του Βαγγέλη Καινούργιου
Σε ένα νέο σχολείο υποτίθεται ότι στοχεύει η «μεταρρύθμιση» της κυβέρνησης Μητσοτάκη στην εκπαίδευση με κύριες επιδιώξεις, όπως λέει, τον εντοπισμό των δεξιοτήτων του μαθητή και την αξιολόγηση του εκπαιδευτικού. Πάντως, η τελευταία φορά που μία κυβέρνηση της Δεξιάς είχε αντιμετωπίσει με κάποια επιτυχία τα χρόνια προβλήματα της ελληνικής εκπαίδευσης ήταν το 1976, η οποία είχε υπολογίσει τη λειτουργία του σχολείου σε σχέση με το οικονομικό και κοινωνικό συγκείμενο της εποχής –κάτι που αδυνατεί να κάνει η κυβέρνηση Μητσοτάκη– κι οπωσδήποτε έλεγε πολύ λιγότερες παχιές κουβέντες.
Η δική μας εποχή θέλει ένα σχολείο που να «σηκώσει τον σταυρό» μιας κοινωνίας διαλυμένης μετά από μια δεκαετία μνημονίων κι από τις απανωτές καραντίνες. Κάτι, που δεν είναι εφικτό δίχως επαρκές προσωπικό και υποδομές, δίχως σχολικά γεύματα κι αντισταθμιστική αγωγή. Αυτά, φυσικά, δεν γίνονται δίχως λεφτά, πολλά λεφτά από τον κρατικό προϋπολογισμό. Γι’ αυτό όσους λαγούς και να τραβήξει από το καπέλο του νεοφιλελευθερισμού η κυβέρνηση της Ν.Δ., η προσπάθειά της θα καταλήξει σε παταγώδη αποτυχία, διότι τι πόρους θα βρει το «αυτόνομο» σχολείο από τις μπατιρισμένες τοπικές επιχειρήσεις και τους γονείς των μαθητών που αν τους γυρίσεις ανάποδα δεν πέφτει ευρώ; Ή μήπως θα το σώσουν τα γνωστά εκπαιδευτικά προγράμματα των πολυεθνικών που προωθούν το κοινωνικό τους προφίλ, επιδιώκοντας καλύτερα επιχειρηματικά αποτελέσματα;
Επίσης, θα είχε πολύ μεγάλο ενδιαφέρον να μας εξηγήσει η κυβέρνηση τι είδους αυτονομία των σχολείων θα είναι αυτή που θα υλοποιεί μαζικά, κεντρικά εκπορευόμενες δράσεις στα Εργαστήρια Σχολικών Δεξιοτήτων στην Πρωτοβάθμια κι έναν άνευ προηγουμένου εξεταστικό μαραθώνιο στη Δευτεροβάθμια και θα ελέγχεται αυστηρά από ένα σώμα αδρά αμειβόμενων σχολικών συμβούλων – επιθεωρητών και διευθυντών managers; Επειδή τέτοιου είδους εξηγήσεις είναι δύσκολο να δοθούν επιλέγεται από την κυβέρνηση ως λύση η επιβολή σιωπητηρίου στην εκπαίδευση δια της «αξιολόγησης».
Ακόμη και σε αυτή τη συγκυρία, μετά από όσα έχουν τραβήξει οι εκπαιδευτικοί και μαθητές τα τελευταία χρόνια, το μόνο που έχει να πει ο πρωθυπουργός είναι πως «πρέπει με κάποιο τρόπο να προσαρμόσουμε τα σχολεία μας, το εκπαιδευτικό μας πρόγραμμα στις ανάγκες μιας αγοράς εργασίας και ενός κόσμου ο οποίος αλλάζει με πολύ μεγάλη ταχύτητα», αδιαφορώντας ότι εδώ και καιρό η εκπαιδευτική κοινότητα είναι στα όριά της! Αν, λοιπόν, ο κόσμος της εκπαίδευσης ονειρεύεται κάτι περισσότερο από το να κυνηγά μια θέση στην αγορά εργασίας του τρεις κι εξήντα και του «φύγε εσύ, έλα εσύ» και να του λένε από πάνω ότι πρέπει να αποκτήσει soft skills για να γίνει αυτό, τότε οφείλει να κινητοποιηθεί. Αμέσως!