Όλοι έχουμε ακούσει και ίσως να θεωρούμε ότι το άτομο είναι ελεύθερο να πιστεύει ή όχι σε όποιον Θεό επιθυμεί και μάλιστα το Σύνταγμα στο άρθρο 13 αναφέρει τη θρησκευτική ελευθερία του ατόμου και διατείνεται πως την εξασφαλίζει. Κατά πόσο ισχύει ωστόσο κάτι τέτοιο;
Διαβάζοντας κάποια φορά για το μάθημα του Δίκαιου βρέθηκα αντιμέτωπη με την παρακάτω αντίφαση: Το Σύνταγμα διακηρύσσει πως κάθε άνθρωπος είναι ελεύθερος να έχει τις θρησκευτικές πεποιθήσεις που επιθυμεί και πως ο προσηλυτισμός απαγορεύεται αυστηρά. Στη συνέχεια, στα κοινωνικά δικαιώματα το Σύνταγμα αναφέρεται σε αυτό της παιδείας, δίνοντάς της ιδιαίτερη βαρύτητα. Ανάμεσα στους στόχους της για τη διαμόρφωση της ελεύθερης προσωπικότητας του ατόμου είναι και η διάπλαση της εθνικής και θρησκευτικής συνείδησης.
Μου γεννήθηκε, λοιπόν, η εξής απορία: πώς είναι δυνατόν τη στιγμή που μιλάμε για θρησκευτική ελευθερία, το νεαρό άτομο να βομβαρδίζεται από τη «διαμόρφωση της θρησκευτικής του συνείδησης» και πως γίνεται ο ίδιος θεσμός που καταδικάζει τον προσηλυτισμό την ίδια στιγμή να τον επιβάλλει; Αν όχι προσηλυτισμό πώς αλλιώς θα μπορούσε να ονομάσει κανείς το γεγονός ότι το μάθημα των θρησκευτικών διδάσκεται από την πέμπτη δημοτικού έως και την τρίτη λυκείου, οκτώ χρόνια επί δύο ώρες τη βδομάδα; (Ενώ μαθήματα όπως η μουσική ή τα τεχνικά παραγκωνίζονται από το γυμνάσιο ακόμα). Τι άλλο είναι αυτό εκτός από μια διαρκής προσπάθεια εμφύτευσης ιδεών;
Δεν είναι όμως μόνο στο σχολείο. Ο προσηλυτισμός είναι παντού. Η παρουσία της θρησκείας και της εκκλησίας με τον καιρό και τη συνήθεια έχει πάψει να γίνεται αισθητή και αντιληπτή. Η θρησκεία διατρέχει έξυπνα και διόλου τυχαία όλες τις εκφάνσεις και τους τομείς της ζωής μας, κάτι που το έχει πετύχει σε βάθος αιώνων. Σε όλες τις σημαντικές στιγμές της ζωής μας βρίσκεται εκεί, στη γέννηση, στο θάνατο, στο γάμο, στις γιορτές. Από αυτή καθορίζονται οι αργίες, οι σχολικές διακοπές γίνονται με αφορμή το Πάσχα και τα Χριστούγεννα. Ζούμε σε μια κοινωνία όπου ιστορικά γεγονότα συμπίπτουν με θρησκευτικές γιορτές, με την ταύτιση αυτή να υπονοεί την αυτονόητη συμβολή της θρησκείας στην επίτευξη εθνικών στόχων, όπως η 25η Μαρτίου. Σε μια κοινωνία που θεωρεί το θρήσκευμα αναπόσπαστο στοιχείο της εθνικής ταυτότητας και στην οποία το θρήσκευμα επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό την αντιμετώπιση που έχει ένας πολίτης. Το ίδιο το σύστημα χρονολόγησης, προ/μετά Χριστού, υπονοεί και προπαγανδίζει την ύπαρξη ενός προσώπου που, ασχέτως αν θα έλεγε κανείς ότι αποτελεί ένα σημαντικό ιστορικό πρόσωπο, δεν παύει να αποτελεί την ίδια στιγμή τον εκπρόσωπο μιας θρησκείας που επιβάλλει τις αλήθειες της. Με κάθε δυνατό μέσο η θρησκεία θέλει να μας πείσει πως «ο δικός της θεός είναι ο μόνος αληθινός θεός, ενώ οι θεοί των άλλων τα είδωλα» (Έριχ Φρομ).
Σε μια κοινωνία με τόσο έντονη τη παρουσία της εκκλησίας πως μπορούμε να μιλάμε για ελευθερία πίστης; Τη στιγμή που μια θρησκεία επιβάλλεται στο άτομο από τη βρεφική ηλικία με τον νηπιοβαπτισμό, πριν καλά-καλά αποκτήσει συνείδηση του εαυτού του, δίχως να του δίνεται η δυνατότητα να επιλέξει και να πιστέψει συνειδητά.
Οι ιδέες αυτές μας καλλιεργούνται και έμμεσα μας υποβάλλονται από το κοινωνικό και πολιτιστικό περιβάλλον από τέτοια ηλικία και με τέτοιο τρόπο που από ένα σημείο και μετά τις θεωρεί κανείς έμφυτες και δεδομένες αντιλήψεις. Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που μας εντυπώνονται ηθικά διδάγματα, πρότυπα και στερεότυπα από τα παιδικά παραμύθια, που δε ξέρουμε από πότε και γιατί τα θυμόμαστε. Βρίσκονται όμως κάπου μέσα μας.
Το έχετε σκεφτεί;
Δανάη Θεοδωράκη
Μαθήτρια της Β’ Λυκείου