του Φίλιππου Νικολόπουλου*
Τον τελευταίο καιρό πληροφορούμαστε ότι λαμβάνουν χώρα διάφορες κινήσεις με σκοπό τη διαμόρφωση νέων(;) πολιτικών πόλων με επικεφαλής παλαιά πολιτικά πρόσωπα, που υποτίθεται ότι έχουν τις ιδιότητες και τις ικανότητες ν’ ανοίξουν το δρόμο για μια εναλλακτική πολιτική κατάσταση μπροστά στις αποτυχίες και τα αδιέξοδα της κυβέρνησης Μητσοτάκη. Ωστόσο το ζήτημα δεν είναι η απομάκρυνση απλώς του Μητσοτάκη, αλλά η ανάγκη μιας βαθύτερης πολιτικής τομής που θα ανατρέψει χρόνιες πολιτικές και κοινωνικές παθογένειες της χώρας.
Όπως σωστά επισημαίνει σε παλαιότερο άρθρο του ο Ρούντι Ρινάλντι, το ζητούμενο είναι ν’ αντιμετωπιστεί και να μεταρρυθμιστεί σοβαρά ένα σύστημα μεταπρατικής χώρας που είναι πλέον βεβαρημένη με μνημονιακές πολιτικές και δεσμεύσεις και με μια παράδοση οδυνηρής εξάρτησης από μεγάλες δυνάμεις και μηχανισμούς οι οποίοι δεν ελέγχονται από την κοινωνική βάση της χώρας.
Ενθυμούμαι ως παλαιό στέλεχος του ΣΥΡΙΖΑ ότι, τους τελευταίους μήνες της κυβέρνησης Σαμαρά-Βενιζέλου το 2014ν ο ΣΥΡΙΖΑ μιλούσε παραπλανητικά για ανάγκη «ανατροπής» (είχαν σχηματισθεί και σχετικές «επιτροπές»), και εννοούσε παντελώς εσφαλμένα την ανατροπή μόνον της κυβέρνησης του Α. Σαμαρά. Λες και το πρόβλημα ήταν μόνον ένα πρόσωπο και όχι ένα σύνολο δομών, «μπλοκαρισμένων» θεσμών και δεσμών εξάρτησης. Αυτό το παγιδευτικό σφάλμα δεν πρέπει πάλι να επαναληφθεί.
Αλλά για να διαφοροποιηθεί σημαντικά το πολιτικό σύστημα της χώρας και ν’ ανατραπούν αποτελεσματικά οι αποφάσεις και οι «εκροές» του που είναι συνδεδεμένες με το παλαιό καθεστώς που περιγράψαμε παραπάνω, απαιτείται αυθεντική συλλογική, αποτελεσματική και εμπνευσμένη ενεργοποίηση της πλατιάς μάζας των πολιτών. Και ακριβώς σ’ αυτό το σημείο έγκειται η μεγάλη δυσκολία. Αν δεν θέλουμε παγιδευτικές «κινήσεις κορφής» και απλές παραλλαγές –επικοινωνιακών σκοπιμοτήτων– πάνω στο ίδιο μοτίβο, αλλά σε βάθος μόχλευση του δυναμικού της αδέσμευτης λαϊκής βάσης, με αντίστοιχη οργάνωση φορέων, κινήσεων και παρεμβάσεων, απαιτούνται άλλες σκοποθετήσεις και άνοιγμα άλλων εμπνευστικών προοπτικών. Πώς αυθεντικά, δυναμικά και με σοβαρή δύναμη κρούσης θα ενεργοποιηθεί ο πολίτης που στέκεται αδρανής και παραλυτικά εγκλωβισμένος μέσα στ’ αδιέξοδα του υπάρχοντος συστήματος;
Σαφώς και υπάρχει περιθώριο κοινωνιολογικά να προβληματιστούμε για το σύνολο των εμποδίων –για πολλούς πλέον ανυπέρβλητων– που δεν αφήνουν, «μπλοκάρουν» αυτή την ενεργοποίηση. Και το ζήτημα δεν αφορά μόνον την Ελλάδα, αλλά τη συνολική πολιτική κατάσταση της Δύσης. Αν δεν συνειδητοποιήσουμε σε βάθος το πρόβλημα, δεν εξασφαλίζουμε τις προϋποθέσεις και δεν μπορούμε να κάνουμε τα απαραίτητα βήματα για τη ζητούμενη ενεργοποίηση.
1 Πρώτο, μετά την πτώση του Ανατολικού Μπλοκ (με όλα τα κακά του), ο νεοφιλελευθερισμός και η παγκοσμιοποίηση, όπως και η πολιτική των ΗΠΑ, κέρδιζαν και κερδίζουν συνεχώς έδαφος και σχεδόν παρουσιάζονται στα μάτια του απλού πολίτη ως μονόδρομοι. Αυτό αποθαρρύνει τον τελευταίο για δράση προς αναζήτηση άλλων επιλογών. Δεν πρόκειται απλώς για το πέρασμα κάποιας ιδεολογίας, αλλά για βαθμιαία διαμόρφωση κουλτούρας (με την ευρύτερη ανθρωπολογική έννοια του όρου) που προσδιορίζει πια καθημερινές πρακτικές ζωής.
2 Δεύτερο, ο κόσμος έχει πια βαθύτατα κουραστεί και απογοητευτεί απ’ τη συνεχιζόμενη «κειμενολογία», «υποσχεσιολογία» και «λεξολαγνεία» προοδευτικής κατεύθυνσης που σχεδόν σύντομα ανατρέπεται απ’ τα πράγματα. Το χτύπημα π.χ. που έδωσε ο ΣΥΡΙΖΑ με τη διακυβέρνησή του, την προδοσία του και τους παγιδευτικούς εγκλωβισμούς του, ήταν καταλυτικό. Και πιο πολύ ήταν καταλυτικό όταν ο κόσμος άρχιζε να υποψιάζεται ότι η «όλη επιχείρηση» ήταν σχεδιασμένη και ο Α. Τσίπρας (που επελέγη από κάποιους κύκλους ανεξαρτήτως της πολιτικής, ηθικής και πνευματικής συγκρότησής του) έπαιξε απλώς τον ρόλο του με την ικανότητά του στο ψέμα και την απεριόριστη θρασύτητά του. Πού και πώς να πιστέψει πλέον;
3 Τρίτο, σε συνδυασμό με το προηγούμενο, ο κόσμος έχει έντονη την αίσθηση –και όχι άδικα– ότι υπάρχουν πολύ αποτελεσματικοί και ταυτόχρονα κρυφοί μηχανισμοί, συνδεδεμένοι με μεγάλα κέντρα εξουσίας μέσα κι έξω απ’ την Ελλάδα, που παγιδεύουν κι αποπροσανατολίζουν τον πολίτη σε βαθμό που αυτό φθάνει σε σύγχυση και πλήρη αποθάρρυνση! Δεν μπορεί να ελέγξει αυτούς τους μηχανισμούς, που δρουν πίσω απ’ την πλάτη του, γιατί οι εμμεσοποιημένες δομές του συστήματος (τρόποι ανάδειξης ηγεσιών, ΜΜΕ, χειραγώγηση, πολιτική διαφήμιση, χρηματοδοτήσεις, κάλυψη διαφθοράς και σκανδάλων κ.λπ.) ενέχουν πολυπλοκότητα και δυνατότητα μεγάλης διεύρυνσης της απόστασης μεταξύ αυτού και αυτών που παίρνουν τις αποφάσεις. Επιβάλλονται και διασημοποιούνται πρόσωπα (για να παίξουν κάποιο ρόλο), χωρίς αυτός να μπορεί να καταλάβει το «πώς». Κι αυτή η πολυπλοκότητα των δομών, και των δυναμικών που απορρέουν από αυτές, συνδέεται άμεσα με την ίδια την πολυπλοκότητα της σύγχρονης κοινωνίας.
4 Τέταρτο, η σύγχρονη και διαρκώς αναπτυσσόμενη τεχνολογία (όχι μόνο στο πεδίο της επικοινωνίας) κατέχεται κυρίως από τους διευθυντικούς ολιγαρχικούς κύκλους, ενισχύει τους παραπάνω μηχανισμούς και κατά κάποιο τρόπο φοβίζει τον πολίτη.
5 Πέμπτο, υπάρχουν βαθύτατοι μηχανισμοί ελέγχου σε πολλά επίπεδα, ώστε είναι εξαιρετικά δύσκολο ν’ αποκτήσουν πολιτικές θέσεις επιρροής άτομα με ηγετικά προσόντα που δεν είναι διαχειρίσιμα και διαθέτουν ανεξαρτησία γνώμης και πράξης. Αν υπάρχει, λοιπόν, μία εκτεταμένη αλυσίδα «yesmen» σ’ όλη την ιεραρχία της εξουσίας, είναι αδύνατον να φθάσει στον πολίτη μια ώθηση ενεργοποίησης. Ακόμη κι αυτή τη στιγμή που μιλάμε υπάρχουν άνθρωποι με ηγετικά προσόντα, εντιμότητα και ικανότητες, που μπορούν να ηγηθούν ακηδεμόνευτων κομμάτων και οργανώσεων ή και της ίδιας της κυβερνητικής εξουσίας, αλλά δεν τους «αφήνουν να πλησιάσουν», «κόβονται». Προτιμώνται οι «χρήσιμοι ηλίθιοι» ή οι μη ηλίθιοι μεν, αλλά πλήρως ελεγχόμενοι και επιλεγόμενοι ως ικανοί να διεκπεραιώσουν έργο που έχουν σχεδιάσει οι διευθυντικοί ολιγαρχικοί κύκλοι. Τα προσοντούχα πρόσωπα ανεξάρτητης και ισχυρής προσωπικότητας πλήττονται, ανεξαρτήτως ιδεολογικής γραμμής και ιδεολογικών διαφορών, απλώς και μόνον για τη δυναμική της προσωπικότητας και του χαρακτήρα τους και τους κινδύνους που αυτή περικλείει για τους κατεστημένους κύκλους.
6 Έκτο, υπάρχει έντονη αίσθηση ότι οι άνθρωποι της πολιτικής, και περισσότερο εκείνοι της πολιτικής εξουσίας, είναι διαβρωμένοι και διεφθαρμένοι, πράγμα που λειτουργεί, σε επίπεδο πολιτικής ψυχολογίας, αποθαρρυντικά. Μάλιστα αυτή η ρήση (με αρνητικό περιεχόμενο φυσικά) «όλοι οι πολιτικοί ίδιοι είναι» (συνεπώς τι νόημα έχει «η καταγγελία και η κριτική») χρησιμοποιείται από πολιτικούς που είναι «στριμωγμένοι από σκάνδαλα», δεχόμενοι σκληρή κριτική από αντιπάλους. Αυτό χρησιμοποιήθηκε το 1989 και από το ΠΑΣΟΚ, όταν ο ΣΥΝ και η Ν.Δ. του επετίθεντο για σειρά σκανδάλων.
7 Έβδομο, η ακαδημαϊκή ηγεσία της χώρας (η επίσημη, δηλαδή, πνευματική της ηγεσία) δεν παρουσιάζει τις απαιτούμενες αντιστάσεις και στριμώχνεται ουσιαστικά στην κατεύθυνση ενός ρηχού «καριερισμού», που τα τελευταία χρόνια φαίνεται να αποσυνδέεται και από ιδεολογικές εθνικές θέσεις.
8 Όγδοο, η τηλεοπτική αποχαύνωση του πολίτη, που επέρχεται αδιόρατα και εθιστικά, έχει ως αποτέλεσμα να παθητικοποιείται και ν’ αποκτά τη «νοοτροπία του καναπέ». «Παρατηρώ απλώς, θεώμαι και δεν συμμετέχω». Συνηθίζω την εικονική πραγματικότητα και δεν έχω τη διάθεση και την ικανότητα να τη διακρίνω απ’ την ίδια την πραγματικότητα. Νοιώθω τη ρηχή ασφάλεια του «καναπέ», από τη στιγμή που δεν βλάπτεται το ατομικό μου συμφέρον (ή κοντόφθαλμα, τουλάχιστον έχω την εντύπωση ότι δεν βλάπτεται). Με τον τρόπο αυτό οι ψευδείς ή διαστρεβλωμένες ειδήσεις αποτυπώνονται ευκολότερα στον εγκέφαλο του θεατή-πολίτη, σε συνδυασμό πάντα με την «πλύση εγκεφάλου» των διαφημίσεων (και όχι μόνον των πολιτικών διαφημίσεων). Ο πολίτης βαθμιαία μεταβάλλεται σε θεατή-καταναλωτή που μαθαίνει να κινείται και να προσαρμόζεται στον κόσμο της αγοράς και να θεωρεί τις αξίες της αυτονόητες. Για να ενεργοποιηθεί όμως συλλογικά θα έπρεπε να συνδεθεί αφιλοκερδώς με κάποιο κοινωνικό ιδεώδες και καθήκον, πράγμα που αποκλείεται αν επικρατεί η παραπάνω νοοτροπία.
9 Ένατο, η αποτελεσματικότητα της χειραγώγησης του πολίτη (που είναι εξίσου ισχυρή με άλλες μορφές επιρροής) δεν συντελείται μόνον με τον τηλεοπτικό βομβαρδισμό, αλλά και με άλλους τρόπους που η διείσδυσή τους στις συνειδήσεις είναι αόρατη (το πνεύμα της διαφήμισης γενικά, όπου μεγεθύνονται υπερβολικά και παραπλανητικά οι θετικές ιδιότητες ενός εμπορεύματος και αποκρύπτονται άλλες πλευρές του, το πνεύμα της «αγοράς και πώλησης» γενικά, που εισπράττεται βαθμιαία ως μια φυσική κατάσταση σ’ ένα οικονομικό σύστημα στο οποίο ο πολίτης πρέπει να προσαρμοστεί αναγκαστικά, ενώ κάθε άλλη δράση ενάντια στην εμπορευματοποίηση θεωρείται μη λογική – ας θυμηθούμε εδώ το σημαντικό βιβλίο του Χορκχάιμερ «Η Έκλειψη του Λόγου»). Η διαφήμιση –και όχι μόνο η πολιτική διαφήμιση– παρουσιάζει γενικά έναν κόσμο «ευχάριστο κι ευτυχισμένο», στον οποίο ο καθένας μπορεί να έχει ατομική πρόσβαση. Οι δυστυχισμένες πλευρές μιας ζωής σημαδεμένης από κοινωνικές ανισότητες και αδικίες οργανωμένες από δυναμικές διευθυντικές μειοψηφίες αποκρύπτονται. Δίνεται, λοιπόν, η εντύπωση ότι το «ατομικό όνειρο» είναι στα χέρια του καθένα, αρκεί να μην εμπλακεί σε διαδικασίες που τον αποπροσανατολίζουν από τις επιτυχείς ατομικές δραστηριότητες. Η ενεργοποίηση του πολίτη (με την έννοια που διαπιστώσαμε παραπάνω) ευρίσκεται έξω από αυτόν τον προσανατολισμό.
Γενικά η επικράτηση της έννοιας της «επιτυχίας» (αμερικάνικου τύπου) στην καθημερινή ζωή (μέσω εκπαίδευσης, κοινωνικοποίησης, διαμόρφωσης συγκεκριμένης κουλτούρας κ.λπ.) πείθει τον πολίτη ότι δήθεν «όλα είναι ανοιχτά», ενώ τελικά χειραγωγείται, ως επί το πλείστον, σε κατευθύνσεις παραπλανητικές και παγιδευτικές (ας θυμηθούμε και το περίφημο βιβλίο του C.W. Mills «H Elite της Δύναμης», ή ακόμη και το περίφημο θεατρικό έργο του Α. Μίλλερ «Ο Θάνατος του Εμποράκου»). Επί του προκειμένου, ο χειραγωγών είναι ολόκληρο το υπάρχον σύστημα με τις «συμβολικές» πολιτικές του και όχι απλώς ο τηλεοπτικός μηχανισμός (ο άνθρωπος ως φορέας συμβόλων –κυρίως λεκτικών– είναι συνηθισμένος να προσανατολίζεται στη συμπεριφορά του από καθιερωμένο συμβολικά σημεία αναφοράς).
10 Δέκατο, το σύνολο της καλούμενης «κοινωνίας του θεάματος» (ας θυμηθούμε και το γνωστό ομώνυμο βιβλίο του Γκυ Ντεμπόρ) παθητικοποιεί και αποπροσανατολίζει τον πολίτη και τον κάνει να ξεχνά επιπόλαια τα προβλήματά του. Εξισώνει επιφανειακά τα άτομα μπροστά στο «θεάσθαι», τους προσφέρει επιφανειακές ηδονές του «θεαματικού» ή και «αισθησιακού» που υπονομεύουν τη σοβαρή κριτική σκέψη και απομακρύνουν τον προβληματισμό επί της κατάστασης του κοινωνικού. Κατά κάποιον τρόπο «αφιονίζει» τα άτομα και τα παρασύρει σε τεχνητές συγκινήσεις πλήρως αβαθείς, που απομακρύνουν από την αίσθηση των ταξικών ανισοτήτων και των εντάσεων των πραγματικών και σοβαρών αντιπαραθέσεων. Η τηλεοπτική εικονολαγνεία συμπληρώνεται επαρκώς από την ευρύτερη «θεαματολαγνεία» (κινηματογραφικές ταινίες ιδίως χολυγουντιανού τύπου, με εντυπωσιακά και καθηλωτικά «εφέ», παρακολούθηση μαζικών αθλημάτων όπως το ποδόσφαιρο, η καλαθοσφαίριση –τα τελευταία χρόνια δυστυχώς και ο κλασσικός αθλητισμός κινείται και αυτός στην ίδια κατεύθυνση– κ.ά., όπου εκτονώνεται επαρκώς το θυμικό στοιχείο των ατόμων και έτσι τίθεται σε ενέργεια μια ακίνδυνη «βαλβίδα αποσυμπίεσης», μουσικές μαζικές εκδηλώσεις σχετιζόμενες κυρίως με τη λεγόμενη μαζική κουλτούρα κ.λπ.).
Και πρόκειται για εικόνα και θέαμα «μιας χρήσεως», με αποτέλεσμα τα άτομα ν’ αναζητούν διαρκώς ολοένα και νέες «πλαστές» συγκινήσεις ξεχνώντας κάθε έννοια σοβαρής συμμετοχής σε κοινωνικές και πολιτικές διαδικασίες που απαιτούν «απεγκλωβισμό» απ’ το «αφιόνισμα» της τεχνικά προκαλούμενης ηδονικής εντύπωσης, και ανάπτυξη στοιχειώδους κριτικής σκέψης (γιατί φυσικά δεν εννοούμε αγελαία συμμετοχή αλλά ίσα-ίσα θεωρούμε την «ποδοσφαιροποίηση» της πολιτικής εξίσου θανάσιμο εχθρό). Το ήδη κουρασμένο και απογοητευμένο άτομο παραδίνεται χωρίς αντιστάσεις στην ηδονή της εικόνας και του θεάματος και βυθίζεται στην «κουλτούρα του καναπέ» και της «εξέδρας» ξεχνώντας και χαλαρώνοντας (ακίνδυνο ψυχολογικό αντιστάθμισμα).
Και όσον αφορά τον αθλητισμό οι αγώνες δεν είναι πια «στεφανίτες αλλά χρηματίτες», δηλ. η διεξαγωγή τους και τα αποτελέσματά τους είναι εμπορευματοποιημένα, σχετιζόμενες και σχετιζόμενα με κάποιο οικονομικό κέρδος, ακυρώνοντας σχεδόν το γνήσιο αθλητικό ιδεώδες (π.χ. ο πρωταθλητής που μετά τις νίκες του αρχίζει να συμμετέχει σε διαφημίσεις για ν’ αποκομίσει κέρδη).
Κι όλα αυτά σε συνδυασμό πάντα με το λεγόμενο «star system», που ουσιαστικά αποθεώνει τον ατομικισμό και τον ωφελιμισμό των ατομικών διαφοροποιήσεων: «λειτουργώ ως άτομο που επιδίδεται στο να φθάσει στην κορφή μιας πυραμίδας φήμης και επιφανειακής δόξας, αδιαφορώντας για τα ζητήματα του κοινωνικού περίγυρου». Και τα προβαλλόμενα ινδάλματα είναι εκείνα που έχουν επιτύχει με όρους «star system» και ως εκ τούτου τα προσωποποιημένα σημεία αναφοράς, στα οποία κατατείνει ο χειραγωγούμενος κόσμος, εμπεριέχουν όλες τις προϋποθέσεις και την κουλτούρα αυτού του συστήματος.
11 Ενδέκατο, ο μέσος πολίτης είναι ήδη κουρασμένος από τον αγώνα της επιβίωσης, δεδομένου ότι λόγω εγγενών χαρακτηριστικών του καπιταλιστικού οικονομικού συστήματος, στη φάση του νεοφιλελευθερισμού, και αδυναμιών της σημερινής κυβέρνησης, το κόστος της ζωής αυξάνεται, ενώ μισθοί και ημερομίσθια παραμένουν ουσιαστικά καθηλωμένα. Κι αυτό σε συνδυασμό με την επικράτηση της καταναλωτικής κοινωνίας, τουλάχιστον στη Δύση, που αυξάνει την αίσθηση των αναγκών που πρέπει να καλυφθούν. Η κοινωνικοοικονομική ανισότητα δεν είναι πλέον εκείνη που χαρακτήριζε την ελληνική κοινωνία της δεκαετίας του 1950, με κυρίαρχο τον πρωτογενή αγροτικό τομέα και εγκαταλελειμμένη περιφέρεια, αλλά έχει μετακινηθεί σε άλλο επίπεδο με νέες πιέσεις και νέου τύπου εγκλωβισμούς. Ο αγώνας της επιβίωσης σ’ ένα περιβάλλον άκρατου ατομικού ανταγωνισμού αποθαρρύνει καθοριστικά την πολιτική ενεργοποίηση με ιδεολογικές αναφορές και συνειδητή συμμετοχή.
12 Δωδέκατο, το μικροαστικό στοιχείο στη σύνθεση της ελληνικής κοινωνίας και η κυρίαρχη μεταπρατική διάσταση του οικονομικού συστήματος αποτελούν πρόσκομμα στη διαμόρφωση αγωνιστικής κουλτούρας με ιδεολογική κάθετη πύκνωση και στοχοθετήσεις χωρίς προοπτική ατομικών ανταλλαγμάτων. Ο μικροαστικός τύπος ανθρώπου εύκολα ξεχνά από τη στιγμή που θα «βολευτεί» ή εξ αρχής κινητοποιείται κυρίως για ατομικά ανταλλάγματα και με χαρακτηριστική τάση ν’ αναρριχηθεί οικονομικά και κοινωνικά ως άτομο (αυτό το εκμεταλλεύτηκε κατά κόρον ο Α. Παπανδρέου).
13 Δέκατο τρίτο, η εκτεταμένη αλλοτρίωση των ανθρώπων (που δεν περιορίζεται μόνο στη μαρξιστική της εκδοχή), συνδεόμενη άμεσα με τον άμετρο ανταγωνισμό που διαμορφώνεται υπό το καθεστώς του νεοφιλελευθερισμού, αποδυναμώνει το συλλογικό πνεύμα και την προσήλωση σε κοινωνικά ιδεώδη που απαιτούνται για την κινητοποίηση των πολιτών. Υπερισχύει η ατομική επιβίωση και η τάση για υλική ατομική ευμάρεια, ενώ η ηθική ικανοποίηση από κινητοποιήσεις του παραπάνω τύπου ολοένα και περισσότερο χάνει τη σημασία της. Κι αυτό μέσα σ’ ένα πλαίσιο ευρύτερης αποξένωσης της μαζικής κοινωνίας, ανεξάρτητα αν η τεχνική της επικοινωνίας διαρκώς αναπτύσσεται καθώς η αντίστοιχη τεχνολογία αυξάνεται ραγδαία. [Ας θυμηθούμε και το περίφημο κοινωνιολογικό βιβλίο «Το Μοναχικό Πλήθος» («The Lonely Crowd») του Ντ. Ρίσμαν]. Το άτομο «προσδιορίζεται απ’ έξω» από την κουλτούρα του παραπάνω οικονομικού συστήματος, καταπιέζοντας ή αγνοώντας τις δικές του εσωτερικές τάσεις για κοινωνική συμμετοχή με συλλογικά σημεία αναφοράς, ή για ανάπτυξη, τουλάχιστον, της δικής του προσωπικότητας ανεπηρέαστης από τους «ετεροπροσδιοριζόμενους άλλους».
14Δέκατο τέταρτο, η βαθιά αίσθηση στο μέσο πολίτη ότι το πολιτικό παιχνίδι παίζεται πλέον σε διεθνές επίπεδο από «πολύ υψηλού επιπέδου (από πλευράς δύναμης) παίκτες» κι αυτός αδυνατεί να παρέμβει μέσα από υποτιθέμενους δημοκρατικούς θεσμούς (όταν τυπικά, τουλάχιστον, αυτοί υφίστανται), γιατί αυτοί είναι ουσιαστικά υπονομευμένοι και φαλκιδευμένοι από μη ελεγχόμενες δομές δύναμης.
***
Όπως προκύπτει από τα παραπάνω, τα πράγματα δεν είναι καθόλου απλά, και υπάρχουν πολύ σοβαροί λόγοι της αδράνειας, της παθητικοποίησης και της μη συμμετοχικότητας του σημερινού πολίτη. Αυτοί οι λόγοι δεν ανατρέπονται από τη μια ημέρα στην άλλη, γιατί υπάρχουν αποτρεπτικές δομές δύναμης συνεπικουρούμενες από γραφειοκρατικούς και ακόμη περισσότερο σήμερα «ψηφιακούς» εγκλωβισμούς. Η εμμεσοποίηση διαρκώς ισχυροποιείται και το «εργαλείο» διαρκώς περιορίζει την άμεση ανθρώπινη προσωπική επαφή. Και σ’ όλη αυτή τη συνολική διαδικασία το «πάνω χέρι» το έχουν κύκλοι μεγάλης δύναμης (π.χ. «τραπεζική χούντα») ή και νέοι κύκλοι επιρροής (π.χ. άνθρωποι των Media, μέσα κοινωνικής δικτύωσης, άνθρωποι του θεάματος και της διασκέδασης, influencers κ.λπ.) που δεν θίγουν όμως την επιρροή και επιβολή των παραπάνω αρχικών κύκλων.
Το ερώτημα είναι βασανιστικό: Πώς αντιμετωπίζεται όλη αυτή η κατάσταση; Η απάντηση δεν είναι καθόλου απλή. Οπωσδήποτε όμως δεν μπορούμε ν’ αρκεστούμε σε εξαγγελίες κομμάτων και σε σκόπευση απλής αλλαγής εξωτερικών πολιτικών δομών. Απαιτείται βαθιά συνειδησιακή εγρήγορση και εξέγερση. Στην αναγκαία αυθεντική συλλογική κινητοποίηση με πύκνωση ιδεολογική και αξιακή πρέπει οπωσδήποτε να προστεθεί η καθοριστική συμβολή του «μέσα ανθρώπου»! Τα εξωτερικά δεσμά πρέπει να σπάσουν και με ισχυρά χτυπήματα που προέρχονται και από την εσωτερική αναγέννηση. Και ακριβώς σε αυτό το σημείο αναδύεται μια νέα μεγάλη δυσκολία. Το ενεργοποιημένο κοινωνικό πρέπει να συναντήσει το εξεγερμένο «βαθύτερο εσώτερο»!
* Ο Φίλιππος Νικολόπουλος είναι Δρ Κοινωνιολογίας, Νομικός – πρ. Επίκουρος Καθηγητής Φιλοσοφικής Σχολής Παν/μίου Κρήτης, πρ. Αναπληρωτής Καθηγητής Παν/μίου Ινδιανάπολης, Γραμματέας των Σχολών και της Κοσμητείας του Φιλολογικού Συλλόγου «Παρνασσός» και επιστημονικός υπεύθυνος του Ελεύθερου Πανεπιστημίου.