, διαμορφώσεις κ.λπ.) ως δημόσια έργα διαθέτουν ένα μεγάλο μειονέκτημα για τους «εραστές» της ανάπτυξης: έχουν χαμηλούς προϋπολογισμούς, οι οποίοι ξοδεύονται, κατά κύριο λόγο, σε μισθούς προσωπικού και πολύ λιγότερο σε υλικά και -αν είναι δυνατόν- σχεδόν καθόλου σε τσιμέντο! Κι όμως, σε μια χώρα όπου κανόνας είναι η άναρχη δόμηση, η οικοπεδοποίηση (με ή χωρίς πυρκαγιά, στη διακριτική σας ευχέρεια) και η εμπορευματοποίηση των ελεύθερων χώρων, συχνά οι μεγάλοι αρχαιολογικοί χώροι, τα αρχαιολογικά πάρκα, τα κάστρα και τα μνημεία με τις ζώνες προστασίας τους αποτελούν μοναδικούς και πολύτιμους χώρους χωρίς οικοδόμηση, που προσφέρουν πολύτιμες «ανάσες» στο αστικό τοπίο αλλά και στην άναρχη εκμετάλλευση της υπαίθρου.
Σε αυτή τη συγκυρία όπου κάθε τι δημόσιο παρουσιάζεται συλλήβδην ως «προβληματικό», που ο πολιτισμός στραγγαλίζεται οικονομικά και εντείνονται οι πιέσεις για απόδοση κάθε σπιθαμής γης στους όποιους «επενδυτές», μόνο η εμπλοκή των ίδιων των αγωνιζόμενων κατοίκων και των τοπικών κινήσεων μπορεί να προφυλάξει την πολιτιστική κληρονομιά και να επαναφέρει στο προσκήνιο την πολλαπλή κοινωνική της χρησιμότητα.
Σε τελική ανάλυση, η προστασία και η ανάδειξη των μνημείων (και ως συνταγματική επιταγή) δεν γίνεται per se, δεν γίνεται για τους εργαζόμενους στον πολιτισμό, αλλά για όλο το λαό.
Μόνο ως τέτοια βρίσκει νομιμοποίηση στον κόσμο και βρίσκει συμμάχους ενάντια στους πραγματικούς εχθρούς των μνημείων: τη λάθος εννοούμενη «ανάπτυξη» που θυσιάζει πολιτιστικό και φυσικό περιβάλλον στο βωμό του κέρδους και, βέβαια, τα διάφορα μικρά ή μεγάλα ιδιωτικά συμφέροντα με τις πολλαπλές προσβάσεις τους στην εκάστοτε πολιτική ηγεσία.

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!