της Αφροδίτης Κατσαδούρη*
Ένα φοβερό κακό μας ζάρωσε, μας σάρωσε, μας έχει γεράσει. Νομίζεις ότι έχει χαλάσει ο φωτογραφικός σου φακός, ότι το κινητό σου δε δουλεύει, πως το χέρι σου τρελάθηκε με όλα αυτά και διαγράφει τη δική του εξεργετική πορεία, μέχρι που ένας κρύος ιδρώτας μεσούντος ενός ακόμη καθηλωμένους Μάρτη, απαθανατίσει με κάθε πάταξη της λεπτομέρειας τη συντριβή της οικειότητας.
Η εγκληματικότητα της απτικής ικανότητας γκρέμισε σαν πύργο από άμμο τον εικοστό πρώτο αιώνα και σαν στάχτη σκορπίστηκε στη μέση του πελάγους. Βλέπεις, στη σύγχρονη εποχή της μετανεωτερικότητας, κάποιοι διψάνε για να είσαι εσύ το ψάρι στο ενυδρείο του κοινωνικού δαρβινισμού τους.
Η σύγχρονη και παράλογη αναπηρία κατάργησης της αγκαλιάς έναν χρόνο τώρα μας θερίζει. Ένας παράδοξος Λίβας πνέει σαν θανατικό, καίγοντας όχι μόνο τα σπαρτά αλλά και τα ζωντανά. Η πραγματικότητα δεν μπορεί να αποτυπωθεί όπως ήταν. Ούτε αρνείται, ούτε καμώνεται την απρόσιτη σταρ, ούτε πιστεύει πως δεν θα ξεπεράσει ποτέ τον χωρισμό της από το ανθρώπινο σώμα. Αδυνατεί με κάθε ευεπίφορη προσαρμοστικότητα να ξαναγίνει.
Η πραγματικότητα δεν μπορεί να αποτυπωθεί όπως ήταν. Ούτε αρνείται, ούτε καμώνεται την απρόσιτη σταρ, ούτε πιστεύει πως δεν θα ξεπεράσει ποτέ τον χωρισμό της από το ανθρώπινο σώμα
Ρυτιδιασμένη, ζαρωμένη, άχρωμη και υπαινικτική, στέκει και υπομένει, με μια στωικότητα σχεδόν καθηλωτική και καθηλωμένη, κάθε έναν από εμάς που μάταια προσπαθεί να απαθανατίσει. Ανήμπορη, ακίνητη, και ώρες-ώρες τρελαμένη από θυμό, έτοιμη να πιαστεί στα χέρια με όποιον από αυτούς εδώ και έναν χρόνο της το απαγορεύουν. Ποιος, πες μου ποιος, θα το φανταζόταν πως η πραγματικότητα θα έχανε τη σθεναρή της διάθεση για ζωή και θα υπέκυπτε στα τραύματα της. Ποιος θα περίμενε πως θα «παγώναμε» μαζί με τα απεικονιστικά μας ντοκουμέντα, δεύτερη Άνοιξη τώρα, και ότι στο φιλμ της παγκόσμιας ανθρωπότητας θα ενεγραφόταν η σύγχρονη θρηνωδία μιας μεταμοντέρνας και δακρύβρεχτης τάξης πραγμάτων.
Δεύτερη άνοιξη και εμείς, σε λούπα – εις το τετράγωνο και εις τα οικοδομικά τετράγωνα αγανακτισμένοι, πίσω από το παραθύρι, στο όνομα του Πατρός βαφτίζουμε τους ηλιακούς θερμοσίφωνες της διπλανής ταράτσας και με ένα στεντόρειο «ντέι» φανταζόμαστε ότι πετάμε.
Δεύτερη άνοιξη και οι ποσότητες του φωτός ίσα που προλαβαίνουν να διαπεράσουν τον αισθητήρα της φωτογραφικής μηχανής μου. Το διάφραγμα ελάχιστα ανοιχτό. Μέχρι τις 9:00 σου δίνουν διορία να συλλέξεις ό,τι προλαβαίνεις.
Με καρδιοχτύπι συγκεντρωνόμαστε λοιπόν, γρήγορα βάζουμε χέρι στους παλμούς μας, ξεκολλάμε με τερατώδη κτηνωδία τα ανθρώπινα, στην πανδημία μήτε χάδι –μήτε φιλί, πετάμε στο καλάθι των αχρήστων τα ευσυγκίνητα– για τ’ όνομα της ατομικής ευθύνης, σκαλίζουμε χειρουργικά το ISO και κρατάμε την αναπνοή μας για όσα δευτερόλεπτα μας πείτε.
Ανάσα.
Άνισα…
Βάθος πεδίου, ομιχλώδες.
Θόλωμα κίνησης, λαμπρό.
Όπως διατάξετε, αλλά την τρίτη Άνοιξη θα σας ξεριζώσουμε ‒ όπως τα λάχανα οι νηστικές γριές στα χωράφια.
* Η Αφροδιτη Κατσαδούρη είναι φιλόλογος και πρόσφατα εξέδωσε την πρώτη της ποιητική συλλογή με τίτλο «ΑΝΘΡΩΠίΝΑ»