Τα σχολεία κάποια στιγμή θα ανοίξουν. Οι κοινωνίες –σε αυτές που μάς «έλαχε» να είμαστε μέλη– θα προσαρμόσουν τις λειτουργίες τους, θα ανεβοκατεβάσουν τον πήχη, θα αλλάξουν συνήθειες. Ούτε θα νεκρώσουν, ούτε θα «μηδενίσουν». Πάντα βέβαια μέσα στα πλαίσια των προτεραιοτήτων όσων ηγεμονεύουν, όσων παίρνουν τις μεγάλες αποφάσεις, όσων προασπίζονται συμφέροντα κάθε είδους. Αλλά και μετρώντας τις πιέσεις της «πραγματικής κοινωνίας», των πολλών ανθρώπων.

Το υπουργείο Παιδείας βρίσκεται μπροστά σε ένα πραγματικό δίλημμα, τέτοιο που θα είχε ο οποιοσδήποτε θα έπρεπε να ασκήσει μια ορισμένη πολιτική. Αυτό αναφέρεται όχι μόνο γιατί δεν υπάρχει κανένας χώρος για εύκολες λύσεις αλλά κυρίως γιατί οφείλουμε να ξεμπερδεύουμε με μια «συνείδηση ευκολίας». Είναι κακός σύμμαχος στα δύσκολα που ζούμε και θα ζήσουμε. Μακάρι, για παράδειγμα, να αρκούσε η αναφορά στο νομοσχέδιο που κατατέθηκε εν μέσω καραντίνας για να αποδειχτεί πόσο αδιάφορο και καταστροφικό είναι το πολιτικό σύστημα για την Παιδεία. Ή ακόμα και το ανύπαρκτο έως ανεφάρμοστο, παρά τις επιχειρησιακές φανφάρες, σχέδιο για τη λειτουργία των σχολείων, για να αποκαθηλώσει τα σαΐνια του υπουργείου Παιδείας. Πόσο μάλλον, αν μιλούσαμε για τα επιστημονικά δεδομένα, τα οποία επικαλείται τελευταία η κ. Κεραμέως, όταν έχει γραμμένα στα παλαιότερα των υποδημάτων της ανάλογα τέτοια, όχι τώρα από την ιατρική επιστήμη αλλά π.χ. από τα παιδαγωγικά. Και δεν αναφερόμαστε στις τωρινές έκτακτες συνθήκες –την έπιασε ο πόνος για τον ένα μήνα χαμένης εκπαίδευσης– αλλά για τις διαχρονικές πολιτικές διάλυσης σχολείου και μαθητών.

Το ζήτημα όμως παραμένει. Τα σχολεία πρέπει κάπως να προσαρμοστούν στη γενική «επανεκκίνηση» με τον δικό τους τρόπο. Και όπως σε όλα τα πεδία, το πνεύμα των κυβερνώντων είναι το «βλέποντας και κάνοντας». Από τη μία πρέπει να εμφανιστεί μια σχετική κανονικότητα και ένα μικρό success story, από την άλλη δεν πρέπει να χαθεί κι η μπάλα, καθότι κανείς δεν μπορεί να προβλέψει την εξέλιξη της πανδημίας. Σαφέστατα (αν και δε λέγεται) προχωρά ένα πείραμα ελεγχόμενης νόσησης του πληθυσμού, ξεκινώντας από τους μάλλον λιγότερο ευάλωτους. Παρά τις πρωτομαγιάτικες δηλώσεις της Υπουργού –αποκαλυπτικές μάλιστα της ασχετοσύνης και αναισθησίας της– ότι «η εκπαιδευτική διαδικασία θα είναι πιο εντατική αυτό το διάστημα» (!), οι υπεύθυνοι γνωρίζουν καλά ότι αυτή η επιστροφή θα είναι εξαιρετικά λειψή και κολοβή, πιθανά γι’ αυτό και λιγότερο επίφοβη. Γιατί ένα μεγάλο κομμάτι μαθητών δε θα πατήσει για διάφορους λόγους στο σχολείο, ενώ πάρα πολλοί καθηγητές θα εξαιρεθούν. Τα μέτρα που προβλέπονται, μάσκες, αποστάσεις κ.λπ., άλλα ρεαλιστικά και άλλα επιστημονικής φαντασίας δεν είναι καθόλου δεδομένο το πώς θα εφαρμοστούν. Κι εδώ ίσως χρειάζεται μια παρένθεση. Αν προς το παρόν «τη γλυτώσαμε» λόγω κυρίως της υπεύθυνης και ώριμης στάσης της κοινωνίας, σήμερα καλούμαστε να συνυπάρχουμε, εκτός σπιτιού πια, σε καθεστώς ανασφάλειας. Δεν είναι δεδομένο το τι θα κυριαρχήσει. Η ατομική στάση για την προστασία της κοινότητας θα πρέπει τώρα να εφεύρει νέες μορφές κοινωνικότητας, συλλογικής υπευθυνότητας, συλλογικής οργάνωσης. Πεδίο δόξης λαμπρό για όσους υπερασπίζονται τη μόρφωση.

Σίγουρα, όλο αυτό αποτελεί (αν τελικά προχωρήσει) και μια δοκιμή για την έναρξη της νέας σχολικής χρονιάς τον Σεπτέμβρη. Πράγμα καθόλου κατακριτέο, αν η βασική γραμμή δεν ήταν το «έχει ο Θεός». Η κυβέρνηση συνεχίζει να μην παίρνει καμιά σοβαρή πρωτοβουλία, πέραν του να προσαρμόζεται γενικώς στα διεθνή δεδομένα. Και συχνά βέβαια να καλύπτεται πίσω από αυτά. Μια διαφορετική κατεύθυνση θα σήμαινε να πάει κόντρα στην πεπατημένη. Αν όμως κάνει ελάχιστα για να στηρίξει το σύστημα Υγείας, αν μοιρολατρικά αποδέχεται την οικονομική καταστροφή για να μην ταράξει τις ευρωπαϊκές της δουλείες, τότε το να καλέσει τον κόσμο σε μια ενεργητική στάση, σε μια στάση προσφοράς φαντάζει εξωπραγματικό. Κι όμως κάτι τέτοιο θα χρειαζόταν.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!