Ενενήντα χρόνια από τη γέννηση και είκοσι από το θάνατό του, ακούω για πολλοστή φορά τον Καζαντζίδη στα τραγούδια που περιλαμβάνονται στο μεγάλο δίσκο «Ελεύθερος» που κυκλοφόρησε το 1988. Γιατί είναι ο δίσκος με τον οποίο αρχίζει να αναπνέει αδέσμευτος ο Καζαντζίδης μετά από μια μακριά περίοδο αποκλεισμού και αποχής. Γιατί ακούω έναν Καζαντζίδη που τραγουδάει ανοιχτόκαρδα. Δεν ήταν ο πρώτος μετά τη σιωπή. Είχε προηγηθεί «Ο δρόμος της επιστροφής» (1987)∙ ένας πολυαναμενόμενος δίσκος με καλά τραγούδια, ο οποίος προέκυψε συμβιβαστικά μεταξύ του καλλιτέχνη και του Μάκη Μάτσα μετά τη φωτογραφική νομοθετική ρύθμιση βάσει της οποίας το συμβόλαιο του με την εταιρία Μίνως θεωρείτο λήξαν λόγω παρόδου της τριετίας που εκ του νόμου οριζόταν πλέον ως ο ανώτατος χρόνος συμβατικής δέσμευσης κάθε καλλιτέχνη. Έτσι «λύθηκαν τα μάγια» και μπορούσε ο Καζαντζίδης να ηχογραφεί με όποια εταιρία ήθελε με όποιους όρους συμφωνούσε. Το γιατί αυτή η διένεξη κράτησε τόσο πολύ είναι ένα σύνθετο θέμα, που το είχα συζητήσει εκτενώς με τον Καζαντζίδη, τέλη 1979-αρχές 1980 (δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Μουσική» με Καζαντζίδη στο εξώφυλλο, τ. 29/1980). Μαζεύαμε υπογραφές με αίτημα την αποδέσμευσή του και το 1983 του αφιερώσαμε το «ντέφι» τ. 5, με κείμενα των Μανώλη Ρασούλη, Γιώργου Κοντογιάννη, Πάνου Γεραμάνη, Τάσου Φαληρέα, Θοδωρή Μανίκα, Στέλιου Ελληνιάδη κι ένα δισέλιδο κόμικ του Γιάννη Καλαϊτζή. Έπαιξαν κι αυτά το ρόλο τους για τις μετέπειτα εξελίξεις.
Για τη συλλογή «Ελεύθερος», που εκδόθηκε από την εταιρία Polydor με αυτόν τον σημαδιακό τίτλο σε ένα λιτό ολόλευκο εξώφυλλο, χωρίς φωτογραφία, δεν είναι εύκολο να πει κανείς πόσοι παράγοντες, πέρα από τα καλά τραγούδια, και σε ποιο βαθμό ο καθένας, επενέργησαν στο διάστημα που προηγήθηκε για να βγει το συγκεκριμένο αποτέλεσμα. Κι αυτό επειδή σ’ αυτό το δίσκο βρίσκει κανείς έναν πολύ ολοκληρωμένο, ίσως τον πιο πλήρη εκφραστικά Καζαντζίδη όλων των εποχών. Είναι σαφές ότι δεν χρειαζόταν ο Καζαντζίδης καινούργια τραγούδια για να αποδείξει κάτι. Κι όμως, κατά τη γνώμη μου, μ’ αυτό το δίσκο έδειξε ότι όσα και να είχε πει, μπορούσε ακόμα να μας εκπλήσσει με την ανανεωμένη αρτιότητά του. Είχε προ πολλού αναδείξει -και με το παραπάνω- τα μοναδικά φωνητικά του χαρίσματα. Αλλά δεν τον βοηθούσαν πάντοτε όλα τα τραγούδια. Πολλά απ’ αυτά διασώθηκαν από την ερμηνεία του χωρίς να του προσθέσουν πόντους. Είπε, βέβαια, και πολλά τραγούδια που καθιερώθηκαν και έγιναν κλασικά. Αυτά σίγουρα θα επιβιώσουν σε όλες τις συνθήκες, εσαεί. Τραγούδια που ήταν καλά από τη γέννα τους, από το δημιουργό τους, σε στίχο και μουσική, δίνοντας την ευκαιρία και το κίνητρο στον Καζαντζίδη να τα ενσαρκώσει και να τα εμψυχώσει με ερμηνείες που ήταν, είναι και θα παραμείνουν αξεπέραστες.
Σάουντρακ
Επίσης, δεν πρέπει να παραβλεφτεί ότι ακόμα και τα μέτρια τραγούδια που έχει πει σε δίσκους ο Καζαντζίδης τον ωφέλησαν σαν άσκηση, γιατί ενώ το καλό τραγούδι έχει τις δυσκολίες του προκειμένου να παραχθούν και να εξαχθούν όλοι οι χυμοί του από τον ερμηνευτή, το κακό ή μέτριο τραγούδι θέλει ξεχωριστή επιπρόσθετη προσπάθεια προκειμένου η καλή ερμηνεία να αντισταθμίσει σε κάποιο ικανοποιητικό βαθμό τις αδυναμίες του και να το κάνει εύηχο. Κατά κανόνα μια καλή ερμηνεία δεν μπορεί να μετατρέψει ένα κακό τραγούδι σε καλό∙ μπορεί, όμως, με κάποιες προϋποθέσεις, να το εξωραΐσει. Πάντως, και στη μια και στην άλλη περίπτωση, ένα μέτριο τραγούδι που έγινε ανεκτό με μια καλή ερμηνεία, δύσκολα μπορεί να διαδοθεί στόμα με στόμα γιατί με οποιαδήποτε μέτρια απόδοση θα ξεσκεπάζεται η μειονεξία του. Αντιθέτως, ένα καλό από τη μάνα του τραγούδι ποτέ δεν πάει χαμένο, ακόμα κι αν κακοτραγουδηθεί από έναν επαγγελματία ή ερασιτέχνη τραγουδιστή.
Επίσης, ειδικά για τον Καζαντζίδη, πρέπει να λάβουμε υπόψη ότι και τα τραγούδια που δεν έχουν το βάρος και την εμβέλεια των καλύτερων που έχει ερμηνεύσει, έχουν μια αξία σαν ψηφία ενός μεγάλου μωσαϊκού που απεικονίζει την εποχή που έζησε ο καλλιτέχνης. Γιατί, άλφα και βήτα κατηγορίας τραγούδια, έχουν μια συνάφεια και μια «ομοδοξία»∙ με μικρή ή μεγάλη διαφορά στην καλλιτεχνική ποιότητα, κινούνται θεματικά στην ίδια στρατόσφαιρα. Αυτονόητο είναι ότι οι ακροατές του δεν αγάπησαν το ίδιο όλα τα τραγούδια που ερμήνευσε, αλλά πολύ σπάνια απέρριψαν κάποια απ’ αυτά, επειδή όλα βρίσκονταν στο ίδιο μήκος κύματος, γειωμένα λαϊκά. Όσες φορές κάποιος «καζαντζιδικός» μου χάρισε μια κασέτα με τραγούδια δικής του επιλογής, κάτι που συνέβη αρκετές φορές, τα πιο «σπέσιαλ» ήταν ανακατωμένα με τα πιο «κοινά». Διαχρονικά, το ρεπερτόριο του Καζαντζίδη στο σύνολό του είναι ένα σάουντρακ της λαϊκής ζωής, με τα πάνω της και τα κάτω της, με τα καλά της και τα κακά της.
Ωριμότητα
Στον «Ελεύθερο» δεν έχουμε «πρώτα» και «δεύτερα» κομμάτια. Δεν έχουμε αυτό που συχνά συμβαίνει στη δισκογραφία. Δηλαδή, μέσα στο σύνολο των τραγουδιών που περιλαμβάνει ένας δίσκος μακράς διαρκείας, να ξεχωρίζουν μόνο ένα, δύο ή το πολύ τρία καλά τραγούδια πλαισιωμένα από τα υπόλοιπα, συνήθως μέτρια ή αδιάφορα. Κι όποτε συνέβαινε να πλειοψηφούν τα καλά τραγούδια σε ένα δίσκο, η συγκυρία θεωρείτο πολύ ευτυχής. Στη συγκεκριμένη συλλογή, έχουμε ένα σύνολο τραγουδιών υψηλής ποιότητας, με μεγάλη ποικιλία στις μελωδίες, το ύφος και τις ενορχηστρώσεις, αλλά και θαυμάσιους στίχους, οι οποίοι έχουν γραφτεί, τουλάχιστον οι περισσότεροι, με τον Καζαντζίδη κατά νου. Κι αυτό έχει ξεχωριστό ενδιαφέρον, γιατί μας προσφέρει εμμέσως πλην σαφώς τη γωνία μέσα από την οποία οι προικισμένοι στιχουργοί που συμμετέχουν στο εγχείρημα (Μάνος Ελευθερίου, Βασίλης Παπαδόπουλος, Νίκος Λουκάς, Σμαρούλα Μαραγκουδάκη, Γιώργος Γιαννόπουλος και Άγγελος Αξιώτης) προσεγγίζουν με ευαισθησία και επινοητικότητα το συναισθηματικό και κοινωνικό σύμπαν του Καζαντζίδη. Ανεξάρτητα από το βαθμό ευστοχίας του καθενός, απ’ αυτή τη διεργασία γεννιούνται εξαιρετικά τραγούδια, γιατί οι ευφάνταστοι στίχοι εμπνέουν και τους έμπειρους συνθέτες, τον Τάκη Σούκα και τον Θανάση Πολυκανδριώτη. Μαζί με τα συγκλονιστικά «Πέτρινα χρόνια» του Σταμάτη Σπανουδάκη, δίνουν τη δυνατότητα στον Καζαντζίδη να εκμαιεύσει όλα τους τα μηνύματα και να απελευθερώσει όλα τα αρώματα που εμπερικλείονται στους στίχους και τις μουσικές. Για το πετύχει αυτό, μπορούμε βάσιμα να υποθέσουμε ότι αφενός διεγείρονται όλες οι μνήμες και οι αισθήσεις του από τα συγκεκριμένα τραγούδια, αφετέρου έχει φτάσει σε ένα επίπεδο ωριμότητας και δεξιότητας πολύ ανώτερο, καταστάλαγμα τόσο του εξελισσόμενου ταλέντου του, όσο και των συνεπειών της ξεχωριστής πορείας του μέσα από τις συμπληγάδες της δισκογραφίας, των προσωπικών του βιωμάτων, συγκρούσεων, αντιθέσεων, λαθών, επιθυμιών, φόβων, απωθημένων και καταπιεσμένων συναισθημάτων, αλλά και ενός ισχυρού πυρήνα αξιών και προσανατολισμών.
Με το λαό
Όταν ο Γιώργος Πετρόπουλος, ο Νίκος Χατζηδημητράκος και ο Νίκος Ζυργάνος δημοσιοποίησαν μέσω της Εφημερίδας των Συντακτών το περιεχόμενο του φακέλου που είχε η Ασφάλεια για τον Καζαντζίδη, έγινε γνωστό κάτι που είναι πολύ αποκαλυπτικό για τη σχέση του με την εξουσία στην κρίσιμη για την πορεία του δεκαετία του 1950. Το γεγονός ότι όχι μόνο τον παρακολουθούσαν και τον κατέγραφαν οι αρχές Ασφαλείας από το 1952, αλλά αρνούνταν και να του δώσουν άδεια οδήγησης αυτοκινήτου εκδίδοντας αρνητικό πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων! Αφού από νωρίς τον χαρακτήρισαν κομμουνιστή, του κόλλησαν και τη ρετσινιά του χρήστη «ινδικής καννάβεως»! Αποκαλυπτικό και σημαντικό, γιατί αυτή η άρνηση θύμιζε συνεχώς στον Καζαντζίδη ότι ήταν στοχοποιημένος. Ότι ακόμα και οι μετακινήσεις του τελούσαν υπό έναν αδιόρατο περιορισμό. Ο Καζαντζίδης δεν μιλούσε γι’ αυτό, όπως δεν μιλούσαν πολλοί για τα πολύ σοβαρότερα παθήματά τους, αλλά αμφιβάλω αν μπορούσε να το διαγράψει από τη μνήμη του με δεδομένο ότι η απαγόρευση αναιρέθηκε αφού είχε πλέον κατακτήσει πανηγυρικά τον τίτλο του δημοφιλέστερου τραγουδιστή. Μπορεί οι απανταχού Έλληνες να δάκρυζαν ακούγοντας τη φωνή του, από την Κοκκινιά και την Τούμπα ως το Μόναχο, τη Μελβούρνη και τη Νέα Υόρκη, αλλά το ελληνικό αστυνομικό κράτος του Νικόλαου Πλαστήρα, του Αλέξανδρου Παπάγου και του Κωνσταντίνου Καραμανλή δεν έκανε καμία οικονομία στην αυταρχική πολιτική του πρακτική. Όταν, τελικά, του επιτρέψανε να οδηγήσει αυτοκίνητο και να αποκτήσει διαβατήριο, ήταν κιόλας τριανταενός ετών.
Ο Καζαντζίδης δεν διεκδίκησε τον τίτλο του αντιστασιακού, αλλά πάντοτε αισθανόταν άβολα μέσα σε ένα περιβάλλον που του θύμιζε ότι ήταν υπό επιτήρηση. Ίσως να επέδρασε κι αυτό στην απόφασή του να διακόψει στα μέσα της δεκαετίας του 1960 τις εμφανίσεις του στα κέντρα διασκέδασης τα οποία, όλα σχεδόν ανεξαιρέτως, βρίσκονταν υπό τη στενή εποπτεία της Ασφάλειας. Μπορεί να μην έφταιγαν μόνο τα… πιάτα, που έσπαγαν οι θαμώνες. Ο Καζαντζίδης δεν τα έβαζε με τα εκτελεστικά όργανα που ανήκαν στα λαϊκά στρώματα και συγκινούνταν με τη φωνή του. Είχε, όμως, και μου το τόνιζε εμπιστευτικά, χωρίς να θέλει να το αξιοποιήσει επικοινωνιακά, σοβαρό πρόβλημα με την κεντρική εξουσία για την οποία κάθε αριστερός, ακόμα και «συμπαθών», ήταν κόκκινο πανί.
Οι πολιτικές και αστυνομικές αρχές εκείνης της εποχής, στην περίπτωση του Στέλιου, είχαν επιδείξει μια ιδιαίτερη αυστηρότητα και αδιαλλαξία για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα. Μάλλον ανησυχούσαν για την πελώρια απήχησή του στον κόσμο. Με τον αντικομμουνισμό στο ζενίθ και με πολλούς καλλιτέχνες «χαρακτηρισμένους», δεν θα απέκλειαν μια ξαφνική κάθοδο του Καζαντζίδη στον πολιτικό στίβο. Κανείς δεν φανταζόταν ότι αυτός ο λαϊκός τύπος θα αρνιόταν σθεναρά εφ’ όρου ζωής να εξαργυρώσει τη φήμη του με κάποιο αξίωμα.
Είναι σχετικό και αποδεικτικό της άφθαρτης δημοτικότητάς του ότι, στις μέρες μας, όταν με μια μικρή ομάδα συνυποψήφιων βουλευτών επισκεφθήκαμε προεκλογικά τους εργαζόμενους σε όλους τους ορόφους του κτηρίου της λεωφόρου Αλεξάνδρας, οι αστυνομικοί που με αναγνώριζαν ή διάβαζαν για τη σχέση μου με τη λαϊκή μουσική στο βιογραφικό μου φυλλάδιο, ήθελαν να μιλήσουμε για τον Καζαντζίδη και όχι για πολιτική!
Ποτέ
Χωρίς να υποτιμώ άλλους παράγοντες, πολιτισμικούς, κοινωνικούς, ψυχολογικούς ή επαγγελματικούς, που αναμφίβολα συνδιαμόρφωναν αλληλεπιδρώντας τις επιλογές του Καζαντζίδη, έχω την αίσθηση ότι ο Στέλιος προσπαθούσε συνεχώς, με ορθόδοξους και ανορθόδοξους τρόπους, συνειδητά και ασυνείδητα, να διευρύνει το πεδίο ελευθερίας που είχε ανάγκη για να ζεί και να τραγουδάει. Η μεγάλη αποδοχή, μέχρι λατρείας, που εισέπραξε με την αξία του, έκανε αυτή την ανάγκη ακόμα πιο πιεστική αντί να την εξομαλύνει με τα αγαθά της επιτυχίας. Παιδί από ταλαιπωρημένη προοδευτική προσφυγική οικογένεια που μεγάλωσε μέσα στη δικτατορία της 4ης Αυγούστου του Μεταξά και του βασιλιά Γεωργίου Β΄, στη γερμανο-ιταλική κατοχή, την ηρωική εθνική αντίσταση και την στυγνή εξολόθρευση των αντιφασιστών αγωνιστών από τους συνεργάτες των ναζί, των Άγγλων και των Αμερικάνων, δεν είχε ανοχές στην καταπίεση απ’ όπου κι αν προερχόταν. Είχε βγει στη δουλειά κατά την περίοδο που οδηγούσαν τον Μπελογιάννη στο απόσπασμα, που δεκάδες χιλιάδες αριστεροί ήταν στις φυλακές και τις εξορίες και ο λαός στις γειτονιές ήταν φτωχός και περιφρονημένος. Σφυρηλατημένος με τους απλούς ανθρώπους που τον αγάπησαν και τον εμπιστεύτηκαν, με το τραγούδι και με τη σιωπή, δεν θα τους πρόδιδε ποτέ.
Το φορτίο
Με το θάνατο του Μίκη Θεοδωράκη, μέσα από τα δεκάδες δημοσιεύματα και κυρίως τις τηλεοπτικές και ραδιοφωνικές μεταδόσεις των πιο εμβληματικών του τραγουδιών, αναπόφευκτα σχολιάστηκε και επισημάνθηκε ξανά ο σημαντικός ρόλος του Γρηγόρη Μπιθικώτση στη διαμόρφωση και ανάδειξη του αποκαλούμενου έντεχνου λαϊκού τραγουδιού με αφετηρία τις θαυμάσιες ερμηνείες του στον μελοποιημένο «Επιτάφιο» του Γιάννη Ρίτσου. Αλλά και με την ταυτόχρονη συμπλήρωση είκοσι χρόνων από το θάνατο του Στέλιου Καζαντζίδη, κάποιοι ξανάβαλαν αυθόρμητα ή σκόπιμα το ερώτημα ποιος από τους δύο είναι ο «αρχηγός της αστυνομίας πόλεων» και ποιος της «χωροφυλακής».
Όταν το είπε με τον δικό του χιουμοριστικό τρόπο ο Μπιθικώτσης, προφανώς το έκανε με συμφιλιωτικό πνεύμα, αλλά είναι προφανές ότι έκανε και μια «εξίσωση». Μια «εξίσωση» που τη σεβάστηκα όταν το 1987, με τη συνδρομή του Λευτέρη Χαψιάδη σε υλικό και της Ιωάννας Κλειάσιου στα κείμενα, συναρμολόγησα ένα άλμπουμ δύο δίσκων υπό τον τίτλο «Μαζί» (Regal ΕΜΙΑΛ) με 14 τραγούδια με τη φωνή του Στέλιου και 14 με τη φωνή του Γρηγόρη. Ο βασικός λόγος γι’ αυτή τη συλλογή ήταν ότι ενώ το ενδιαφέρον για το λαϊκό τραγούδι ήταν στα φόρτε του στη δεκαετία του 1980, πολλά καταπληκτικά τραγούδια που είχαν εκδοθεί στο παρελθόν δεν υπήρχαν πλέον σε δίσκους, γιατί οι εταιρίες, έχοντας καταργήσει τους 78άρηδες και τους 45άρηδες, δεν είχαν φροντίσει να τα επανεκδώσουν σε δίσκους 33 στροφών. Κι έτσι ήταν στην κυριολεξία απρόσιτα. Επειδή, όμως, αυτού του είδους τα τραγούδια ήταν πολλά και μεταξύ τους διαφορετικά, επιλέγοντας κομμάτια των οποίων στιχουργός ήταν ο Κώστας Βίρβος, αποκτούσε η συλλογή ένα κοινό παρονομαστή. Σ’ αυτό βοήθησε η πολύ στενή μου συνεργασία με τον Βίρβο για ένα δίσκο της Πόλυς Πάνου, στη CBS, και για την έκδοση σε βιβλίο της βιογραφίας του με τίτλο «Μια ζωή τραγούδια» από το «ντέφι». Ο Βίρβος έκανε περισσότερη παρέα με τον Μπιθικώτση, αλλά εκτιμούσε το ίδιο τους δύο σπουδαίους ερμηνευτές. Έτσι, τα τραγούδια μπήκαν στις τέσσερις όψεις εναλλάξ: Καζαντζίδης-Μπιθικώτσης-Καζαντζίδης κ.ο.κ. Και στο εμπροσθόφυλλο για να τηρηθούν οι ισορροπίες μπήκε μεν αριστερά το όνομα του Μπιθικώτση και δεξιά του Καζαντζίδη, αλλά στις φωτογραφίες των καλλιτεχνών που φιλοτέχνησε ο Ηλίας Ταμπακέας, ο Στέλιος μπήκε αριστερά και ο Γρηγόρης δεξιά, οπότε η «εξίσωση» απεικονιζόταν σωστά!
Ποιος είναι ποιος
Το ερώτημα, όμως, ποιος είναι ποιος, κατά την κρίση μου, είχε απαντηθεί πιο σωστά από την ίδια την κοινωνία. Ο Καζαντζίδης είχε και έχει ένα σαφές προβάδισμα. Για την ακρίβεια, είναι εκτός συναγωνισμού. Κι αυτό δεν έχει να κάνει μόνο με τα απαράμιλλα φωνητικά του προσόντα. Έχει να κάνει με το συνολικό πολιτισμικό φορτίο που μεταφέρει. Ο Μπιθικώτσης είναι τόσο καλός στον «Επιτάφιο», τη «Ρωμιοσύνη» και το «Άξιον εστί», που τα τραγούδια τους έχουν ταυτιστεί με τη φωνή του όσες δεύτερες εκτελέσεις κι αν έχουν ακολουθήσει από άλλους ερμηνευτές. Αλλά ο συνολικός του βίος, ο καλλιτεχνικός, είναι ισόποσα μοιρασμένος ανάμεσα στα «βαριά» λαϊκά, όπως το δικό του διάσημο «Τρελοκόριτσο» που γεννήθηκε για την καταστροφή και την θαυμάσια ξανατραγουδισμένη «Φραγκοσυριανή» του Μάρκου, τα «ελαφρολαϊκά» του στην περίοδο της δικτατορίας που του χάρισαν μεγαλύτερη φήμη και ψηλότερα «μεροκάματα» και, βέβαια, τα «θεοδωρακικά» που τον έκαναν αποδεκτό και από την επιφυλακτική στο μπουζούκι διανόηση του ’60. Όσο κι αν επικεντρωθεί κανείς στο ένα ή το άλλο είδος, δεν μπορεί να του αποδώσει μια μοναδική «ταυτότητα». Ακόμα πιο συγκεχυμένος και γκριζαρισμένος είναι ο πολιτικός βηματισμός του σερ Μπιθί.
Αντιθέτως, ο Καζαντζίδης χάραξε μια γραμμή γύρω από την οποία περιστράφηκε καθ’ όλο του τον βίο, με όποιο κόστος αυτό συνεπαγόταν. Ο κατατρεγμένος και πονεμένος άνθρωπος, ερωτικά, κοινωνικά, πολιτικά κ.λπ., ήταν πάντοτε στο επίκεντρο των επιλογών και των στάσεών του, υφιστάμενος κατά περίπτωση και κατά καιρούς μεγάλες αβαρίες και οδυνηρούς αποκλεισμούς. Κι όχι μόνο στα εμφανή. Ο Καζαντζίδης χωρίς να μπορεί πάντα να αποφύγει τις αστοχίες ή να ξεπεράσει τις ανθρώπινες αδυναμίες του, κρατούσε τις αποστάσεις από την εξουσία, όποια κι αν ήταν αυτή. Το κράτος, οι εταιρίες δίσκων, ο Τύπος ή οι επιχειρηματίες των κέντρων διασκέδασης. Γι’ αυτό δεν δέχτηκε και τις δελεαστικές προτάσεις των κομμάτων να τον χρίσουν βουλευτή. Αν ο Μπιθικώτσης ήταν ο ιδανικός περαστικός από το λεγόμενο πολιτικό τραγούδι, ο Καζαντζίδης ήταν ο διαχρονικά πολιτικός και κοινωνικός, από τα τραγούδια για τους μετανάστες στις «Φάμπρικες της Γερμανίας» ως τα υπαρξιακά τραγούδια όπως «Η ζωή μου όλη» του Άκη Πάνου.
Αυτό το υψηλής ποιότητας μίγμα, μιας φωνής που έχει πολύ «λάδι», όπως έλεγε η Πολίτισσα μάνα μας, μαζί με την καθολική στάση ζωής ενός πέρα για πέρα λαϊκού ανθρώπου που δεν απομακρύνθηκε ποτέ από το κοινωνικό οικοσύστημα που τον ανέδειξε, συνιστούν το μοναδικό, αξεπέραστο και μη αντιγράψιμο φαινόμενο Καζαντζίδη!
* Τίτλος τραγουδιού των Θανάση Πολυκανδριώτη, Γιώργου Γιαννόπουλου και Νίκου Λουκά.