Η συναρπαστική δραματική ταινία «Σημείο Βρασμού», του σαραντάρη Άγγλου Φίλιπ Μπαραντίνι, προέρχεται από την πρωταρχική ιδέα του μονοπλάνου στην προηγούμενη ομώνυμη ταινία μικρού μήκους του, την οποία ανέπτυξε σε μεγάλου μήκους μονοπλάνο ενενήντα λεπτών, μετά από καθημερινές εξαντλητικές πρόβες για δύο εβδομάδες, με τον διευθυντή φωτογραφίας. Η απότομη διακοπή του εγχειρήματος εξαιτίας νέου κύματος κορονοϊού, επέτρεψε μονάχα δυο μέρες γυρισμάτων και από τις συνολικά τέσσερεις διαφορετικές λήψεις που πρόλαβαν να γυριστούν, επιλέχτηκε αυτούσια ως αντιπροσωπευτικότερη η τρίτη λήψη, σε μια ταινία που εμπλέκει πάνω από εκατό πενήντα χαρακτήρες επί σκηνής.
Διανύοντας μια δύσκολη φάση στη ζωή του, έπειτα από ένα πρόσφατο διαζύγιο, μια μετακόμιση και οικονομικά χρέη, ο διακεκριμένος σεφ Άντι (Στίβεν Γκράχαμ) καταφθάνει αγχωμένος και αργοπορημένος στο ονομαστό εστιατόριο που δουλεύει, όντας συνιδιοκτήτης, δίχως να γνωρίζει πως προμηνύεται μια κουραστική βραδιά με πολύ κίνηση, που θα δοκιμάσει τις αντοχές του. Τελευταία Παρασκευή πριν τις χριστουγεννιάτικες γιορτές και η βραδιά ξεκινάει επεισοδιακά, καθώς τους αιφνιδιάζει υγειονομικός έλεγχος, που τους υποβιβάζει κατά δυο βαθμούς, λόγω παραλείψεων. Ήδη φορτισμένος από την απογοήτευση του γιου του, επειδή δεν παραβρέθηκε στη διάκρισή του στους αγώνες κολύμβησης, ο Άντι μετά την υποβίβαση ξεσπάει με φωνές στην ομάδα της κουζίνας, επιβαρύνοντας ένα ήδη τεταμένο κλίμα. Εντωμεταξύ, πληροφορείται πως αυτή τη βραδιά έχει κλείσει τραπέζι και ο διάσημος σεφ Άλιστερ Σκάι (Τζέισον Φλέμινγκ), παλιότερος συνεργάτης και ανταγωνιστής του. Το κακό τριτώνει μόλις ο Άντι διαπιστώσει πως ο Άλιστερ συνοδεύεται από την Σάρα, που είναι κριτικός εστιατορίων. Θορυβημένοι όλοι στην κουζίνα, εύχονται καλή τύχη, ενώ η οργανωτική μαγείρισσα Κάρλι (Βινέτ Ρόμπινσον), συντονίστρια και δεξί χέρι του Άντι, προσπαθεί να τον καθησυχάσει. Όσο η παρουσία του αναγνωρίσιμου τηλεοπτικού αστέρα Άλιστερ εντυπωσιάζει τους θαμώνες του εστιατορίου, τόσο πονοκεφαλιάζει ο Άντι, νιώθοντας εξαιρετικά πιεσμένος.
Σε μια δραματική ταινία, δίχως βαλβίδα αποσυμπίεσης, η αδιάληπτη ροή καταγραφής σε μονοπλάνο δημιουργεί απίστευτη αγωνία, μεταφέροντας σε πραγματικό χρόνο φούρια, άγχος και συσσωρευμένη γκρίνια. Η διαδικασία προμελέτης του μονοπλάνου, που καταργώντας το μοντάζ, το ενσωματώνει στο επεξεργασμένο γύρισμα, βρίσκεται σε αντιστοιχία με την απαραίτητη προεργασία σε κάθε εστιατόριο, όταν όλα μαγειρεύονται ταυτόχρονα, για να παρουσιαστούν αχνιστά, στην ώρα τους. Μέσα από ένα δυναμικό ανθρώπων και τις μεταξύ τους σχέσεις εν ώρα εργασίας υπό πίεση, διερευνώνται συμπεριφορές σε ακραίες καταστάσεις, σε ένα εστιατόριο σε ώρα αιχμής, όπου το παραμικρό λάθος μπορεί να τινάξει τα πάντα στον αέρα. Η κάμερα κινείται διαρκώς ανάμεσα στο «πίσω μέρος», κουζίνα και μαγειρεία, και «το μπροστά», τη βιτρίνα του εστιατορίου. Πίσω, με επικεφαλής τον Άντι, μια ομάδα από ξεθεωμένους μάγειρες, εξιδεικευμένους υπαλλήλους, βοηθούς και λαντζέρηδες μαγειρεύουν αδιάκοπα τις παραγγελίες, ενώ η διοίκηση ελέγχει και επιστατεί τα τραπέζια των πελατών, που εξυπηρετούν οι πάντα χαμογελαστοί και αεικίνητοι σερβιτόροι. Οριοθετώντας την ιεραρχία ενός εργασιακού περιβάλλοντος, καταγράφονται και οι ταξικές διαφοροποιήσεις. Αλλιώς αμείβονται οι ειδικευμένοι επαγγελματίες, αλλιώς οι εκπαιδευόμενοι, αλλιώς τα νεαρά γκαρσόνια, που βλέπουν την εργασία αυτή ως προσωρινό βιοπορισμό και αλλιώς οι ανειδίκευτοι λαντζέρηδες που εξαντλούνται για ψίχουλα. Σε μια ανάγλυφη ανάδειξη αυτής της ιεραρχικής δομής, γεμάτης συγκρούσεις και αντιπαραθέσεις, καταγράφονται και προσωπικές στιγμές αλληλεγγύης, με φιλικές σχέσεις αλλά και φλερτ. Μια σερβιτόρα καλύπτει μια αργοπορημένη συνάδελφό της, όπως αντίστοιχα η Κάρλι τον Άντι, ενώ η καλόκαρδη ζαχαροπλάστρια Έμιλι (Χάνα Γουόλτερς) -πραγματική σύζυγος του πρωταγωνιστή- εμφανίζεται να αγκαλιάζει στοργικά τον νεαρό βοηθό της, μόλις αντιληφθεί σημάδια αυτοτραυματισμού στα χέρια του, τονίζοντας τον ανθρώπινο παράγοντα στις εργασιακές σχέσεις.
Συνήθως, η κυρίαρχη αποτύπωση της μαγειρικής στο σινεμά επικεντρώνεται στον πρωταγωνιστή-σεφ, με έμφαση στη γευστική απόλαυση των δημιουργιών του, που απευθύνονται σε ανώτερα κοινωνικά στρώματα, όπως στην «Υψηλή Μαγειρική» (2012/Κριστιάν Βενσάν), είτε στην εργατιά, όπως στο «Σεφ» (2014/Τζον Φαβρό), με νόστιμο φτηνό καθημερινό φαγητό καντίνας για μεξικανούς εργάτες. Στο φημισμένο φιλμ «Ο σεφ που έπαιζε με τη φωτιά» (2015/Τζον Γουέλς), η δράση αναλώνεται στον ανταγωνισμό και στην αναμέτρηση με στόχο τη βράβευση, αναδεικνύοντας χρώματα και αρώματα, μέσα από πολύ κοντινά πλάνα σε φαγητά, αλλά και την περσόνα του σεφ, ως απόλυτου σταρ, σε αντίθεση με τον Μπαραντίνι, που επιλέγει τη συλλογική διάσταση μιας κουζίνας εστιατορίου και τις αλληλεπιδράσεις μεταξύ υπαλλήλων. Ίσως πιο κοντά στην τραγικότητα της ματαιότητας που αναδύει ο Μπαραντίνι να βρίσκεται η ιδιαίτερη προσέγγιση της Κάρεν Μπλίξεν, που μεταφέρθηκε κινηματογραφικά στη «Γιορτή της Μπαμπέτ» (1987/Γκάμπριελ Άξελ), δίνοντας έμφαση στην εφήμερη διάσταση της μαγειρικής, κυρίως μέσα από το υπέρογκο κόστος ενός μονάχα βασιλικού γεύματος.
Ο Μπαραντίνι, σεφ ο ίδιος για 12 χρόνια σε εστιατόριο, αδιαφορεί για τον γαστριμαργικό εντυπωσιασμό, απεικονίζοντας κυρίως τη δράση πίσω στα παρασκήνια, με μια ανάγλυφη και ολοκληρωμένη εικόνα του εστιατορίου, ως ζωντανού πολυκύτταρου οργανισμού. Επιλέγοντας να προβάλει τη συλλογική διαδικασία του μαγειρέματος, αναδεικνύει πόσο η επιτυχία είναι αποτέλεσμα ομαδικής προσπάθειας και ατελείωτου μόχθου, με λεπτομέρειες που δεν αφορούν μονάχα τα φαγώσιμα υλικά, αλλά και το έμψυχο υλικό των εργαζομένων. Δίχως να επικεντρώνεται στη μαγειρική καθεαυτή, ως τέχνη και διαδικασία απόλαυσης εκλεκτού γεύματος, αλλά στο τι κρύβεται πίσω από ένα καλομαγειρεμένο φαγητό, η ταινία εστιάζει στους συντελεστές, σκιαγραφώντας ένα πορτραίτο της εργασιακής συνθήκης ανθρώπων, που παρασκευάζουν ακούραστα φαγητά, αφήνοντας πίσω προσωπικά προβλήματα.
Μαζί με το περίπλοκο πλέγμα των εργασιακών σχέσεων, αποκαλύπτονται οι περιπτώσεις δύστροπων πελατών, όπως η προσβλητική συμπεριφορά ενός ρατσιστή, που δεν ανέχεται να του σερβίρει το ακριβοπληρωμένο κρασί μια γκαρσόνα αφρικανικής καταγωγής. Ενδεικτικοί επαγγελματικού ανταγωνισμού είναι οι διάλογοι μεταξύ του νάρκισσου σεφ Άλιστερ και της κριτικού Σάρα. Ο Άλιστερ ισχυρίζεται πως επιθυμεί να υποστηρίξει τον Άντι, τελικά όμως τον υπονομεύει, με καυστικά σχόλια για το μενού, καταλήγοντας ότι δεν υπάρχει αρκετό βάθος στη γεύση, ενώ η Σάρα υποστηρίζει πως το φαγητό είναι νόστιμο, απλό και ανεπιτήδευτο, τονίζοντας «η κριτική είναι όπως το σεξ, κρίνεις με βάση αυτό που υπάρχει και όχι αυτό που δεν υπάρχει».
Η καταγραφή ενός εργασιακού χώρου, μέσα από μονοπλάνο, πιάνει τον παλμό των εργαζομένων, στη συνθήκη του «εδώ και τώρα». Η κάμερα ακολουθεί καταστάσεις, γίνεται μάρτυρας διαφορετικών επεισοδίων καταγράφοντας αγωνία, ενθουσιασμό, επίπληξη, υπερένταση. Ακολουθώντας την Μπεθ, την επικεφαλής της διοίκησης, καθώς πηγαίνει στην τουαλέτα για να αποφορτιστεί από την ταπείνωση μετά τις κατηγορίες της Κάρλι, για υπεράριθμες κρατήσεις, η κάμερα διακριτικά την περιμένει πίσω από την κλειστή πόρτα, αφήνοντας να ακουστούν εκτός κάδρου οι λυγμοί και το τηλεφώνημα στον πατέρα της. Ενίοτε, η κάμερα κάνει ένα διάλειμμα από τους εντατικούς ρυθμούς, βγαίνοντας για λίγο έξω από το εστιατόριο, ακολουθώντας τον μαύρο λαντζέρη που βγάζει τα σκουπίδια, βρίσκοντας ευκαιρία να κάνει ένα τσιγάρο.
Το μονοπλάνο του Μπαραντίνι ανοίγει με τον Άντι και κλείνει με αυτόν, καταγράφοντας την τρομακτική πίεση που επηρέασε καθοριστικά την τραγική φιγούρα του, σε μια ασταμάτητη καταγραφή, με φυσικό ήχο και μουσική υπόκρουση μονάχα στους τίτλους τέλους, όπου το θλιμμένο πιανιστικό τραγούδι «Poltergeists» του Άγγλου τραγουδοποιού Σαμ Φέντερ, με τίτλο που σημαίνει φαντάσματα ή πνεύματα, ίσως να σχετίζεται και με τον τίτλο της ταινίας, που σηματοδοτεί το σημείο όπου ένα υγρό μεταβαίνει στην αέρια κατάσταση μέσω της διαδικασίας του βρασμού, προμηνύοντας εκτός από την εργασιακή υπό πίεση συνθήκη, όλων των χαρακτήρων στην ταινία και την κατάληξη του πρωταγωνιστή, σε μια μετάβαση σε άλλη διάσταση.
* Η Ιφιγένεια Καλαντζή είναι θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου, [email protected]