Της Ιφιγένειας Καλαντζή*
Στη βραβευμένη με Αργυρό Λέοντα στη Βενετία ταινία Η Φαμίλια, του 44χρονου Αργεντινού Πάμπλο Τραπέρο, μεταφέρεται η αληθινή ιστορία της πολύτεκνης οικογένειας Πούτσιο, που πίσω από ένα προσωπείο καθωσπρεπισμού έκρυβε μαφιόζικες απαγωγές και δολοφονίες, με τη συγκάλυψη πολιτικών παραγόντων, στις αρχές του ’80.
Εστιάζοντας σε μια συγκλονιστική εγκληματική υπόθεση, ο Τραπέρο σχολιάζει την αδιατάρακτη δράση του παρακράτους, στα χρόνια μετά την άγρια χούντα του Βιντέλα, όταν στρατιωτικοί και μυστική αστυνομία συνέχισαν να απολαμβάνουν κρατική ασυλία, με τις πλάτες μεταβατικών κυβερνήσεων.
Με βασικό αφηγηματικό άξονα τη χρονολογική σειρά των εγκλημάτων, οι εμβόλιμες σκηνές από την αστυνομική εισβολή στην οικία της φαμίλιας αιφνιδιάζουν τον θεατή. Το πολιτικό στίγμα δίνεται με ειδησεογραφικές εικόνες και τηλεοπτικά ντοκουμέντα πολιτικών της εποχής, ενώ οι αναγραφόμενες ημερομηνίες προσδιορίζουν χρονικά τα εγκλήματα και τις «ιστορικές» στιγμές που άλλαξαν το πολιτικό σκηνικό.
Ο Τραπέρο αναδεικνύεται σε δυνατό σκηνοθέτη, εγκαταλείποντας τα σταθερά πλάνα διαρκείας σε μια από απόσταση κινηματογράφηση των προηγούμενων δραματικών ταινιών του (Λεονέρα/2008, Λευκός Ελέφαντας/2012). Στη νέα του ταινία υιοθετεί γρήγορη κινηματογράφηση, με κάμερα στο χέρι και κοφτές λήψεις μικρής διάρκειας, σε μια φιλμική κατασκευή οικείας τηλεοπτικής αισθητικής, γεμάτη κοντινά πλάνα. Με όχημα μια γκανγκστερική ιστορία, παράγει πολιτικό στοχασμό μέσα από τον κυνισμό. Η σβελτάδα του μοντάζ και η αλληλουχία σκηνών φορτίζουν το σημαινόμενο, με την εικόνα να αποχτά μια επιπλέον κριτική διάσταση, στα χνάρια του ιδεολογικού μοντάζ του Αϊζενστάιν. Το ρυθμικό μοντάζ απογειώνεται με την αντιθετική χρήση της μουσικής, που μεταφέρει απαράμιλλη ειρωνεία στον αιχμηρό πολιτικό σχολιασμό της υποκρισίας, ενεργοποιώντας τη σκέψη, μέσα από τη σύμβαση της ταύτισης του θεατή στο ψυχαγωγικό σινεμά.
Μουσικό έμβλημα αποτελεί η παλιότερη επιτυχία Sunny Afternoon (1966), των Βρετανών The Kinks, που υμνεί το δικαίωμα στο… «τεμπέλιασμα, ένα ηλιόλουστο απόγευμα», μπλέκοντας με ζηλευτή οικονομία του μέσου πλάνα της πρώτης βίαιης απαγωγής, με στιγμιότυπα αγώνων ράγκμπι και γιορτινών σκηνών, κατά την ανάδειξη του πρωτότοκου γιου Άλεξ, σε αστέρα της Εθνικής ομάδας. Αντίστοιχα, υπό τους ήχους του ξέγνοιαστου τζαζ Into Each Life Some Rain Must Fall (1939) (Έλα Φιτζέραλντ) ο δαιμόνιος πάτερ-φαμίλιας Αρκιμέντες σκουπίζει αμέριμνος, σαν ευυπόληπτος νοικοκύρης, τα φύλλα μπρος στο σπίτι του, ενώ το ίδιο τραγούδι συνοδεύει νυχτερινές σκηνές εκτελέσεων.
Η πατριαρχική συνοχή της «ευτυχισμένης» φαμίλιας αποτυπώνεται σε οικογενειακά γεύματα και γιορτινά τσουγκρίσματα με σαμπάνια. Η σκηνή, ωστόσο, όπου ο Αρκιμέντες διασχίζει σε ένα μονοπλάνο το σπίτι, μεταφέροντας φαγητό, στον κλειδαμπαρωμένο σ’ ένα δωμάτιο όμηρο, αποκαλύπτει τη συλλογική ενοχή, γιατί όλοι γνωρίζουν. Τα παιδιά απομονώνονται από τις ανατριχιαστικές κραυγές, ακούγοντας μουσική με ακουστικά, ενώ τα ανώτερα κυβερνητικά κλιμάκια, στα οποία ανήκει και ο Αρκιμέντες, συγκαλύπτουν τις δολοφονίες. Με την καταγγελία της διαφθοράς ενός μαφιόζικου παρακράτους, που για χρόνια κυβερνούσε, η Φαμίλια αποκτά πολιτική διάσταση, ξεφεύγοντας από τα όρια μιας κοινής γκαγκστερικής ταινίας.
Εκπληκτικές είναι οι ερμηνείες τόσο του 25χρονου τηλεοπτικού αστέρα και τραγουδιστή Πίτερ Λαντζάνι, που υποδύεται τον Άλεξ, όσο και του 61χρονου γνωστού τηλεοπτικού κωμικού Γκουιγιέρμο Φραντσέλα, που ενσαρκώνει εξαιρετικά πειστικά τον Αρκιμέντες, θυμίζοντας την αντίστοιχη μεταμόρφωση του Γερμανού ηθοποιού Άρμιν Μιούλερ-Σταλ, στο Μουσικό Κουτί (1989) του Κώστα Γαβρά, που τυποποιήθηκε έκτοτε σε αυταρχικούς χαρακτήρες.
Πλάι στην πετυχημένη ταινία αστυνομικής έρευνας, στα τέλη ’70, Το μυστικό στα μάτια της (2009), του 56χρονου, επίσης Αργεντίνου Χουάν Χοσέ Καμπανέλα, που αναδεικνύει έμμεσα μια ριζωμένη από τη χούντα ανεξέλεγκτη εγκληματική δράση, και στο απολαυστικό μαύρο χιούμορ της ταινίας Ιστορίες για Αγρίους (2014), του 40άρη Νταμιάν Σιφρόν, που αποκαλύπτει τα σημερινά βίαια αντανακλαστικά της κατεστραμμένης οικονομικά αργεντίνικης κοινωνίας, ο Τραπέρο ακολουθεί και αυτός την επιρροή από το ιταλικό πολιτικό σινεμά, όπως και ο 35χρονος σεναριογράφος του Σαντιάγο Μίτρε (Ο Φοιτητής/2011). Εξάλλου, η χρονική περίοδος στη Φαμίλια παρουσιάζει αντιστοιχίες με τα ιταλικά Μολυβένια Χρόνια. Πατώντας με το ένα πόδι στην ιταλική παράδοση πολιτικού σινεμά του ’70, με τον τίτλο Υπόθεση Πούτσιο, σε πρωτοσέλιδο μιας εφημερίδας στην ταινία, να παραπέμπει στο Υπόθεση Ματέι (1972) του Φρανσέσκο Ρόσι, ο Τραπέρο πατάει με το άλλο πόδι στο γκανγκστερικό στυλ, κυρίως μέσα από την αντιθετική χρήση μουσικής, όπως στα Καλά Παιδιά (1990), του Μάρτιν Σκορτσέζε, όπου σκηνές ανατριχιαστικής βίας διαχέουν σαρκασμό, υπό τους ήχους ανώδυνων ροκ επιτυχιών.
Ίσως όχι τυχαία σήμερα, μια 15ετια μετά τον οικονομικό στραγγαλισμό της Αργεντινής από το ΔΝΤ, η ταινία Φαμίλια τοποθετείται λίγο πριν από την αυγή της δημοκρατικής εποχής, υπενθυμίζοντας το κλίμα της συγκαλυμμένης κυβερνητικής διαφθοράς, με τη μυθοπλαστική δύναμη του πολιτικού σινεμά. Ξεπερνώντας κατά πολύ την μετριοπαθή αμερικάνικη σχολή συμβατικού τύπου, πολιτικής θεματολογίας, ο Τραπέρο δημιουργεί μια σύγχρονη λατινοαμερικάνικη σχολή αυθεντικού πολιτικού σινεμά, εμπλουτίζοντας την επιρροή των ιταλικών πολιτικών ταινιών με τους οπτικοακουστικούς κώδικες γκανγκστερικών ταινιών, αλά Σκορτσέζε.
* H Ιφιγένεια Καλαντζή, είναι θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου