Γράφει η Τερψιχόρη Δέλτα

 

Σε μια κοινωνία της οποίας η βάση είναι η βία, η μόνη διαφορά ανάμεσα στους υπηκόους της είναι ότι κάποιοι έχουν το μονοπώλιο της βίας στα χέρια τους σε αντίθεση με κάποιους άλλους, οι οποίοι είναι παθητικοί της αποδέκτες. Μέσα Μαζικής «Ενημέρωσης», αστυνομία, φυλακές υψίστης ασφαλείας, στρατόπεδα συγκέντρωσης ή και αλλιώς «κέντρα φιλοξενίας» όπως εξευγενισμένα τα αποκαλούν οι γραβατωμένοι δήμιοι στα δελτία των 8, ψυχιατρεία, άστεγοι σε ουρές συσσιτίων, μεγαλόπρεποι ναοί με φανατισμένους πιστούς που εναποθέτουν τις ελπίδες τους σε σύμβολα βαμμένα από αιματοκυλισμένες σταυροφορίες του μεσαίωνα, ώστε να κερδίσουν την «αιώνια ζωή» συνθέτουν το καθημερινό σκηνικό της παραφροσύνης στην αρένα της επιβίωσης της ανθρώπινης ζούγκλας ή αλλιώς του εξευγενισμένου δυτικού πολιτισμού, ο οποίος στηρίζει την ευημερία του πάνω στα άψυχα από βομβαρδισμούς (για να μπορέσει να δουλέψει η οπλοβιομηχανία ) πτώματα μωρών και αμάχων κάπου στη μέση ανατολή ή σε κάποιο σαπιοκάραβο το οποίο σε διεθνή ύδατα κουβαλά ανήλικα, που εργάζονται όλη μέρα σα δούλοι, για να μπορεί ο καταναλωτής να χτυπήσει την προσφορά στη βιτρίνα βγάζοντας και η εκάστοτε ανώνυμη εταιρία την αντίστοιχη υπεραξία που επιθυμεί.

Όλα δουλεύουν τόσο όμορφα και τόσο αρμονικά, το «γιν» και το «γιανκ», το καλό και το κακό, η δύναμη και η αδυναμία, η φύση δείχνει το δρόμο προς την επιβίωση, την επιβίωση του ισχυρού, του τόσο όμορφα και αγγελικά πλασμένου κόσμου, που με υπεροψία ένα πρωί σου όρισαν πώς θα ζήσεις, πώς θα μάθεις ότι η αμφισβήτηση είναι η πηγή όλων των δεινών και ότι πρέπει να συνταχθείς στη γραμμή. «Ορμητικό αποκαλούν τον ποταμό, μα δεν βλέπουν ότι δεν είναι ο ποταμός ορμητικός αλλά οι άκρες του τον περιορίζουν;» αναρωτήθηκε κάποιος κάποτε. «Άραγε, είναι η αμφισβήτηση η αρχή των δεινών ή το φάρμακο για τα δεινά αυτού του κόσμου, ως μια πρώτη προσπάθεια κατανόησής του;».

Αυτή η άβουλη μάζα που με τόση μανία κινείται και αφομοιώνει τα πάντα στο πέρασμά της νιώθω ότι ένα πρωί θα κατασπαράξει και θα αφομοιώσει και εμένα καθώς βλέπω τα κουρδισμένα ρομπότ τα συννεφιασμένα πρωινά με μανία να κινούνται σε συστάδες μέσα σε συρμούς τρένων, για να προλάβουν να στελεχώσουν τις θέσεις των μεγαλόπρεπων εταιριών, ή των βρόμικων εργοστασίων. Άλλη μια ανατολή δίχως ζωή, μια μηχανοποιημένη κίνηση που μοιάζει με χτύπους ρολογιού που μου θυμίζουν ότι όπως οι δείκτες του έτσι και εγώ μπορώ να κινηθώ μόνο προς μια κατεύθυνση και πως έτσι αμείλικτα ο κόσμος μας προσπερνάει, μας λιώνει, μας πατάει, σε ιδρύματα μας πετάει.

Περνάει ο χειμώνας μα νιώθω μέσα μου το κρύο. Το σύγχρονο «Μάτριξ» που μας εξόρισαν, δεν μπορεί παρ’ όλα αυτά να με κάνει να ξεχάσω τη φωτιά που έκαιγε στην καρδιά του χειμώνα.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!