Συνέντευξη στον Κώστα Στοφόρο
Για όποιον θέλει να κατανοήσει το τι συμβαίνει σήμερα στην Κύπρο, το νέο βιβλίο του Σπύρου Σακελλαρόπουλου με τον τίτλο Ο Κυπριακός κοινωνικός σχηματισμός (1191–2004) – Από τη συγκρότηση στη διχοτόμηση που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Τόπος είναι ένα εργαλείο πολύτιμο. Μας ταξιδεύει στην Κύπρο από την εποχή του Ριχάρδου του Λεοντόκαρδου και ζωντανεύει μια ιστορία αιώνων με εξαιρετικά συγκροτημένο και παράλληλα γλαφυρό τρόπο.
Με τεκμηριωμένες θέσεις και διεισδυτικότητα, αλλά με γραφή που κρατά αδιάπτωτο το ενδιαφέρον δίνει σχήμα και μορφή σε όσα μπορεί σκόρπια να γνωρίζαμε ή να είχαμε διαβάσει, αλλά όχι με αυτή την αλληλουχία που δείχνει πως περνάμε από τη μια εποχή στην άλλη και ποια σημάδια αφήνει η κάθε κατάκτηση στο πέρασμά της.Το βιβλίο αυτό είναι ένα σημαντικό εγχειρίδιο για μια Κύπρο που ελάχιστα γνωρίζουμε επί της ουσίας και φυσικά μη γνωρίζοντας δεν μπορούμε να έχουμε μια ολοκληρωμένη πολιτική άποψη.
Όταν διάβαζα για αυτή τη μελέτη για την Κύπρο, αναρωτιόμουν γιατί ο Σπύρος Σακελλαρόπουλος, αναπληρωτής καθηγητής στο Τμήμα Κοινωνικής Πολιτικής του Παντείου Πανεπιστημίου, με πρόσφατη την εργασία του με τα πρακτικά της Δίκης Μπελογιάννη, αποφάσισε να αφιερώσει χρόνο και μόχθο για να ασχοληθεί με το «Κυπριακό», το οποίο η αριστερά νομίζω πάντα με κάποια δυσκαμψία αντιμετώπιζε.Κι αυτή ήταν και η πρώτη μου ερώτηση στη συζήτηση που είχαμε με αφορμή την έκδοση του βιβλίου.
Τι είναι αυτό που σε ώθησε να ερευνήσεις και να γράψεις ένα βιβλίο για τον Κυπριακό κοινωνικό σχηματισμό;
Είχα πάντα την αίσθηση πως, μολονότι έχουν γραφεί πολύ σημαντικές μελέτες για τον Κυπριακό κοινωνικό σχηματισμό, έλειπε εκείνη η οποία θα επιχειρούσε να προσεγγίσει συνολικά τη διαχρονική του εξέλιξη, χρησιμοποιώντας ως κομβικά αναλυτικά εργαλεία τις εσωτερικές του κοινωνικές αντιθέσεις σε αναφορά με τη στρατηγική θέση της Κύπρου και το ενδιαφέρον πολλών ισχυρών ξένων δυνάμεων για την προσάρτησής της. Με αυτό το πρίσμα, από την κατάκτηση του νησιού από τους Φράγκους και ύστερα, αρχίζει μια μεγάλη ιστορική περίοδος όπου οι προηγούμενες εξελίξεις σφραγίζουν καθοριστικά τις επόμενες. Για παράδειγμα δεν μπορούμε να κατανοήσουμε τον ισχυρό ρόλο της Ορθόδοξης Εκκλησίας επί βρετανικής κυριαρχίας αν δεν έχουμε γνώση της ιδιαίτερης θέσης της στη διάρκεια της Οθωμανοκρατίας. Άλλο παράδειγμα: Μοιάζει πολύ παράδοξη η θέση του Κομμουνιστικού Κόμματος Κύπρου στον μεσοπόλεμο περί δημιουργίας μιας Ανεξάρτητης Κύπρου στο πλαίσιο της αποτίναξης του βρετανικού ζυγού, αν δε τη δει κανείς στο φως της στάσης του ΚΚΕ, αλλά και της Τρίτης Διεθνούς, στο μακεδονικό ζήτημα.
Ποια είναι η νέα διάσταση που θέλεις να δώσεις μέσα από το βιβλίο σου;
Προσπαθώ να δείξω πως οι μετασχηματισμοί σε οικονομικό, πολιτικό και ιδεολογικό επίπεδο στο εσωτερικό της Κύπρου, προκλήθηκαν ως συνδυασμός ενδογενών αντιθέσεων και εξωγενών επιβουλών. Κι όλο αυτό σε μια περίοδο εννέα περίπου αιώνων. Γίνονται έτσι, πιστεύω, πιο καθαρά ζητήματα όπως το γιατί ανέλαβαν οι Φράγκοι και μετά οι Ενετοί, η ιδιαιτερότητα της Οθωμανικής διοίκησης, ο ρόλος της Εκκλησίας, οι κοινωνικές ανισότητες των πρώτων δεκαετιών του 20ου αιώνα, ο ρόλος της τουρκοκυπριακής ελίτ ειδικά μέχρι τα τέλη του ‘40, η στάση των ΗΠΑ απέναντι στο σχεδιαζόμενο πραξικόπημα από την Αθήνα, οι μετασχηματισμοί του πολιτικού συστήματος από το τη δεκαετία του ‘60 μέχρι την αρχή του 21ου αιώνα κ.λπ.
«Είναι πολύ δύσκολο να υπάρξει λύση στο Κυπριακό, ακριβώς λόγω της περιπλοκότητας του θέματος και των πολύ διαφορετικών προσεγγίσεων που (φαίνεται πως) έχουν οι δύο κοινότητες. Δεν θα πρέπει να ξεχνάμε πως «λύση» υπήρξε και με τις συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου και είδαμε, μέσα σε μόλις τρία χρόνια, πως εξελίχθηκαν τα πράγματα. Σε κάθε περίπτωση η όποια λύση, θα πρέπει να είναι απόφαση των ίδιων των Κυπρίων, άσχετα με το πώς το βλέπει κανείς το ζήτημα εκτός Κύπρου»
Πώς αποτιμάς διαχρονικά τον ρόλο της εκκλησίας στη Κύπρο;
Το βασικό χαρακτηριστικό είναι πως ενώ επί Φραγκοκρατίας και Ενετοκρατίας η Ορθόδοξη Εκκλησία έχει ένα υποβαθμισμένο ρόλο, σε σχέση με την Καθολική, αυτό από την Οθωμανική κατάκτηση αλλάζει και ιδιαίτερα από τα μέσα του 18ου αιώνα αποκτά μια πολύ ισχυρή οικονομική και πολιτική θέση. Έτσι, στην Κύπρο την πολιτική εκπροσώπηση των Ορθόδοξων δεν την έχουν οι προεστοί αλλά οι εκκλησιαστικοί θεσμοί. Ο ισχυρός αυτός ρόλος συνεχίζει και στη διάρκεια της βρετανικής κυριαρχίας με έντονη των παρουσία αρχιερέων ως άμεσα εκλεγμένων πολιτικών εκπροσώπων των ελληνοκυπρίων. Η δημιουργία πολιτικών κομμάτων στη δεκαετία του ΄40 δεν άλλαξε αυτή την πραγματικότητα, αφού ο εκάστοτε Αρχιεπίσκοπος, με την ανοχή και της Αριστεράς, ασκούσε ένα ρόλο οιονεί Προέδρου των ελληνοκύπριων. Αυτό φυσικά θα τροποποιηθεί μετά τον θάνατο του Μακάριου, αλλά ακόμα και σήμερα η Εκκλησία συνεχίζει, πέρα από ισχυρή οικονομική παρουσία, να επηρεάζει σημαντικά και τη δημόσια σφαίρα.
Θα μπορούσες να μας σκιαγραφήσεις το ζήτημα της στάσης της Αριστεράς στο θέμα της «Ένωσης» και της «ανεξαρτησίας»;
Η Αριστερά, δηλαδή το Κομμουνιστικό Κόμμα Κύπρου, αρχικά υιοθετεί τη θέση της Ανεξαρτησίας και εναντιώνεται σφόδρα στην προοπτική της Ένωσης. Κύρια, αυτό συμβαίνει διότι θεωρεί πως η ενσωμάτωση στην καπιταλιστική Ελλάδα θα επιφέρει ακόμα μεγαλύτερα βάσανα στον κυπριακό λαό. Δευτερευόντως, βεβαίως, έχει να κάνει και με την προσπάθεια ένταξης και Τουρκοκύπριων στις γραμμές του. Η εξέγερση του 1931 που έχει ως κύριο αίτημα την Ένωση, η αλλαγή γραμμής του ΚΚΕ για το Μακεδονικό και το ξέσπασμα του Β’ Παγκοσμίου πολέμου θα συντελέσουν ώστε το νεοσυσταθέν ΑΚΕΛ να αλλάξει τη θέση του και να δεχτεί την προοπτική της Ένωσης. Η στρατηγική αυτή θα είναι σε ισχύ μέχρι και λίγο πριν την τουρκική εισβολή, αν και μετά την κήρυξη της Ανεξαρτησίας θα περιοριστούν οι αναφορές σε αυτή. Η αποδοχή της συμμετοχής στις εργασίες της Διασκεπτικής, αλλά και η συμφωνία για επίλυση στην κατεύθυνση της Ανεξαρτησίας το 1958, θα αιτιολογηθούν από το ΑΚΕΛ ως τακτικοί συμβιβασμοί στην προοπτική της Ένωσης.
Που αποδίδεις κυρίως τον μεγάλο διχασμό μεταξύ Τουρκοκυπρίων και Ελληνοκυπρίων;
Στην πραγματικότητα οι όροι που χρησιμοποιούνταν ήταν Τούρκος της Κύπρου και Έλληνας της Κύπρου. Αυτό από μόνο του δηλώνει την ύπαρξη μια ταυτότητας για κάθε εθνοτική ομάδα. Κατά συνέπεια οι αντιπαραθέσεις μεταξύ Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και Ελλάδας, και Τουρκίας και Ελλάδας στη συνέχεια, είχαν αντανάκλαση και στο εσωτερικό του κυπριακού κοινωνικού σχηματισμού. Δεν είναι τυχαίο πως οι πρώτες αιματηρές συγκρούσεις που έγιναν το 1912 σχετίζονταν με την τότε πρόταση των βρετανών για παραχώρηση της Κύπρου στην Ελλάδα. Λίγο αργότερα, η συγκρότηση του νέου τουρκικού κράτους, σε συνδυασμό με την ένταση των κινητοποιήσεων για την Ένωση, αύξησε τις υπάρχουσες αποστάσεις. Ο βασικός δίαυλος συνύπαρξης που ήταν η συμμετοχή ελληνοκύπριων και τουρκοκύπριων σε κοινά εργατικά συνδικάτα ακυρώθηκε το 1958, όταν η ακροδεξιά τουρκοκυπριακή ΤΜΤ ξεκίνησε να εκτελεί όποιον τουρκοκύπριο δεν αποχωρούσε από τα ελληνοκυπριακά συνδικάτα.
Σήμερα μπορεί να υπάρξει λύση και ποια μπορεί να είναι;
Κατά τη γνώμη είναι πολύ δύσκολο, ακριβώς λόγω της περιπλοκότητας του θέματος και των πολύ διαφορετικών προσεγγίσεων που (φαίνεται πως) έχουν οι δύο κοινότητες. Δεν θα πρέπει να ξεχνάμε πως «λύση» υπήρξε και με τις συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου και είδαμε, μέσα σε μόλις τρία χρόνια, πως εξελίχθηκαν τα πράγματα. Σε κάθε περίπτωση η όποια λύση, θα πρέπει να είναι απόφαση των ίδιων των Κυπρίων, άσχετα με το πώς το βλέπει κανείς το ζήτημα εκτός Κύπρου.