Απειλή για τη βιωσιμότητά τους οι μηδαμινοί πόροι από την Πολιτεία

Τα τελευταία δύο χρόνια υπήρξε μια θεαματική ανάπτυξη των δομών φαρμακευτικής υποκατάστασης για χρήστες ενδοφλέβιων οπιοειδών σε όλη την Ελλάδα, κυρίως σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη. Αυτές οι δομές λειτούργησαν εν ριπή οφθαλμού, αν συγκρίνει κανείς την ταχύτητα με την οποία ξεπεράστηκαν πάσης φύσεως διοικητικά και τεχνικά προβλήματα τα οποία στο παρελθόν, μαζί με τις συχνές αντιδράσεις πολιτών, αποτελούσαν ανυπέρβλητα εμπόδια και επιμήκυναν βασανιστικά το χρόνο που μεσολαβούσε από την πολιτική απόφαση και την εξαγγελία μέχρι τη λειτουργία.
Έτσι η Θεσσαλονίκη, που στις αρχές του 2011 αριθμούσε πέντε Μονάδες Yποκατάστασης, μέχρι το τέλος του 2012 βρέθηκε με 12 μονάδες, σχεδόν όλες εγκατεστημένες στα Γενικά και Eιδικά Νοσοκομεία της πόλης. Αν προσθέσουμε και τις δομές της «Ιθάκης», του Ψυχιατρικού Νοσοκομείου Θεσσαλονίκης, το Πρόγραμμα προαγωγής αυτοβοήθειας του ΑΠΘ και τα πέντε Κέντρα Πρόληψης που καλύπτουν το Νομό, σχηματίζεται η εντύπωση ότι δόθηκε μια αποφασιστική απάντηση στο πρόβλημα των ναρκωτικών.

Ευκαιρία για χιλιάδες εξαρτημένους
Πέρα από κάθε αμφιβολία, αυτή η αναπτυξιακή αποτύπωση των θεραπευτικών υποδομών ήταν επιθυμητή και αναγκαία, καθώς το πολυδιάστατο πρόβλημα των ναρκωτικών, από τη σκοπιά της δημόσιας Υγείας, για μεγάλο χρονικό διάστημα έμενε στο περιθώριο, αφήνοντας χιλιάδες συνανθρώπους μας που είχαν ανάγκη θεραπείας στο έλεος του εθισμού. Αξίζει να σημειωθεί ότι, σύμφωνα με τις αναφορές του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, η πρόληψη και η θεραπεία των ναρκωτικών στη μεγάλη πλειοψηφία των κρατών είναι υπόθεση της πολιτείας (με εξαίρεση την Αφρική), με χρηματοδότηση που προέρχεται από τη φορολογία, καθώς οι επιπτώσεις της χρήσης ουσιών, καπνού και αλκοόλ είναι μεγάλες για τη Δημόσια Υγεία και η πλειοψηφία των εξαρτημένων που ζητούν θεραπεία είναι εξαντλημένοι οικονομικά και αποκλεισμένοι κοινωνικά.
Επιστρέφοντας στα καθ’ ημάς, η ευκαιρία που δόθηκε μέσω των προγραμμάτων φαρμακευτικής αντιμετώπισης σε χιλιάδες εξαρτημένους από τη λίστα αναμονής να ενταχθούν σε αυτά ήταν σημαντική και δεν πρέπει να διαγράφεται από τη συνείδηση των συμπολιτών μας (δυστυχώς, κάποιοι δεν ήταν πια στη ζωή όταν τους αναζήτησαν από τα προγράμματα). Ωστόσο, η πραγματικότητα και οι προοπτικές δεν είναι ρόδινες.

Περικοπή των προϋπολογισμών
Σύμφωνα με τα στοιχεία του Εθνικού Παρατηρητηρίου στην έκθεση του 2011, το σύνολο των δαπανών για τα θεραπευτικά προγράμματα των εξαρτήσεων ανέρχονταν στο 0,02% του ΑΕΠ, ενώ στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες και στη Βόρεια Αμερική οι δαπάνες προσεγγίζουν το 0,1%-0,9% του ΑΕΠ. Στην Ελλάδα, ειδικά το χρόνο που μας πέρασε, η περικοπή των προϋπολογισμών όλων των θεραπευτικών προγραμμάτων και των Κέντρων Πρόληψης ήταν σε τόσο μεγάλο βαθμό που να απειλείται σοβαρά η βιωσιμότητα και η καθημερινή λειτουργία των δομών.
Εν πολλοίς, ζητήθηκε ή επιβλήθηκε στα προγράμματα να προχωρήσουν με μηδαμινούς πόρους το διάστημα που η χώρα βίωσε μια ραγδαία εξάπλωση της μόλυνσης από τον ιό HIV ενώ τα επιδημιολογικά δεδομένα από έρευνες στο μαθητικό πληθυσμό εμφανίζουν αύξηση στην χρήση αλκοόλ και ουσιών. Τέλος, παρ’ όλη τη μεγάλη απορρόφηση εξαρτημένων συμπολιτών μας από τη λίστα αναμονής αυξήθηκαν παράλληλα και τα νέα αιτήματα για ένταξη στα προγράμματα υποκατάστασης. Αύξηση στα Κέντρα Πρόληψης εμφανίζεται και στον αριθμό των αιτημάτων για δράσεις από τις τοπικές κοινωνίες δείχνοντας ότι μετά από 15 χρόνια λειτουργίας τους οι υπηρεσίες πρόληψης έχουν απήχηση στον κοινωνικό πυρήνα.
Οι προοπτικές χρηματοδότησης όλων των προγραμμάτων είναι ακόμη πιο δυσοίωνες για το άμεσο μέλλον, μέσα στο ευρύτερο πλαίσιο περικοπής δαπανών και μεταβολής της Ελλάδας σε τριτοκοσμικό κράτος δίχως προοπτική. Εάν, τελικά, επικρατήσει αυτή η λογική, η αναπόφευκτη κατάρρευση των υπηρεσιών, πέρα από το άμεσο κοινωνικό κόστος θα ακουμπήσει και τις γενιές που θα έρθουν.

Θεόδωρος Γιγελόπουλος

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!