του Νίκου Σταθόπουλου*
Διαλαλεί ο Καρούζος («Νεολιθική νυχτωδία στην Κροστάνδη»), «Παραδέρνεις. Αλλ’ εμένα τα μάτια μου διεκδικούσαν ενότητα οπτικής, εκκένωση τραγωδίας. Ουδέποτε υπέφερα τις αντιφάσεις. Αμφί και ρέπω, όχι!». Και με τα λόγια αυτά, σαν μια «Ιεριχώ» διηνεκής στο πάθος για ουσιώδη ελευθερία, γκρεμίζονται τα «τείχη» των ιερών κλισέ που αιώνες τώρα συντάσσουν τα «οράματα» σαν τάχα μοίρες που, βέβαια, όπως κάθε «μοίρα», καταλήγουν «ειδίκευση» ιερατείων και επαγγελματιών της «σωτηρίας». Ο σύγχρονος κόσμος έχει «εξελίξει» την αποτυχία και τη διάψευση σε νόημα ενός συμβιβασμένου βίου με πεποίθηση «σωστής προσαρμογής». Από εδώ πρέπει να ξεκινάει κάθε ανάλυση ανατροπής. Αυτοί δημιουργούν ορολογίες (που προβάλλουν κόσμο…) κι εμείς πρέπει να σταθεροποιήσουμε απειλούμενες σημασίες αφού χωρίς τέτοιες καμιά «ενότητα και συνέχεια» δεν είναι εφικτή: Η εποχή μας μετατρέπει το κλασικό «Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα» σε «Ανθρώπινος Πολιτισμός ή Τεχνολογικό Εργαστήριο».
Η ΜΑΡΞΙΣΤΙΚΗ διαλεκτική, κακοποιημένη σε «απλά μαθήματα» και ελεεινές «μπροσούρες», κατάντησε αγιοποίηση της αντίφασης, «αποκλειστικοποίησή» της με εφιαλτικούς όρους ενός «αδύνατον» που το «κατέχουν οι σοφοί ΜΑΣ». Η περιγραφικότητα υποκαθιστά τελεσίδικα την αιτιοκρατία, και στην εποχή των κβάντα συνεχίζεται η οργάνωση του «λόγου/πράττειν» με τα θέσφατα της νευτώνειας φυσικής. Με «ειδικούς» παραγόμενους σε φτυαριές και χωρίς Πατέρες της Εκκλησίας και ολοκληρωμένους επαναστάτες με ιστορικό βιογραφικό, ρίζες και παράδοση, θραυόμαστε σε ασύνδετα μικρομόρια εντός ενός γενικευμένου Θεάματος. Στην πραγματικότητα αγνοούμε τι είναι αυτό που με ιλιγγιώδεις ρυθμούς αλλάζει στις μέρες μας. Ο κατακλυσμός πληροφοριών (που πλέον πολυδιασπαζόμαστε εξοντωτικά για να τις «επεξεργαστούμε», και σαν άτομα και σαν ομάδες…) καταργεί τη σοφία των αιώνων και υποβιβάζει τη γνώση σε «ενημέρωση» και, συνακόλουθη, «χρήση του υλικού». Εμείς πρέπει να ξαναμάθουμε τη στάση, να αρνηθούμε την ταχύτητα, να εμβαθύνουμε στην ποιότητα, τον χρόνο, την ανάγκη.
Με τέτοια «αδειάσματα» στο αβυσσαλέο κενό της σκέψης, ο κατακερματισμός, που «σφραγίζει» σαν εντελέχεια την Μετανεωτερικότητα, έγινε όχι μόνο (εδώ, φυσικώ τω λόγω…) συνθήκη αενάως ιδρυτική του μεταβιομηχανικού καπιταλισμού, αλλά και «κεκτημένο» της αριστερής σκέψης και (το πιο τραγικό, αλίμονο…) «αυτονόητο» του παρόντος «καθημερινού ανθρώπινου λόγου». Με αυτό το τρομακτικό δεδομένο πορευόμαστε στη χαοτικότητα του «τρέχοντος κόσμου», οπότε γίνεται ευνόητο ότι η Πολιτική ακυρώνεται στην πιο απελπισμένη «ατομική επιλογή» και η Κινηματικότητα ανασυγκροτείται σαν «νομική διευθέτηση».
Ό,τι ορίζαμε ως «διεκδίκηση» αποχρωματίζεται ημιθανές σε «αίτημα» και «κραυγή αγωνίας», και ό,τι προσδοκούσαμε ως «δράση κοινωνικής συσπείρωσης» καταπέφτει κουρελιασμένο σαν «σύμπραξη» και «συνάντηση» και άλλα τέτοια μιας αρχαιότατης «κουλτούρας του υψηλού ιδιωτικού»… «Μορφές» και «σχέσεις μορφών» εξαφανίζουν την Πολιτική και την Ελευθερία καθώς αποσημασιολογούν τις σχέσεις και απλώς «καταστρώνουν διευθετήσεις»… «Πνιγμένοι» στα «δικαιώματα» κατρακυλάμε ανελεύθεροι και ψυχαναγκαστικοί σε μια τυποποίηση άνευ προηγουμένου, αφού τώρα απαγορεύει ακόμα και την ευλάβεια και έτσι νομιμοποιεί τα πάντα, άρα το Μηδέν. Διότι η μεγίστη των αρετών είναι η Διάκρισις και ο μείζων των Ελπιδοφόρων είναι ο «επαναστάτης χωρίς αιτία», δηλαδή ο εξεγερμένος για την ανθρώπινη υπόσταση! Όταν σκοτώνουν την πατρίδα, την πίστη, το ιδανικό, τη σχέση, το νόημα, και όλα τα «ικανοποιούν» μέσω ατομοαναφορικών λογισμικών: Τότε η ουσία αποσχετικοποιείται ριζικά και αφορά τελεσίδικα και «εσχατολογικά» το Νόημα της Ανθρώπινης Κατάστασης.
Ωστόσο, η Τέχνη και ο Στοχασμός έχουν από χρόνια σηματοδοτήσει τα «αιρετικά» ενδότατων αναγκών που αφορούν στην ατίθαση πνευματική ειλικρίνεια του όντως σκεπτόμενου των ημερών: «Να κι ο τρισάθλιος ήλιος, μια χλεμπόνα στ’ ουρανού το κατεστημένο», θα ανακράξει αναβαπτισμένος πάλι ο Καρούζος στο ίδιο έργο. Χωρίς τη «χυδαιότητα» του εσωτερικού χειμάρρου αλήθειας και χωρίς τη σπαρακτική αοφασιστικότητα του μεγαλειώδους «ας τελειώνουμε επιτέλους με τα αδηφάγα και αυταρχικά γηρατειά», καμιά ουσιαστική «κίνηση» δεν θα συντελεστεί, κανένα πνευματικό σκίρτημα δεν θα ταράξει το ιερόν τέλμα του «έτσι τα βρήκαμε έτσι τα αφήνουμε», οπότε, αβρόχοις ποσί θα επελαύνει η σικέ αριστεροσύνη του πλανόδιου «πρεσπισμού», «noborderίσμού», «δικαιωματισμού», «πολυπολιτισμικότητας».
Μπαίνουμε στον εξευτελιστικό μεταπολιτισμό της Επιβίωσης! Μέχρι την ολοκληρωτική του αρτίωση, θα περάσουμε από «στάδια» συνεχόμενα από την «κουλτούρα του θανάτου» και την «πολιτική των προσαρμογών» : και τα δυο θα μετουσιώνονται σε «βελτιώσεις κ εξυγιάνσεις» της Μαζικής Δημοκρατίας με επίκεντρο Σκάνδαλα και (προσωρινά) Διαχειριστικά Αδιέξοδα
«Πολλά μας βρήκαν / και τα χειρότερα απ’ τα μέσα… Τ’ απόρθητα κάστρα τα μεγάλα/ποτέ δεν πέφτουν από τα έξω… Το λάλον ύδωρ απερίσκεπτα αφήσαμε να χυθεί… Τώρα οι Ερινύες τον ύπνο και τον ξύπνιο μας ταράσσουν», τραγωδεί ο Γιάννης Νεγρεπόντης στο συγκλονιστικό του «Φυλάττειν Θερμοπύλας». Να επωμιστούμε την ευθύνη, όχι σαν δεύτεροι Χριστοί (αίροντες τας αμαρτίας του κόσμου, όπως, κατ’ ουσίαν, πολιτεύτηκε η αρχαία κομμουνιστική ορθοδοξία…) αλλά σαν αποτυχημένοι ονειροπόλοι που γητεύτηκαν (με την κακομοίρικη ψυχολογία του «κολλημένου» δουλοπάροικου…) από την «τεχνοκρατία των εμπόρων» και χάσανε και νόημα και μορφή, και τώρα πρέπει να «το πάρουν αλλιώς» εκκινώντας από τον ρεαλισμό της ιστορίας τους και όχι από τον πραγματισμό του βιομηχανοποιημένου παρόντος.
ΤΟ ΑΝΑΓΕΝΝΗΤΙΚΟ πρόταγμα (αν ισχύει κάτι τέτοιο και δεν πρέπει να αρκεστούμε σε εξελισσόμενες συγκλίσεις ανιχνεύσεων…) δε μπορεί παρά να είναι ακριβώς η «ενότητα οπτικής» του ποιητή, δηλαδή η ενότητα και συνέχεια βιώματος και βιωμένου γίγνεσθαι… Χρειάζεται επειγόντως μια καβαφική επανανάγνωση της ιστορίας με το «μεγάλο» να πλαισιώνει το αιώνιο «μικρό» και αυτό να δίνει στο μεγάλο την εγκυρότητα της πιο φυσικής απτότητας: Με απλά λόγια, χρειαζόμαστε μια Πολιτική όχι «των μαζών και των υποκειμένων» αλλά, αυτή τη στιγμή, της «εφεύρεσης» εκ νέου μιας συλλογικής βιοψυχικής οντότητας που δεν «φυτρώνει» κάθε πρωί στο εξωγενές φαντασιακό «της» αλλά ενηλικιώνεται αδιάκοπα σε μια ασταμάτητη αγέραστη ωρίμανση. Ναι, ‘Ελληνες ουν εσμέν το γένος με μια προβληματική αλλά καθόλου «αρρώστια προς επαναφορά σε υγεία» κοινωνική οργάνωση, και με αυτά τα «έχει» μας πορευόμαστε με την ξεχωριστή αυτογνωσία μας.
Μιλάμε σαν «Κασσάνδρες», έτσι μας πλασάρουν στα χαζά τους πλήθη, σαν «περιθωριακούς μεμψίμοιρους» : γιατί δεν υιοθετούμε στην εμπορευματοποιημένη παράνοια των «ιστορικοπολιτικών must» τη «ρεαλιστική αισιοδοξία» της προσαρμογής! Μα εμείς δεν θύουμε στην αντίφαση παριστάνοντας τους «σκεπτόμενους», δηλαδή δεν κατασκευάζουμε «αμηχανία» και «πολιτική διαχείριση» στις σαρωτικές μεταβάσεις του Κεφαλαίου και τις αποδομητικές επελάσεις των «καθαρών ιδεών»: Εμείς, οι «Εμείς» της ασταμάτητα καλλιεργούμενης Νέας Συνείδησης (ήγουν των βιωμάτων ανεπαρκείας του «κεκτημένου» και των εμβαθυμένων διαισθήσεων της ριζοσπαστικής υπέρβασης χωρίς τις ευνουχιστικές προκαταλήψεις που επιβάλλει «νταηλίκι» ο απέθαντος Διαφωτισμός του πιο φασιστικά εργαλειακού «Ορθού Λόγου»), «Εμείς», λοιπόν, δεν «διαβάζουμε» τη ζωή με έτοιμα αλφάβητα αλλά ανοίγουμε καρδιά και μυαλό στην Ρέουσα Εμπειρία της οποίας η «μελέτη» δε μπορεί παρά να γίνει με σεβασμό στο διαφορετικό της και με ευέλικτη ανάπλαση των «εργαλείων»: Η Μετανωτερικότητα, ακριβώς επειδή αφορά στην «αϋλοποίηση» του πραγματικού μέσω της υπερτεχνολογικοποίησης και της απόλυτης επέκτασης του ατομοκεντρικού πυρήνα των αστικών σχέσεων, τείνει αμετάκλητα προς αναίρεση της Λογικής, της Φυσικότητας και της Ηθικής, ως θεμελιωδών και θεμελιωτικών πυλώνων του Είναι… Και αυτά καλούμαστε να υπερασπίσουμε και να αναδείξουμε με δουλεμένη πνευματική ωριμότητα, διαφοροποιούμενοι «μεσσιανικά» και από την «ξεριζωματική» μετανεωτερική κουλτούρα της «Αριστεράς του Πραιτώριου» και από τη λαοπλάνα σχηματικότητα και τάχαμου «ευσυγκινησία» του καλομασκαρεμένου φασισμού.
Η πλανητοποίηση του Κεφαλαίου με όρους κυριαρχικής τεχνολογίας και η συνακόλουθη νομαδοποίηση του Καπιταλισμού, δίνοντας το απόλυτο πρωτείο στη Λειτουργία και την Υπηρεσία καταργούν, αντικειμενικά, την έννοια της σταθερότητας, της οριοθέτησης, της τάξης: Το σύγχρονο Κεφάλαιο (και το αναλογικό του «Εποικοδόμημα») δε μπορεί παρά να διυπάρξει ως «λειτουργική αφήγηση» και αυτό, προφανώς, θα διαχυθεί στη ζωή που πλέον αυτοβιώνεται ως αοριστία χωρίς προοπτική, άρα ως φαντασμαγορική ματαίωση με πολλαπλή πια εκλογίκευση: Η «κατάργηση του φύλου», λόγου χάρη, «τεκμηριώνεται» (από την πιο αβάσιμη, ετσιθελική και εξωνισμένη «επιστήμη») ως «φυσική τάξη» με βασικό χαρακτηριστικό της τον γενικευμένο μηδενισμό της «αυτοπραγματωνόμενης ανεξάρτητης μονάδας». Ηττηθήκαμε από τη στιγμή που δεχτήκαμε τη «γραμμική εξέλιξη της ιστορίας» και τη «φιλοσοφία της Προόδου», αντικαθιστώντας με αυτά τα ιδεοτέρατα τον διάχυτο «ουτοπικό σοσιαλισμό» της «κοινοτικής αρχής» με όλα τα προβλήματα που εμπεριέχονται σ’ αυτή λόγω της ανθρώπινης ατέλειας: Το θέμα είναι αν η εξέλιξη προέρχεται από έξω ή από μέσα!
Το «Εμείς» συγκροτείται σε σχέση ακριβώς με την αντίσταση στον επιστημονικοποιημένο κατακερματισμό και στην πλανητική αναδιανομή ισχύος κ ελέγχου με όρους απολυτοποιημένης τεχνικής διαμεσολάβησης. Μας εξωθούν τεχνηέντως να εστιάζουμε στο εκάστοτε «δέντρο» και να απεμπολούμε την αδήριτη αναγκαιότητα της θέασης του «δάσους» : και το κάνουν, εν μέρει γιατί πια έχουν αρνηθεί την έννοια «ιστορία» και εν μέρει γιατί έχουν επιλέξει τα «ορθόδοξα ταμπούρια» ενός «μαξιμαλισμού» που νομιμοποιεί την λεπτομερειοποιημένη ξεπούλα. Και μ’ αυτά, δηλαδή με τις τρέχουσες συστημικές ιδεοληψίες (διότι είναι βαθιά συστημική στρατηγική ο «δικαιωματισμός», η «διαφορετικότητα», η «πολυπολιτισμικότητα»), κάθε επιμέρους εξουσιαστική «τεχνοκρατία» (π.χ. υγειονομική κρίση, πόλεμος…) «κάθεται» σαν «μοίρα» όπου απλά «αυτοδιευθετείσαι» κατά το δυνατόν και ματαιωμένος ριζικά «διεκδικείς δικαιώματα». Τι «δικαιώματα»; Να, να μη φοράς όλη την ώρα τα σύγχρονα «κίτρινα άστρα»! Από την ανατρεπτική σφαιρική ευαισθησία του ανθρώπινου που μόνο ως κοινωνικό και πολιτισμικό βιωνόταν, «μας ξέπεσαν» στον πιο παρανοϊκό εγωκεντρισμό, στην πιο ναρκισσιστική «δημοκρατία» των «ζωνών πράσινου» όπου το «δυσφορόν άτομο» θα «αυτοκαθορίζεται ως χρήστης δικαιώματος» μέσα στην εξουθενωτική βία του πιο επιστημονικοποιημένου «προγραμματισμού εξουσίας». Θα γίνονται «σημεία και τέρατα», σε επίπεδο πολιτικής εξουσίας (πραξικοπήματα, βίαιες καταλύσεις, σφετερισμοί νόμιμης εξουσίας, «εξαερώσεις» πληθυσμών, μαζικά εγκλήματα), και ο Καταναλωτής Ψηφοφόρος της Δύσης, λησμονώντας οικτρά ακόμα και το οικείο του παλαιό ιστορικό απελευθερωτικό πρόγραμμα, θα κονιορτοποιείται σε λεπτομέρειες και μεταρρυθμίσεις και «σώψυχα». Ο Μοντεσκιέ θα σκόρπιζε χαστούκια σε τούτους τους «νεοχαχόλους» της αυτονοητοποιημένης υποτέλειας.
ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ απλά μια «δυστοπία» (αυτές οι λογοτεχνίζουσες πατέντες που περιβάλλουν με «αίγλη θεάματος» ακόμα και τη φρίκη!…), αλλά μια επαναθέσμιση του Συστήματος, μια επαναρρύθμιση του σχεσιακού του υπόβαθρου μέσω ενός ανεπαίσθητου «λογισμικού» το οποίο πυρηνώνεται στη λογικοφάνεια του «κόστους της προόδου»… Το λένε: Έχει αποτύχει και ο κλασικός καπιταλισμός και η μαρξιστική αντιπλατφόρμα! Και η «ίδια η εξέλιξη»(αυτή η επιστημονικοφανής νεομεταφυσική της μοντέρνας «θρησκοληψίας») ωθεί προς μια Νεοφεουδαρχία, δηλαδή μια «κοινωνική μορφή» όχι αφημένη στη «νομοτέλεια» ή την «αόρατο χείρα», αλλά στην Επιστημονική Αυθεντία υπό την θεσμοποιημένη διηνεκή χορηγία μιας Εκλεκτής Ελίτ! Όλα θα «ρυθμίζονται» : ο πληθυσμός, το φύλο, η αναπαραγωγή, το χρώμα, η διατροφή, η υγεία.
Στο κέντρο της υπαρξιακής ανταπόκρισης στο κοινωνικό θα παγιωθεί ο Φόβος ο οποίος θα υποστυλώνει μια φιλοσοφικοποιημένη Μιζέρια… Μπαίνουμε στον εξευτελιστικό μεταπολιτισμό της Επιβίωσης! Μέχρι την ολοκληρωτική του αρτίωση, θα περάσουμε από «στάδια» συνεχόμενα από την «κουλτούρα του θανάτου» και την «πολιτική των προσαρμογών» : και τα δυο θα μετουσιώνονται σε «βελτιώσεις κ εξυγιάνσεις» της Μαζικής Δημοκρατίας με επίκεντρο Σκάνδαλα και (προσωρινά) Διαχειριστικά Αδιέξοδα.
Προσέξτε λίγο τα ΜΜΕ, και θα διαπιστώσετε ότι απεικονίζουν την κατάσταση των πραγμάτων αφενός μεν αποσπασματικά (άρα επιτείνοντας τον κατακερματισμό και τη χαοτικότητα, σε μια ασύμμετρη «ενημέρωση») αφετέρου δε σαν «τελεσίδικο αυτονόητο» βάθους… Είναι ό, τι διαβάζαμε στο «1984», με τον κάθε φορά καινούργιο πόλεμο!
* Ο Νίκος Σταθόπουλος είναι φιλόλογος και συγγραφέας