Διαβάστε το Μέρος Α’
του Avi Shlaim
Μετά τη δολοφονία του πρωθυπουργού Γιτζάκ Ραμπίν το 1995, το σκληροπυρηνικό εθνικιστικό κόμμα Λικούντ επανήλθε στην εξουσία υπό την ηγεσία του Βενιαμίν Νετανιάχου. Ο Νετανιάχου πέρασε το υπόλοιπο της πολιτικής του καριέρας σε μια αδιάκοπη και μέχρι στιγμής επιτυχημένη προσπάθεια να αποτρέψει την ίδρυση παλαιστινιακού κράτους. Δεν υπήρξε ποτέ εταίρος για την ειρήνη με καμία παλαιστινιακή παράταξη. Το παιχνίδι του είναι να παίζει τη μία εναντίον της άλλης προκειμένου να ματαιώσει τον παλαιστινιακό εθνικό αγώνα. «Όποιος θέλει να ματαιώσει την ίδρυση ενός παλαιστινιακού κράτους πρέπει να υποστηρίζει την ενίσχυση της Χαμάς και τη μεταφορά χρημάτων στη Χαμάς», δήλωσε στους συναδέλφους του στο Λικούντ τον Μάρτιο του 2019. «Αυτό είναι μέρος της στρατηγικής μας – να απομονώσουμε τους Παλαιστίνιους στη Γάζα από τους Παλαιστίνιους στη Δυτική Όχθη.» Αποδυναμώνοντας και απαξιώνοντας τους μετριοπαθείς στη Δυτική Όχθη, ο Νετανιάχου βοήθησε ακούσια την άνοδο της Χαμάς.
Η Χάρτα της Χαμάς του 1988 είναι αντισημιτική, αρνείται το δικαίωμα του Ισραήλ να υπάρχει και ζητά ένα ενιαίο μουσουλμανικό κράτος σε ολόκληρη την ιστορική Παλαιστίνη, «από το ποτάμι ως τη θάλασσα», όπως είναι το σύνθημα. Αλλά όπως και η PLO πριν από αυτήν, η Χαμάς μετρίασε σταδιακά το πολιτικό της πρόγραμμα. Συνειδητοποιώντας ίσως ότι οι βομβιστικές επιθέσεις αυτοκτονίας που πραγματοποίησε κατά τη διάρκεια της Δεύτερης Ιντιφάντα ήταν τόσο ηθικά λανθασμένες όσο και πολιτικά αντιπαραγωγικές, επέλεξε τον κοινοβουλευτικό δρόμο προς την εξουσία. Τον Ιανουάριο του 2006, η Χαμάς κέρδισε την απόλυτη πλειοψηφία στις παλαιστινιακές εκλογές, τόσο στη Γάζα όσο και στη Δυτική Όχθη, και προχώρησε στο σχηματισμό κυβέρνησης. Αυτή ήταν μια πιο μετριοπαθής, ρεαλιστική κυβέρνηση και προσφέρθηκε να διαπραγματευτεί μια μακροπρόθεσμη κατάπαυση του πυρός με το Ισραήλ για 20, 30 ή 40 χρόνια. Αν και ο Χάρτης δεν αναθεωρήθηκε μέχρι το 2017, σε μια μακρά σειρά ομιλιών οι ηγέτες της Χαμάς ανέφεραν ότι θα αποδέχονταν ένα παλαιστινιακό κράτος με βάση τα σύνορα του 1967.
Το Ισραήλ αρνήθηκε να αναγνωρίσει τη δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση της Χαμάς και απέρριψε την προσφορά της για διαπραγματεύσεις. Οι ΗΠΑ και η Ε.Ε. ακολούθησαν το παράδειγμα του Ισραήλ και προσχώρησαν σε μέτρα οικονομικού πολέμου που αποσκοπούσαν στην υπονόμευσή της. Οι δυτικές δυνάμεις ισχυρίζονται ότι πιστεύουν στη δημοκρατία, αλλά προφανώς όχι όταν ο παλαιστινιακός λαός ψηφίζει το «λάθος» κόμμα. Παραφράζοντας τον Μπέρτολτ Μπρεχτ, αν οι ισραηλινές και δυτικές κυβερνήσεις είναι δυσαρεστημένες με τον παλαιστινιακό λαό, θα πρέπει να διαλύσουν τον λαό και να εκλέξουν άλλον.
Με τη βοήθεια της Σαουδικής Αραβίας, οι αντίπαλες παλαιστινιακές παρατάξεις κατάφεραν να συμφιλιώσουν τις διαφορές τους. Στις 8 Φεβρουαρίου 2007, η Φατάχ και η Χαμάς υπέγραψαν συμφωνία στη Μέκκα για να σταματήσουν τις συγκρούσεις μεταξύ των δυνάμεών τους στη Γάζα και να σχηματίσουν κυβέρνηση εθνικής ενότητας. Συμφώνησαν σε ένα σύστημα διαμοιρασμού της εξουσίας, με ανεξάρτητους να αναλαμβάνουν τις θέσεις-κλειδιά των εξωτερικών υποθέσεων, των οικονομικών και των εσωτερικών. Και δήλωσαν την ετοιμότητά τους να διαπραγματευτούν μια μακροπρόθεσμη κατάπαυση του πυρός με το Ισραήλ.
Συνωμοσία
Ούτε αυτή η κυβέρνηση άρεσε στο Ισραήλ και αρνήθηκε και πάλι να διαπραγματευτεί. Τα χειρότερα θα ακολουθούσαν. Το Ισραήλ και οι ΗΠΑ συνωμότησαν μυστικά με αξιωματούχους της Φατάχ και τις αιγυπτιακές μυστικές υπηρεσίες για να υπονομεύσουν την κυβέρνηση εθνικής ενότητας. Ήλπιζαν να ανατρέψουν τα αποτελέσματα των βουλευτικών εκλογών ενθαρρύνοντας τη Φατάχ να οργανώσει πραξικόπημα για να ανακτήσει την εξουσία.
Το 2008, μια διαρροή σημειωμάτων από τις διαπραγματεύσεις Ισραήλ-Παλαιστινιακής Αρχής έδειξε ότι το Ισραήλ και οι ΗΠΑ εξόπλισαν και εκπαίδευσαν τις δυνάμεις ασφαλείας του προέδρου Μαχμούντ Αμπάς με στόχο την ανατροπή της κυβέρνησης της Χαμάς. Αργότερα, τα «Έγγραφα της Παλαιστίνης», ένας κρυφός φάκελος 1.600 διπλωματικών εγγράφων που διέρρευσε στο Al Jazeera, θα αποκάλυπτε περισσότερα. Οι Αμερικανοί νεοσυντηρητικοί συμμετείχαν στο σκοτεινό σχέδιο για την υποκίνηση ενός παλαιστινιακού εμφυλίου πολέμου. Η Χαμάς πρόλαβε ένα πραξικόπημα της Φατάχ με τη βίαιη κατάληψη της εξουσίας στη Γάζα τον Ιούνιο του 2007. Σε αυτό το σημείο το παλαιστινιακό εθνικό κίνημα διασπάστηκε, με τη Φατάχ να κυβερνά τη Δυτική Όχθη και τη Χαμάς να κυβερνά τη Λωρίδα της Γάζας.
Το Ισραήλ απάντησε στην κίνηση της Χαμάς κηρύσσοντας τη Λωρίδα της Γάζας «εχθρικό έδαφος». Επίσης, θέσπισε μια σειρά από κοινωνικά, οικονομικά και στρατιωτικά μέτρα με σκοπό να απομονώσει και να υπονομεύσει τη Χαμάς. Μακράν το σημαντικότερο από αυτά τα μέτρα ήταν η επιβολή αποκλεισμού. Ο δηλωμένος σκοπός του αποκλεισμού ήταν να σταματήσει η μεταφορά όπλων και στρατιωτικού εξοπλισμού στη Χαμάς, αλλά περιόρισε επίσης τη ροή τροφίμων, καυσίμων και ιατρικών προμηθειών προς τον άμαχο πληθυσμό.
Ένας Αμερικανός γερουσιαστής εξοργίστηκε όταν ανακάλυψε ότι τα ζυμαρικά ήταν στον κατάλογο των απαγορευμένων ειδών. Το μποϊκοτάζ δεν ίσχυε μόνο για τις εισαγωγές, αλλά, παραδόξως, και για ορισμένες εξαγωγές από τη Γάζα. Γιατί να εμποδιστεί η εξαγωγή γεωργικών προϊόντων, ψαριών και άλλων μη θανατηφόρων αγαθών; Είναι δύσκολο να αποφύγει κανείς το συμπέρασμα ότι το κρυφό κίνητρο ήταν να σακατέψει την οικονομία της Γάζας και να προκαλέσει φτώχεια, δυστυχία και ανεργία στους κατοίκους της.
Στις μη στρατιωτικές πτυχές του, ο αποκλεισμός αποτελούσε μια μορφή συλλογικής τιμωρίας που απαγορεύεται σαφώς από το διεθνές δίκαιο. Δεδομένης της κλίμακας των δεινών που προκάλεσε ο αποκλεισμός στους κατοίκους της Λωρίδας της Γάζας, αν το Ισραήλ ήταν πρόσωπο, θα μπορούσε να θεωρηθεί ένοχο για «διεφθαρμένη αδιαφορία» (depraved indifference), μια έννοια του αμερικανικού δικαίου (η αντίστοιχη έννοια του αγγλικού δικαίου είναι «depraved heart») που αναφέρεται σε συμπεριφορά που είναι τόσο αλόγιστη, τόσο ανάλγητη, τόσο ελλιπής σε ηθικό αίσθημα ενδιαφέροντος, τόσο ελλιπής σε σεβασμό για τη ζωή των άλλων και τόσο επιλήψιμη ώστε να δικαιολογεί ποινική ευθύνη.
Ο ισραηλινός βομβαρδισμός της Γάζας από τις 7 Οκτωβρίου μπορεί αναμφίβολα να χαρακτηριστεί ως «διεφθαρμένη αδιαφορία» λόγω των απερίγραπτων δεινών που προκαλεί στους αμάχους. Ενώ ο κύριος εχθρός είναι η Χαμάς, το Ισραήλ συνεχίζει να βάζει στο στόχαστρο τις μη στρατιωτικές υποδομές, κατοικίες, σχολεία, τζαμιά, νοσοκομεία, ασθενοφόρα και αποθήκες τροφίμων της UNRWA. Μέχρι το τέλος Νοεμβρίου, ο αριθμός των νεκρών αυξήθηκε σε περισσότερους από 15.000 νεκρούς και περισσότερους από 30.000 τραυματίες – περισσότερους από το σύνολο των προηγούμενων στρατιωτικών επιθέσεων μαζί. Υπολογίζεται ότι 6.150 από τους νεκρούς είναι παιδιά και 4.000 γυναίκες*. Η σφαγή αμάχων σε τέτοια βιομηχανική κλίμακα μπορεί κάλλιστα να έχει φέρει το Ισραήλ στα πρόθυρα της διάπραξης γενοκτονίας, «του εγκλήματος όλων των εγκλημάτων».
Εθνοκάθαρση
Υπάρχει μια άλλη πτυχή αυτής της εκστρατείας που δεν υπήρχε στις προηγούμενες: ο κίνδυνος εθνοκάθαρσης. Στις προηγούμενες εκστρατείες το Ισραήλ έφερε θάνατο και καταστροφή στους κατοίκους της Γάζας, αλλά τους κράτησε εγκλωβισμένους στον θύλακα, επιτρέποντάς τους «γενναιόδωρα» να παραμείνουν στα σπίτια τους. Αυτή τη φορά το Ισραήλ διέταξε τους κατοίκους του βόρειου τμήματος της Γάζας, σχεδόν τον μισό συνολικό πληθυσμό, να μετακινηθούν στο νότιο τμήμα του θύλακα. Κάποιοι από αυτούς που υπάκουσαν στη διαταγή σκοτώθηκαν στη συνέχεια με ισραηλινά αεροπορικά πλήγματα. Τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές, περισσότεροι από 1,8 εκατομμύρια, σε σύνολο 2,3 εκατομμυρίων, έχουν εκτοπιστεί στο εσωτερικό της χώρας. Καθώς η ισραηλινή στρατιωτική επίθεση προχωρούσε στη νότια Γάζα, οι πρόσφυγες διατάχθηκαν να μετακινηθούν από την περιοχή στην οποία είχαν καταφύγει. Αυτό ισοδυναμεί με αναγκαστική μεταφορά αμάχων: ένα έγκλημα πολέμου.
Το αποτέλεσμα είναι ότι πουθενά στη Γάζα δεν υφίσταται ασφαλές μέρος. Τεντώνοντας τους νόμους του πολέμου πέρα από κάθε λογική, το Ισραήλ υποστηρίζει ότι οι άμαχοι που δεν υπακούουν στις διαταγές του και παραμένουν στα σπίτια τους στο βορρά γίνονται νόμιμοι στρατιωτικοί στόχοι. Επιπλέον, το Ισραήλ φαίνεται να επεξεργάζεται ένα σχέδιο για τη μόνιμη μεταφορά ανθρώπων από τη Γάζα στο βόρειο Σινά. Σε ένα έγγραφο που διέρρευσε με ημερομηνία 13 Οκτωβρίου, το ισραηλινό Υπουργείο Πληροφοριών συνέταξε μια πρόταση για τη μεταφορά ολόκληρου του πληθυσμού της Γάζας στη χερσόνησο του Σινά της Αιγύπτου.
Η αιγυπτιακή κυβέρνηση έχει εκφράσει έντονες αντιρρήσεις για το σχέδιο αυτό, καθώς και την αποφασιστικότητά της να κρατήσει σταθερά κλειστό το πέρασμα της Ράφα – εκτός από το να επιτρέψει την είσοδο κάποιας βοήθειας στη Γάζα κατά τη διάρκεια της κατάπαυσης του πυρός. Αλλά οι συνδυασμένες πιέσεις των μαζικών βομβαρδισμών από τις IDF και της μεσαιωνικού τύπου πολιορκίας της Γάζας μπορεί να οδηγήσουν σε μια ανθρώπινη χιονοστιβάδα πέρα από τα σύνορα. Ένα πράγμα είναι βέβαιο: όποιος άμαχος φύγει από τη Γάζα δεν θα του επιτραπεί να επιστρέψει στο σπίτι του. Περισσότερα από τα μισά σπίτια στη Γάζα έχουν ήδη καταστραφεί ή υποστεί ζημιές από τους αδιάκριτους ισραηλινούς βομβαρδισμούς*. Έτσι, σχεδόν ο μισός πληθυσμός δεν έχει σπίτια για να επιστρέψει. Δεν είναι περίεργο που η ζοφερή κληρονομιά του 1948 στοιχειώνει την παλαιστινιακή κοινότητα.

Ενώ ο μαρτυρικός θάνατος πάνω από δύο εκατομμυρίων αθώων Παλαιστινίων πολιτών συνεχίζεται, παρά την προσωρινή κατάπαυση του πυρός και την ανταλλαγή ομήρων με Παλαιστίνιους αιχμαλώτους, ένα μεγαλύτερο ερώτημα πλανάται: ποιος θα διοικήσει ό,τι έχει απομείνει από τη Λωρίδα της Γάζας αφού σιωπήσουν τα όπλα; Ο Νετανιάχου έχει δηλώσει ότι θέλει οι IDF να διατηρήσουν επ’ αόριστον τον έλεγχο ασφαλείας της Λωρίδας, αλλά κανείς στο Ισραήλ δεν θέλει να αναλάβει ξανά όλες τις ευθύνες μιας κατοχικής δύναμης. Εν τω μεταξύ, η δική του λαβή της εξουσίας στο εσωτερικό αποδυναμώνεται. Αντιμετωπίζει ισχυρή λαϊκή αντιπολίτευση για την αποτυχία του να αποτρέψει τη φρικτή επίθεση της Χαμάς και, γενικότερα, για το γεγονός ότι έχει καταστήσει το Ισραήλ το πιο επικίνδυνο μέρος στον κόσμο για να ζουν οι Εβραίοι. Είναι επίσης μπλεγμένος σε δίκη για διαφθορά με κατηγορίες –τις οποίες αρνείται– μεταξύ των οποίων απάτη, παραβίαση της δημόσιας εμπιστοσύνης και αποδοχή δωροδοκιών. Από πολιτική άποψη, είναι ένας νεκρός που περπατάει. Οι μέρες του στην εξουσία είναι μετρημένες και υπάρχει πιθανότητα να καταλήξει στη φυλακή. Αλλά εξακολουθεί να είναι πρωθυπουργός και ο σαφώς διακηρυγμένος στόχος του είναι να εξαλείψει τη Χαμάς και να την εμποδίσει να επιστρέψει ποτέ ξανά στην εξουσία. Ποιος λοιπόν θα κυβερνήσει τη Λωρίδα της Γάζας μετά την αποχώρηση του ισραηλινού στρατού;
Το καπέλο
Οι πρώτες ενδείξεις δείχνουν ότι οι Αμερικανοί και ο επικεφαλής των εξωτερικών υποθέσεων της Ε.Ε., Josep Borrell, ευνοούν την επιστροφή της Παλαιστινιακής Αρχής στη Γάζα. Πρόκειται για μια εντελώς παράλογη πρόταση. Το πρόβλημα δεν είναι η Χαμάς –η οποία δεν υπήρχε μέχρι το 1987– αλλά η ισραηλινή κατοχή των παλαιστινιακών εδαφών. Επιπλέον, η Χαμάς που διέπραξε τη σφαγή της 7ης Οκτωβρίου είναι πολύ πιο ακραία από τη Χαμάς που κέρδισε τις εκλογές του 2006 και σχημάτισε κυβέρνηση εθνικής ενότητας. Μπλοκάροντας το δρόμο για ειρηνική πολιτική αλλαγή, το Ισραήλ και οι δυτικοί υποστηρικτές του ευθύνονται σε μεγάλο βαθμό για αυτή την οπισθοδρόμηση σε φονταμενταλιστικές θέσεις. Η Χαμάς μπορεί να μην είναι της αρεσκείας τους, αλλά εξακολουθεί να διαθέτει ευρεία λαϊκή υποστήριξη. Αν διεξάγονταν σήμερα εκλογές, η Χαμάς θα κέρδιζε σχεδόν σίγουρα και πάλι την αντίπαλό της Φατάχ.
Και τι γίνεται με τη σκληρή Παλαιστινιακή Αρχή υπό την ηγεσία της Φατάχ; Είναι πειθήνια, αδύναμη, διεφθαρμένη και ανίκανη και μετά βίας μπορεί να κυβερνήσει τη Δυτική Όχθη. Λαμβάνει χρηματοδότηση από την Ε.Ε. και σε μικρότερο βαθμό από τις ΗΠΑ, ουσιαστικά για να λειτουργεί ως υπεργολάβος της ισραηλινής ασφάλειας στην περιοχή. Έχει αποδειχθεί εντελώς ανίκανη να αντισταθεί στην επέκταση των ισραηλινών εποικισμών, στην κλιμάκωση της βίας των εποίκων, στην αργή αλλά σταθερή κατάληψη της Δυτικής Όχθης και της Ανατολικής Ιερουσαλήμ και στην κατάφωρη καταπάτηση από φανατικούς θρησκευτικούς σιωνιστές των μουσουλμανικών ιερών τόπων στην Ιερουσαλήμ. Η Φατάχ στερείται επίσης νομιμοποίησης επειδή δεν έχουν διεξαχθεί βουλευτικές εκλογές από τον Ιανουάριο του 2006. Έχει καθυστερήσει τη διεξαγωγή νέων βουλευτικών εκλογών ακριβώς επειδή συνειδητοποιεί ότι η Χαμάς θα κέρδιζε.
Η ιδέα ότι αυτή η απαξιωμένη Παλαιστινιακή Αρχή μπορεί να επιβληθεί στον περήφανο και πολύπαθο λαό της Γάζας με τις πλάτες των ισραηλινών τανκς είναι εντελώς αποκομμένη από την πραγματικότητα. Είναι όμως κάπως ενδιαφέρουσα, στο βαθμό που εκθέτει την ηθική και πολιτική χρεοκοπία των ανθρώπων που την υποστηρίζουν. Δεν είναι αρμοδιότητα του Ισραήλ ή των ιμπεριαλιστών υποστηρικτών του να πουν στο λαό της Γάζας ποιος πρέπει να τον κυβερνά. Αν τα γεγονότα των τελευταίων βδομάδων έχουν δείξει κάτι, είναι ότι η παλιά αφήγηση ότι το Ισραήλ έχει το δικαίωμα και το καθήκον να αμυνθεί εναντίον μιας τρομοκρατικής οργάνωσης, ανεξάρτητα από το ανθρώπινο, το πολιτικό κόστος, δεν μπορεί πλέον να υποστηριχθεί. Αυτό που συμβαίνει σήμερα στη Γάζα είναι η σκληρή εκδήλωση της ισραηλινής κρατικής τρομοκρατίας. Τρομοκρατία είναι η χρήση βίας κατά αμάχων για πολιτικούς σκοπούς. Το καπέλο ταιριάζει και το Ισραήλ πρέπει να το φορέσει. Οι Ισραηλινοί πολιτικοί και στρατηγοί που ενορχηστρώνουν τις εγκληματικές επιθέσεις εναντίον του λαού της Γάζας δεν είναι καλύτεροι από τον χυδαίο όχλο.
Άνισοι
Αυτός ο φρικτός πόλεμος αποκάλυψε επίσης την αδίστακτη υποκρισία των δυτικών ηγετών, τα κατάφωρα διπλά τους πρότυπα, την αδιαφορία τους για τα δικαιώματα των Παλαιστινίων και τη συνενοχή τους στα εγκλήματα πολέμου του Ισραήλ. Το Ισραήλ είναι ένα επιθετικό κράτος εποίκων-αποικιοκρατών και όλο και περισσότερο ένα εβραϊκό-υπερεθνικό κράτος που σκοπεύει να κρατήσει τους Παλαιστίνιους σε μια μόνιμη κατάσταση υποταγής. Όσο το Ισραήλ έχει τη δυτική υποστήριξη, θα συνεχίσει να ενεργεί μονομερώς, παραβιάζοντας το διεθνές δίκαιο, παραβιάζοντας μια σειρά από ψηφίσματα του ΟΗΕ και κατά παράβαση των πιο βασικών κανόνων πολιτισμένης διεθνούς συμπεριφοράς.
Δεν πρόκειται για σύγκρουση μεταξύ δύο ίσων πλευρών, αλλά μεταξύ μιας κατοχικής δύναμης και ενός υποταγμένου πληθυσμού. Και δεν υπάρχει απολύτως καμία στρατιωτική λύση σε αυτή τη σύγκρουση. Το Ισραήλ δεν μπορεί να έχει ασφάλεια χωρίς ειρήνη με τους γείτονές του. Ένας πολιτικός συμβιβασμός με διαπραγμάτευση, όπως στη Βόρεια Ιρλανδία, είναι ο μόνος δρόμος προς τα εμπρός. Εκείνος ο διακανονισμός απαιτούσε εξωτερική παρέμβαση, όπως και αυτός. Εδώ, ωστόσο, οι ΗΠΑ δεν μπορούν να λειτουργήσουν ως μοναδικός διαμεσολαβητής, διότι η έντονη προκατάληψή τους υπέρ του Ισραήλ θα την καθιστούσε ανέντιμη. Από το 1967 και μετά, υπεραμύνθηκαν του μονοπωλίου της ισραηλινοπαλαιστινιακής ειρηνευτικής διαδικασίας, αλλά απέτυχαν να πιέσουν το Ισραήλ να συμβιβαστεί. Αυτό που χρειάζεται τώρα είναι ένας νέος διεθνής συνασπισμός με επικεφαλής τον ΟΗΕ, ο οποίος θα περιλαμβάνει τις ΗΠΑ και την Ε.Ε., αλλά και τα αραβικά κράτη και τα μέλη του Παγκόσμιου Νότου. Οι προτεραιότητες ενός τέτοιου συνασπισμού θα είναι η ανθρωπιστική βοήθεια, η ανοικοδόμηση και ένα μακροπρόθεσμο πολιτικό σχέδιο που θα περιλαμβάνει ένα ανεξάρτητο παλαιστινιακό κράτος στη Λωρίδα της Γάζας και τη Δυτική Όχθη με πρωτεύουσα την Ανατολική Ιερουσαλήμ.
Ένα τέτοιο σχέδιο είναι εξαιρετικά πρακτικό. Το μόνο που θα χρειαζόταν για την υλοποίησή του είναι το Ισραήλ να αποβάλει τις εποικιστικές-αποικιοκρατικές και εβραϊκές-ανωτεροφυλετικές φιλοδοξίες του, η Αμερική να τερματίσει την άνευ όρων υποστήριξή της προς το Ισραήλ, η Ε.Ε. να μετατραπεί από πληρωτή σε ενεργό παίκτη, τα Ηνωμένα Έθνη να ξεπεράσουν την αυτοεπιβεβλημένη ανικανότητά τους και μερικές παρόμοιες μηδαμινότητες.
* Οι αριθμοί των θυμάτων και καταστροφών που αναφέρονται αφορούν την περίοδο μέχρι το τέλος Νοεμβρίου 2023.
……………………………
Ο Avi Shlaim είναι Εβραίος, καθηγητής διεθνών σχέσεων στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Τα βιβλία του είναι: «The Iron Wall: Israel and the Arab world», «Three Worlds: Memoirs of an Arab-Jew», «War and Peace in the Middle East», «Lion of Jordan: The Life Of King Hussein In War And Peace» κ.ά. Το κείμενο με τίτλο «Το μόνο που απομένει» δημοσιεύτηκε στο Prospect (τ. Ιαν.-Φεβ. 2024)