Πώς διαμορφώνεται η κατάσταση στο χώρο της Δεξιάς. Του Γιάννη Τσούτσια
Το τελευταίο διάστημα, ο συντηρητικός χώρος βρίσκεται στο επίκεντρο της επικαιρότητας, λόγω των ανακατατάξεων που συντελούνται στο εσωτερικό της «πολυκατοικίας». Πέρα όμως απ’ όσα συντρέχουν στο προσκήνιο, ενδιαφέρον έχουν και οι υπόγειες κοινωνικές διεργασίες που δεν έχουν ακόμη καταστεί προφανείς. Σήμερα μοιάζει να εκδηλώνεται μια βουβή μεταστροφή μέρους του εκλογικού σώματος προς τα δεξιά, με τρόπο αβέβαιο, παλινδρομικό, ανεπαίσθητο, αλλά ωστόσο αρκετά εκτεταμένο για να αγνοηθεί, παρά τη δεδομένη ρευστότητα. Εάν αθροίσει κανείς τα δημοσκοπικά ποσοστά της Δεξιάς, θα διαπιστώσει ότι οι επιδόσεις της είναι υψηλές, για τα δεδομένα, μάλιστα, ενός χώρου που στηρίζει το Μνημόνιο και συγκυβερνά. Αυτή η διαπίστωση γίνεται ακόμη πιο εμφατική, αν τοποθετηθεί στο πλαίσιο ενός πολιτικού κύκλου που ορίστηκε τα τελευταία χρόνια από τη διόγκωση της αμφισβήτησης και τροφοδότησε αριστερά πρόσημα και προσανατολισμούς. Είναι αυτή ακριβώς η δυναμική που διασώζει την πολυκατοικία από την κατεδάφιση και της επιτρέπει να ανασυντάσσεται.
Σε κάθε περίπτωση, οι ελκυστές των εξελίξεων δεν αφορούν πλέον αποκλειστικά το χώρο της Αριστεράς. Αν και πρέπει προκαταβολικά να αναγνωριστεί πως οι «μεγάλες» εξηγήσεις είναι σήμερα περίπλοκες και δυσανάγνωστες, θα μπορούσε, ωστόσο, κανείς να ισχυριστεί ότι στις μέρες μας δεν έχει εξαντληθεί πλήρως η δικομματική λειτουργία, καθώς η εναλλαγή έγινε ευθυγράμμιση, με τη μεταφορά αυτή τη φορά του κέντρου βάρους, από τον πόλο του ΠΑΣΟΚ σ’ αυτόν της Νέας Δημοκρατίας. Αυτή η δικομματική παραλλαγή ενδυναμώνεται, όσο η κοινωνία αδυνατεί να κινηθεί προς μια εναλλακτική συστημική.
Αυτή είναι και η κύρια παράμετρος που τροφοδοτεί τις εξελίξεις, υπενθυμίζοντας παράλληλα τις συνέπειες της ήττας του κινήματος των πλατειών, καθώς εκεί σηματοδοτήθηκε η στροφή προς το πολιτικό, με όρους αδιέξοδους και εγκλωβιστικούς. Ένας δεύτερος τροποποιητικός παράγοντας είναι η πατριωτική συνιστώσα της λαϊκής συνείδησης, η οποία ενισχυμένη από τις εξελίξεις, ζητάει όρους πολιτικής έκφρασης, που όμως δεν βρίσκει στην Αριστερά, καταφεύγοντας έτσι, αυτοχειριασμένη και ψευδεπίγραφη, στη Δεξιά. Και, τέλος, μπορεί κανείς να υποθέσει, ότι η πολιτική της μη ευθυγράμμισης του Σαμαρά τον πρώτο χρόνο του Μνημονίου, παραμένει αποδοτική απέναντι σε ορισμένα κοινωνικά στρώματα, παρά τις κωλοτούμπες και τη συνακόλουθη απαξίωσή του.
Μέσα σ’ αυτό το κάδρο εμφανίζονται αξιοπρόσεκτα δεδομένα στο χώρο της Δεξιάς: Καταρχήν, είναι αξιοσημείωτη η δημοσκοπική άνοδος της Χρυσής Αυγής που αποτυπώνει μια επιρροή και έξω από τα γκέτο, όπου ορίζονταν μέχρι σήμερα οι αντιθέσεις του μεταναστευτικού. Δεύτερον, είναι μεγάλη η δημοσκοπική υποχώρηση, μέχρις εξαφάνισης, του Καρατζαφέρη και αντίστοιχα εντυπωσιακή η καθήλωση της Μπακογιάννη, με τον λαό, σε ό,τι αφορά την τελευταία, να στέλνει διαρκώς μήνυμα απαλλαγής από την οικογένεια. Όμως, αναμφισβήτητα, πρωταγωνιστής της περιόδου στο δεξιό χώρο είναι ο Π. Καμμένος. Με τον εκρηκτικό αντιμνημονιακό του λόγο να δείχνει πιο συγκροτημένος και πιο ενεργός από άλλους, αποτελεί τον αστάθμητο παράγοντα και το μηχανισμό μέσω του οποίου υποσκάπτονται τα σχέδια του Σαμαρά. Η αναχαίτισή του αποτελεί κεντρικό ζήτημα για την Ν.Δ., που βρίσκεται υπό αμηχανία, έκπληξη, αιφνιδιασμό, ταυτόχρονα και για το μιντιακό σύστημα, που σε επόμενη φάση θα τον στοχοποιήσει απόλυτα. Το ουσιαστικό ζήτημα στην περίπτωση του Καμμένου είναι πως, από πολιτική αδυναμία του ριζοσπαστικού-αριστερού χώρου, χάθηκε η ευκαιρία να τονωθεί και να εκφραστεί μια αντιμνημονιακή δυναμική που θα μετέθετε τις εξελίξεις στον αντίποδα της στρατοπεδικής λογικής ενός πολιτικού συστήματος που ορίζεται από τις διαχωριστικές Δεξιά, Κέντρο, Αριστερά. Τελικά ο Καμμένος μετέφερε τη δυναμική του στο χώρο της Δεξιάς, συγκροτώντας μια κομματική διαμόρφωση με σημαία το Μνημόνιο, γεγονός όμως που περιορίζει και τα όρια του εγχειρήματος. Διότι η πίεση που θα ασκηθεί στο κόμμα του Καμμένου θα εστιάζεται στις γενικές αδυναμίες του και όχι στο αν είναι επαρκής η αντιμνημονιακή του ρητορεία, στο ότι δηλαδή, δεν έχει τίποτα να πει για το σύστημα της πολιτικής εξουσίας, για το πώς αυτό θα αναδιαρθρωθεί, πράγμα που τελικά είναι και το επίδικο των εκλογών, όσο κι αν αυτό δεν φαίνεται.
Τέλος, κεντρικό πρόσωπο στον συντηρητικό χώρο παραμένει ο ίδιος ο Σαμαράς. Τι θέλει; Να διαχειριστεί για λίγους μήνες τα πράγματα; Πολλοί αναρωτιούνται γι’ αυτό. Ωστόσο, ανάμεσα σε φαντασιώσεις και πραγματικά δεδομένα, φαίνεται πως ο Σαμαράς είναι υποχρεωμένος να κινηθεί πάνω σε συγκεκριμένες συνιστώσες για να διαμορφώσει ένα σχέδιο επιβίωσης. Πρώτον, ελπίζει σε αλλαγή της πολιτικής της τρόικας, όχι βέβαια σε ό,τι αφορά τα δημοσιονομικά δεδομένα και τον στραγγαλισμό του λαού, αλλά σε ό,τι αφορά κάποια αναμενόμενα πακέτα χρηματοδότησης για να περιοριστεί η ανεξέλεγκτη ύφεση και η ανεργία, αναγκαίο στοιχείο μιας προπαγάνδας αντιπερισπασμού. Δεύτερον, ο Σαμαράς, θα ασχοληθεί με τα πετρέλαια και τις συμφωνίες που προχωράνε με το Ισραήλ, οι οποίες ενδεχομένως τυγχάνουν και αμερικανικής στήριξης, κρίσιμο κι αυτό, γενικότερα, για τον ίδιο. Τρίτον, στο ενεργειακό ζήτημα, μια πολιτική ανοίγματος προς τον Πούτιν δεν μπορεί να αποκλειστεί. Τέλος, μπορούμε να αναμένουμε και μια απόπειρα μετατόπισης από την τρέχουσα ατζέντα, με μέτρα αναμόρφωσης του πολιτικού συστήματος, διαχωρισμού της νομοθετικής εξουσίας από την εκτελεστική, νόμους περί ευθύνης υπουργών (ενδεχομένως και διώξεις) κ.λπ., για να στοιχειοθετηθεί ένα διαφορετικό προφίλ για τη Ν.Δ.
Άραγε όλα αυτά θα αποδειχθούν επαρκή για να αντιμετωπίσουν τα εκρηκτικά ελλείμματα του σημερινού πολιτικού συστήματος; Η απάντηση θα εξαρτηθεί και πάλι και από την αντιμαχόμενη το Μνημόνιο Αριστερά, από το κατά πόσο δηλαδή αυτή θα διαμορφώσει έναν αναβαθμισμένο πολιτικό λόγο σε μια κατεύθυνση διεξόδου.
Σε κάθε περίπτωση, οι ελκυστές των εξελίξεων δεν αφορούν πλέον αποκλειστικά το χώρο της Αριστεράς. Αν και πρέπει προκαταβολικά να αναγνωριστεί πως οι «μεγάλες» εξηγήσεις είναι σήμερα περίπλοκες και δυσανάγνωστες, θα μπορούσε, ωστόσο, κανείς να ισχυριστεί ότι στις μέρες μας δεν έχει εξαντληθεί πλήρως η δικομματική λειτουργία, καθώς η εναλλαγή έγινε ευθυγράμμιση, με τη μεταφορά αυτή τη φορά του κέντρου βάρους, από τον πόλο του ΠΑΣΟΚ σ’ αυτόν της Νέας Δημοκρατίας. Αυτή η δικομματική παραλλαγή ενδυναμώνεται, όσο η κοινωνία αδυνατεί να κινηθεί προς μια εναλλακτική συστημική.
Αυτή είναι και η κύρια παράμετρος που τροφοδοτεί τις εξελίξεις, υπενθυμίζοντας παράλληλα τις συνέπειες της ήττας του κινήματος των πλατειών, καθώς εκεί σηματοδοτήθηκε η στροφή προς το πολιτικό, με όρους αδιέξοδους και εγκλωβιστικούς. Ένας δεύτερος τροποποιητικός παράγοντας είναι η πατριωτική συνιστώσα της λαϊκής συνείδησης, η οποία ενισχυμένη από τις εξελίξεις, ζητάει όρους πολιτικής έκφρασης, που όμως δεν βρίσκει στην Αριστερά, καταφεύγοντας έτσι, αυτοχειριασμένη και ψευδεπίγραφη, στη Δεξιά. Και, τέλος, μπορεί κανείς να υποθέσει, ότι η πολιτική της μη ευθυγράμμισης του Σαμαρά τον πρώτο χρόνο του Μνημονίου, παραμένει αποδοτική απέναντι σε ορισμένα κοινωνικά στρώματα, παρά τις κωλοτούμπες και τη συνακόλουθη απαξίωσή του.
Μέσα σ’ αυτό το κάδρο εμφανίζονται αξιοπρόσεκτα δεδομένα στο χώρο της Δεξιάς: Καταρχήν, είναι αξιοσημείωτη η δημοσκοπική άνοδος της Χρυσής Αυγής που αποτυπώνει μια επιρροή και έξω από τα γκέτο, όπου ορίζονταν μέχρι σήμερα οι αντιθέσεις του μεταναστευτικού. Δεύτερον, είναι μεγάλη η δημοσκοπική υποχώρηση, μέχρις εξαφάνισης, του Καρατζαφέρη και αντίστοιχα εντυπωσιακή η καθήλωση της Μπακογιάννη, με τον λαό, σε ό,τι αφορά την τελευταία, να στέλνει διαρκώς μήνυμα απαλλαγής από την οικογένεια. Όμως, αναμφισβήτητα, πρωταγωνιστής της περιόδου στο δεξιό χώρο είναι ο Π. Καμμένος. Με τον εκρηκτικό αντιμνημονιακό του λόγο να δείχνει πιο συγκροτημένος και πιο ενεργός από άλλους, αποτελεί τον αστάθμητο παράγοντα και το μηχανισμό μέσω του οποίου υποσκάπτονται τα σχέδια του Σαμαρά. Η αναχαίτισή του αποτελεί κεντρικό ζήτημα για την Ν.Δ., που βρίσκεται υπό αμηχανία, έκπληξη, αιφνιδιασμό, ταυτόχρονα και για το μιντιακό σύστημα, που σε επόμενη φάση θα τον στοχοποιήσει απόλυτα. Το ουσιαστικό ζήτημα στην περίπτωση του Καμμένου είναι πως, από πολιτική αδυναμία του ριζοσπαστικού-αριστερού χώρου, χάθηκε η ευκαιρία να τονωθεί και να εκφραστεί μια αντιμνημονιακή δυναμική που θα μετέθετε τις εξελίξεις στον αντίποδα της στρατοπεδικής λογικής ενός πολιτικού συστήματος που ορίζεται από τις διαχωριστικές Δεξιά, Κέντρο, Αριστερά. Τελικά ο Καμμένος μετέφερε τη δυναμική του στο χώρο της Δεξιάς, συγκροτώντας μια κομματική διαμόρφωση με σημαία το Μνημόνιο, γεγονός όμως που περιορίζει και τα όρια του εγχειρήματος. Διότι η πίεση που θα ασκηθεί στο κόμμα του Καμμένου θα εστιάζεται στις γενικές αδυναμίες του και όχι στο αν είναι επαρκής η αντιμνημονιακή του ρητορεία, στο ότι δηλαδή, δεν έχει τίποτα να πει για το σύστημα της πολιτικής εξουσίας, για το πώς αυτό θα αναδιαρθρωθεί, πράγμα που τελικά είναι και το επίδικο των εκλογών, όσο κι αν αυτό δεν φαίνεται.
Τέλος, κεντρικό πρόσωπο στον συντηρητικό χώρο παραμένει ο ίδιος ο Σαμαράς. Τι θέλει; Να διαχειριστεί για λίγους μήνες τα πράγματα; Πολλοί αναρωτιούνται γι’ αυτό. Ωστόσο, ανάμεσα σε φαντασιώσεις και πραγματικά δεδομένα, φαίνεται πως ο Σαμαράς είναι υποχρεωμένος να κινηθεί πάνω σε συγκεκριμένες συνιστώσες για να διαμορφώσει ένα σχέδιο επιβίωσης. Πρώτον, ελπίζει σε αλλαγή της πολιτικής της τρόικας, όχι βέβαια σε ό,τι αφορά τα δημοσιονομικά δεδομένα και τον στραγγαλισμό του λαού, αλλά σε ό,τι αφορά κάποια αναμενόμενα πακέτα χρηματοδότησης για να περιοριστεί η ανεξέλεγκτη ύφεση και η ανεργία, αναγκαίο στοιχείο μιας προπαγάνδας αντιπερισπασμού. Δεύτερον, ο Σαμαράς, θα ασχοληθεί με τα πετρέλαια και τις συμφωνίες που προχωράνε με το Ισραήλ, οι οποίες ενδεχομένως τυγχάνουν και αμερικανικής στήριξης, κρίσιμο κι αυτό, γενικότερα, για τον ίδιο. Τρίτον, στο ενεργειακό ζήτημα, μια πολιτική ανοίγματος προς τον Πούτιν δεν μπορεί να αποκλειστεί. Τέλος, μπορούμε να αναμένουμε και μια απόπειρα μετατόπισης από την τρέχουσα ατζέντα, με μέτρα αναμόρφωσης του πολιτικού συστήματος, διαχωρισμού της νομοθετικής εξουσίας από την εκτελεστική, νόμους περί ευθύνης υπουργών (ενδεχομένως και διώξεις) κ.λπ., για να στοιχειοθετηθεί ένα διαφορετικό προφίλ για τη Ν.Δ.
Άραγε όλα αυτά θα αποδειχθούν επαρκή για να αντιμετωπίσουν τα εκρηκτικά ελλείμματα του σημερινού πολιτικού συστήματος; Η απάντηση θα εξαρτηθεί και πάλι και από την αντιμαχόμενη το Μνημόνιο Αριστερά, από το κατά πόσο δηλαδή αυτή θα διαμορφώσει έναν αναβαθμισμένο πολιτικό λόγο σε μια κατεύθυνση διεξόδου.
Σχόλια