Tι είναι, άραγε, η πατρίδα μας; Μήπως είναι τα δάση (τα καμένα), μήπως είναι οι παραλίες της (οι δαντελωτές πλην, όμως, βρόμικες), μήπως είναι τα ποτάμια της (βλέπε Ασωπός), μήπως τάχα είναι οι φιλόξενοι κάτοικοί της (πώς είναι ο Ξένιος Ζευς, καμία σχέση…) ή μήπως τα παιδιά που μεγαλώνουμε, σε γυάλα σαν να είναι χρυσόψαρα, αφήνοντάς τα, συχνά, «βορά» στα χέρια απαίδευτων και εμπαθών εκπαιδευτικών;
Και δεν παραφιλολογώ γενικώς, μιλώντας για το συγκεκριμένο θέμα των παιδιών, αφού η αφορμή μού έχει δοθεί πολλές φορές μέσα από τα δικά μου τα παιδιά. Και ιδού: Θέμα έκθεσης στο γυμνάσιο: «Τα κακώς κείμενα της συνοικίας μου». Και το παράδειγμα δόθηκε από τον καθηγητή: οι κακοτεχνίες στους δρόμους, τα παρκαρισμένα αυτοκίνητα πάνω στα πεζοδρόμια, η έλλειψη πάρκων, οι επιχειρήσεις -τύπου καφέ και ταβέρνες- που επεκτείνονται στα πεζοδρόμια βάζοντας καρέκλες και τραπεζάκια και, φυσικά, οι μετανάστες που απλώνουν την πραμάτεια τους και δεν μπορείς να περάσεις αφενός και, αφετέρου, συμβάλλουν στο οικονομικό χάος που επικρατεί στη χώρα μας!
Άκουσον άκουσον! Ποια Siemens, ποιος Χριστοφοράκος, ποιο Βατοπέδι, ποιο έλλειμμα, ποια ταμεία, ποιες λαμογιές κουμπάρων, εταίρων, φίλων και γνωστών χρόνια τώρα… Οι μετανάστες ευθύνονται για όλα! Αδίκως τόσο καιρό προσπαθούμε να συγκροτήσουμε επιτροπές διερεύνησης, κάνουμε ΕΔΕ, παίζουμε τον παπά, την κολοκυθιά και ό,τι φανταστεί κάθε… υγιής νους, προκειμένου να βρούμε «τις πταίει». Η λύση βρέθηκε από έναν καθηγητή (φαντάζομαι πως δεν θα είναι κι ο μόνος) Μέσης Εκπαίδευσης σε κάποιο συνοικιακό γυμνάσιο.
Ζήτησα από το παιδί μου να μου αναπτύξει τα επιχειρήματά του σχετικά με τους μετανάστες και έμεινα κατάπληκτη. Θα νόμιζε κανείς πως μιλούσε ο εκπρόσωπος Τύπου του ΛΑΟΣ.
Και η δική μου προσπάθεια τόσον καιρό, να δείξω την πραγματική εικόνα των μεταναστών και της κατάστασής τους, πού πήγε; Τόσες συζητήσεις κάνουμε χρόνια τώρα για ανθρωπισμό, ευαισθησία, αλληλεγγύη… Όλα χάθηκαν μέσα σε μια σχολική ώρα «πατριωτικής ανάτασης και εθνικού ενθουσιασμού»;
Φυσικά, δεν έπρεπε να εγκαταλείψω έτσι εύκολα. Ρώτησα, λοιπόν, το βλαστάρι μου: «Γιατί παιδί μου, πιστεύεις πως αυτοί οι κατατρεγμένοι άνθρωποι έρχονται στην Ελλάδα και απλώνουν την πραμάτεια τους στο δρόμο;», «γιατί έφυγαν από την πατρίδα τους;», «γιατί μένουν 10-10 άτομα σε μικρά και τρισάθλια διαμερίσματα;», «γιατί τους κοιτάζουμε, όλοι εμείς οι βολεμένοι, με μισό μάτι;» γιατί… γιατί… Μήπως γιατί η πατρίδα τους έχει καταστραφεί από τους πολυετείς πολέμους και δεν έχουν ζωή εκεί; Μήπως γιατί έχουμε βάλει κι εμείς οι Έλληνες το… χεράκι μας, για να τους αποτελειώσουμε, συμμετέχοντας σε… ειρηνευτικές εκστρατείες, αφού η μόνη λέξη που μπορούμε να ψελλίσουμε στους Δυτικούς φίλους μας είναι «yes master»; Αντί, λοιπόν, να τους κυνηγάμε και να τους επιρρίπτουμε ευθύνες, μήπως θα έπρεπε να νιώσουμε και λίγο, έστω, ένοχοι; Το παιδί μου έμεινε σιωπηλό, έσκυψε για λίγο το κεφάλι και μου απάντησε: «Έχεις δίκιο, αλλά αν αρχίσω να τα λέω όλα αυτά στην τάξη μου, πιστεύεις πως θα μ’ αφήσουν να μιλήσω…;», Nα φωνάξεις δυνατά, του είπα.
η μητέρα ενός έφηβου…