Τα μυθικά πλάσματα του Νότου κόντρα στα χολιγουντιανά πρότυπα

Της Ιφιγένειας Καλαντζή*

 

Σε μια αναβίωση του ανεξάρτητου αμερικανικού σινεμά, ταινίες όπως το Παγωμένο ποτάμι (2008) και Στην καρδιά του χειμώνα (2010) φωτίζουν το μεγάλο ποσοστό των λαϊκών μαζών, έξω από τα χολιγουντιανά πρότυπα.
Στο πνεύμα αυτό κινείται και η ταινία Τα μυθικά πλάσματα του Νότου, του πρωτοεμφανιζόμενου Μπεν Ζάιτλιν, φορτωμένο με τέσσερις υποψηφιότητες για Όσκαρ, βραβεία στις Κάννες και στο Φεστιβάλ Σάντανς.
Στη μεσοποτάμια περιοχή της Νότιας Λουϊζιάνα, οι άνθρωποι ζουν σε πρόχειρα παραπήγματα, μέσα σε λασπόνερα αποβλήτων, αλλά άμα τύχει καλή ψαριά, γλεντάνε με πυροτεχνήματα και μπίρες.
Η εξάχρονη Αφροαμερικάνα Χασπάπι, που μένει με το μέθυσο πατέρα της, κυνηγάει όλη μέρα τα σκυλάκια και τα άλλα ζωάκια, μοιράζεται τη λιγοστή τροφή μαζί τους και τα αρπάζει με λαχτάρα στην αγκαλιά της, για να αφουγκραστεί τη ζωή που πάλλεται μέσα τους.
Πρέπει, όμως, να μάθει να επιβιώνει μόνη της. Οι προϊστορικοί βίσωνες, που γνώρισε στο αυτοσχέδιο σχολείο, αποκτούν στο μυαλό της μυθικές διαστάσεις, ως σύμβολο γενναιότητας.
Μετά από μια μανιασμένη καταιγίδα που πλημμύρισε την περιοχή, οι κάτοικοι ξεκινούν έναν ηρωικό αγώνα για να τραβήξουν τα νερά. Μαζί τους και η Χασπάπι, που συνειδητοποιεί τη θέση της στην κοινωνία.
Ο Ζάιτλιν δημιουργεί ένα εντυπωσιακό παραμύθι, φολκλορικού χαρακτήρα, για τους καταφρονεμένους, με κοινωνικό και οικολογικό μήνυμα. Τα εμβόλιμα πλάνα πάγων που λιώνουν, οι βίσωνες και η γενναιότητα των προϊστορικών πολεμιστών δημιουργούν έναν αλληγορικό παραλληλισμό. Ο άνθρωπος, ισότιμος με τα υπόλοιπα στοιχεία της φύσης, μέρος μιας συμπαντικής αλυσίδας, υπόκειται στους ίδιους νόμους και πλήττεται εξίσου από τη θεομηνία.
Τα λεκιασμένα ρούχα, ο σκουπιδότοπος και τα χαρακωμένα από το πιοτό πρόσωπα των κατοίκων κάθε άλλο παρά καταλήγουν σε μια μεμψίμοιρη αίσθηση. Η περηφάνια των ανθρώπων που εμφανίζονται σαν μια γενναία φυλή πολεμιστών, θυμίζει ότι ακόμα και τα κατακάθια αυτής της γης έχουν δικαίωμα στη ζωή και στη δική τους ελευθερία.
Με κάμερα στον ώμο, ακολουθώντας από κοντά τους πρωταγωνιστές, σε γρήγορα κοφτά πλάνα, που συνδυάζονται με πολύ κοντινά στα πρόσωπα, αναδεικνύεται το ελεύθερο πνεύμα και η ορμή αυτού του εναλλακτικού παραμυθιού.
Όλη αυτή η ενέργεια πλαισιώνεται από μια πλούσια ηχητική μπάντα, με τα ουρλιαχτά της μικρής, τους βρυχηθμούς των ζώων και την απόκοσμη βοή του τυφώνα. Αποχρώσεις της σκουριάς και καλοκαιρινοί φωτισμοί αναδύουν μια σαρκική αίσθηση. Το ρυθμό δίνει η ωραία μουσική με έγχορδα, του Νταν Ρόμερ και του σκηνοθέτη, σε μια φολκ και μπλουζ αισθητική, αντίστοιχη με τις μουσικές των Νικ Κέιβ και Γουόρεν Έλις, που χαρακτήρισαν το στυλ του σύγχρονου ανεξάρτητου κινηματογραφικού τοπίου.
Εξαιρετικοί και οι δύο πρωταγωνιστές, χωρίς να έχουν προηγούμενη υποκριτική εμπειρία. Η μικρούλα Κουβένζανε Γουάλις έχει τόσο έντονη παρουσία, που η ταινία σχεδόν δομείται γύρω απ’ αυτήν. Ο Ντουάιτ Χένρι, στο ρόλο του πατέρα, ταυτίζεται με τις βιωματικές του εμπειρίες, από τον τυφώνα Κατρίνα, που έζησε, αντικρίζοντας την απελπισία, στα μάτια φτωχών ανθρώπων.
Η αλληλεγγύη που αναπτύσσεται και το κοινοβιακό πνεύμα είναι σπάνιες, πλέον, αναφορές στα αμερικανικά έργα, ενώ η παραμυθένια φόρμα, που υιοθετεί αυτή η ταινία, στέκεται στην αθλιότητα, δίχως να επιδιώκει τον οίκτο του θεατή, γίνεται σηκωμένη γροθιά για τους κολασμένους της γης.

* H Ιφιγένεια Καλαντζή είναι κριτικός κινηματογράφου

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!