Η μεταφορά της πρεσβείας των ΗΠΑ στην κατεχόμενη Ιερουσαλήμ και οι διαρκείς εν ψυχρώ δολοφονίες δεκάδων Παλαιστινίων διαδηλωτών από ισραηλινούς ελεύθερους σκοπευτές στα «σύνορα» Γάζας-Ισραήλ τις τελευταίες εβδομάδες ξανάφεραν στο επίκεντρο της διεθνούς προσοχής το –μάλλον υποβαθμισμένο τα τελευταία χρόνια– Παλαιστινιακό Ζήτημα. Πρόκειται για δύο εξελίξεις άμεσα συνδεδεμένες μεταξύ τους. Δεν θα ήταν λοιπόν υπερβολική η υπόθεση ότι η διαδοχή των γεγονότων (απόφαση Τραμπ για μεταφορά της πρεσβείας, έναρξη των Πορειών της Επιστροφής ως παλαιστινιακή απάντηση, κλιμακούμενο χτύπημα των διαδηλωτών από το Ισραήλ, υλοποίηση της μεταφοράς της πρεσβείας, κορύφωση της σφαγής Παλαιστινίων διαδηλωτών) ήταν όχι μόνο προβλέψιμη, αλλά και σχεδιασμένη.
Όχι μόνο τα ανώτερα επιτελεία, αλλά κάθε λογικός άνθρωπος γνώριζε ότι η προκλητική απόφαση του Τραμπ (η οποία συνειδητά και ανοιχτά παραβιάζει μια διεθνή νομιμότητα που τυπικά ακόμη υφίσταται, «απαγορεύοντας» την αναγνώριση της κατεχόμενης Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσας του Ισραήλ) θα προκαλούσε ξεσηκωμό των Παλαιστινίων. Άρα ανακύπτει η ανάγκη, πέραν της αυτονόητης καταδίκης αυτών των εμπρηστικών ενεργειών των ΗΠΑ και της «υποστήριξής» τους με εγκλήματα πολέμου από το Ισραήλ, να εκτιμηθεί ο στρατηγικός σχεδιασμός των πρωταγωνιστών της κλιμάκωσης. Αυτό δεν είναι εύκολο, και οπωσδήποτε απαιτεί η ματιά να ανοιχτεί στην ευρύτερη περιοχή – η οποία έχει μετατραπεί σε επίκεντρο σύγκρουσης όλων των περιφερειακών και μεγάλων δυνάμεων.
Η επιμονή της Ουάσιγκτον να φιτιλιάσει εκ νέου μια ακόμη εστία σύγκρουσης, μεταφέροντας επιδεικτικά την πρεσβεία της στην Ιερουσαλήμ, κρύβει τη στόχευση του σιιτικού τόξου και την υιοθέτηση ενός σκληρότερου, πιο αποφασιστικού σχεδιασμού για χτύπημα του Ιράν
Οι αποτυχίες των ΗΠΑ, κίνητρο για νέους τυχοδιωκτισμούς
Η από πρώτη ματιά περίεργη επιμονή της Ουάσιγκτον να φιτιλιάσει εκ νέου μια ακόμη εστία σύγκρουσης, μεταφέροντας επιδεικτικά την πρεσβεία της στην Ιερουσαλήμ, δεν μπορεί να οφείλεται μονάχα στην επιρροή του ισχυρού σιωνιστικού λόμπι των ΗΠΑ. Πίσω της κρύβει τη στόχευση του σιιτικού τόξου και την υιοθέτηση ενός σκληρότερου, πιο αποφασιστικού σχεδιασμού για χτύπημα του Ιράν – ή έστω για να εξαναγκαστεί η Τεχεράνη να αποτραβηχτεί από τη Συρία και αλλού, και να αποδεχθεί το ψαλίδισμα της περιφερειακής ισχύος της. Εξάλλου το χτύπημα στο Ιράν αποτελεί το σπουδαιότερο όνειρο και αυτού καθαυτού του σιωνιστικού λόμπι των ΗΠΑ. Έτσι κλιμακώνονται οι προκλήσεις, και πολλαπλασιάζονται οι συνοδευτικές-υποστηρικτικές κινήσεις της έκνομης αναγνώρισης της Ιερουσαλήμ ως ισραηλινής πρωτεύουσας: από τη μεταφορά πρεσβειών και άλλων χωρών (την αρχή έκανε η Γουατεμάλα, με το αμαρτωλό παρελθόν της γενοκτονίας των ιθαγενών και της Αριστεράς χάρη και σε ισραηλινή «τεχνογνωσία») ως την διόλου αθώα και τυχαία ισραηλινή επιτυχία της… «δικαιωματικής» ισραηλινής τραγουδίστριας στη Γιουροβίζιον – που έσπευσε να ενισχύσει το status της Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσας του Ισραήλ.
Τα σχέδια αυτά εν μέρει υπαγορεύονται από τις μέχρι τώρα αποτυχίες των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή. Η αμερικανική εισβολή και κατοχή του Ιράκ κατέληξε στην εντυπωσιακή ενίσχυση των σιιτικών και φιλοϊρανικών δυνάμεων στη χώρα αυτή, και σε μια στενάχωρη συγκατοίκηση των πάντων στη διακυβέρνησή της. Στο Λίβανο, παρά την αμέριστη βοήθεια των Σαουδαράβων και Ισραηλινών συμμάχων της Ουάσιγκτον, η Χεζμπολά και γενικότερα το πολιτικό και κοινωνικό μπλοκ της Αντίστασης όχι μόνο δεν ηττήθηκε ή έστω αποδυναμώθηκε αλλά, αντίθετα, διαρκώς ενισχύεται. Στη Συρία η Ρωσία και οι σύμμαχοί της έχουν εγκατασταθεί για τα καλά, η επιρροή του Ιράν είναι μεγάλη, και η προσπάθεια χρησιμοποίησης των Κούρδων για να εξασφαλιστεί η αμερικανική παρουσία διαρκώς σκοντάφτει – προκαλώντας μεταξύ άλλων και την απομάκρυνση της Άγκυρας από τη δυτική συμμαχία. Στην Υεμένη ο πόλεμος που έχει εξαπολύσει (με αμερικανικά όπλα και υποστήριξη) ο σαουδαραβικός συνασπισμός δεν έχει καταφέρει να λυγίσει τις φιλοϊρανικές δυνάμεις. Η λίστα των αποτυχιών είναι μεγάλη. Αλλά, αντί να οδηγήσει σε επανεξέταση της αποτυχημένης αλαζονικής πολιτικής των ΗΠΑ, «εμπνέει» ακόμη πιο τυχοδιωκτικά και επιθετικά σχέδια.
Αλλαγές συνόρων στη Μέση Ανατολή, και όχι μόνο
Σε αυτά προστίθεται ο σχεδόν φανερός εκβιασμός του Νετανιάχου προς τις ΗΠΑ, να εμπλακούν πιο ενεργητικά στην καταπολέμηση της περιφερειακής δύναμης που το Ισραήλ φοβάται περισσότερο από κάθε άλλη: του Ιράν. Οι μέχρι τώρα ενέργειες των ισραηλινών επιχειρούν να τραβήξουν την Ουάσιγκτον στο πλάι τους, με βασικό επιχείρημα την κοινή ανάγκη και των δύο να υποβαθμιστεί βίαια ο ρόλος της Τεχεράνης στην ευρύτερη περιοχή. Το Ισραήλ γνωρίζει εξάλλου ότι, δίχως την ενεργητική εμπλοκή των ΗΠΑ, είναι αδύνατη η επίτευξη αυτού του στόχου – καθώς το Ιράν αποτελεί κάθε άλλο παρά εύκολο στόχο. Έτσι, ενώ το Παλαιστινιακό ξαναβγαίνει πρώτο στην επικαιρότητα με τραγικό τρόπο, τα μάτια των επιτελείων είναι στην πραγματικότητα στραμμένα πιο πέρα.
Αυτό που τους απασχολεί είναι καταρχήν πώς θα καταλήξει η σύγκρουση στη Συρία, η οποία κάθε άλλο παρά βαίνει προς το τέλος της, παρά την ήττα των τζιχαντιστών και τις πολλαπλασιαζόμενες ειρηνευτικές πρωτοβουλίες. Για να καταλήξει, θα πρέπει να υπάρξει μια στοιχειώδης συμφωνία μεταξύ των μεγάλων και των περιφερειακών δυνάμεων για το αν και πώς θα εξασφαλιστεί η παρουσία και θα αναδιανεμηθεί η επιρροή της καθεμιάς στη Μέση Ανατολή. Στην πραγματικότητα, η χαοτική σύγκρουση και οι εναλλαγές συμμαχιών ήδη αλλάζουν τα σύνορα στη Μέση Ανατολή. Και αμφισβητούν έτσι έμπρακτα τη Συνθήκη της Λωζάνης, που δεν διευθετούσε μονάχα τις ελληνοτουρκικές διαφορές. Είναι πιθανό όμως η ντε φάκτο αλλαγή όσων καθορίζει η εν λόγω Συνθήκη για τη Μέση Ανατολή σύντομα να εξαπλωθεί και δυτικότερα, στα Βαλκάνια…
Εχθροί και «φίλοι» της Παλαιστίνης
Μέσα στο μεσανατολικό χάος, οι Παλαιστίνιοι εξακολουθούν να μαρτυρούν και να αγωνίζονται για την απελευθέρωση της πατρίδας τους και για την επιστροφή των προσφύγων στα πατρογονικά τους. Κι αυτό συμβαίνει συνεχώς εδώ και 70 χρόνια, από την Νάκμπα (Καταστροφή) του 1948 μέχρι σήμερα, είτε βρίσκονται στα πρωτοσέλιδα είτε σιωπηρά. Ο συσχετισμός είναι συντριπτικός: έχουν να αντιμετωπίσουν την ισραηλινή κατοχή και τους υπερατλαντικούς υποστηρικτές της, την κυνική αδιαφορία της λεγόμενης διεθνούς κοινότητας (περιλαμβανομένων και δυνάμεων που τοποθετούνται στο αντιδυτικό στρατόπεδο…) και, όχι τελευταίο σε σημασία, τη διαχρονική εγκατάλειψή τους από τα «αδελφά» αραβικά καθεστώτα.
Η τελευταία σφαγή των Παλαιστινίων διαδηλωτών από τον ισραηλινό στρατό έκανε για μια ακόμη φορά εμφανή αυτήν την εγκατάλειψη: όπως πάντα, διατυπώθηκαν οι τυπικές καταδίκες (ακόμη και από το σαουδαραβικό καθεστώς), και τέλος. Ακόμη και η Παλαιστινιακή Αρχή δεν έκανε πολύ περισσότερα από το να διαμαρτυρηθεί «έντονα». Στην πραγματικότητα, όλοι νοιάζονται για την επιβίωσή τους σε ένα εχθρικό περιβάλλον (έχοντας ελάχιστη λαϊκή υποστήριξη) και διόλου για την τραγωδία της Παλαιστίνης, στέλνοντας έτσι μήνυμα στο Ισραήλ ότι δεν πρόκειται να κάνουν τίποτα για να αποτρέψουν την περαιτέρω εξόντωση των Παλαιστινίων.
Ο ίδιος ο πρόεδρος της Παλαιστινιακής Αρχής, ο Μαχμούντ Αμπάς, επιχείρησε αρχικά να επιρρίψει στην Χαμάς την ευθύνη για τις δολοφονίες διαδηλωτών, ενώ στο παρελθόν επέβαλε και… δικές του κυρώσεις στη Γάζα, συνεχίζοντας την «συνεργασία στον τομέα της ασφάλειας» με το Ισραήλ. Εξακολουθεί δε να απειλεί ότι θα κηρύξει τη Γάζα «επαρχία υπό ανταρσία», λύνοντας και τυπικά τα χέρια του ισραηλινού στρατού… Όσον αφορά τα αραβικά κράτη, περιορίστηκαν όπως πάντα σε λόγια. Είναι χαρακτηριστικό ότι η συνεδρίαση του Αραβικού Συνδέσμου, παρόλο που πραγματοποιήθηκε μετά την τελευταία σφαγή 60 διαδηλωτών και τον τραυματισμό 3.000(!), περιορίστηκε να καταδικάσει τη μεταφορά της αμερικανικής πρεσβείας στην Ιερουσαλήμ. Μάλιστα μόλις πριν δέκα μέρες η απολυταρχική οικογενειοκρατία που κυβερνά ελέω Σαουδικής Αραβίας το Μπαχρέιν είχε σπεύσει να εκφράσει την κατανόησή της για τον βομβαρδισμό ιρανικών στόχων σε συριακό έδαφος από το Ισραήλ!
Από την άλλη, το καθεστώς του Ερντογάν, που επιχειρεί να εμφανιστεί ως υπερασπιστής όχι μόνο των Παλαιστινίων αλλά όλων των σουνιτικών πληθυσμών όπου γης, προχώρησε σε πολύ πιο ηχηρές κινήσεις καταδίκης. Αποκορύφωμα, η ανάκληση των Τούρκων πρεσβευτών από την Ουάσιγκτον και το Τελ Αβίβ, και η ανταλλαγή προσβολών μεταξύ Ερντογάν και Νετανιάχου, που αποκαλούσαν ο ένας τον άλλον τρομοκράτη, δολοφόνο, κατοχική δύναμη κ.λπ. Περιέργως, και οι δύο έχουν… δίκιο. Και μ’ αυτήν την έννοια, είναι λίγο προκλητικό να εμφανίζεται ο επικεφαλής μιας υπερφιλόδοξης και επεκτατικής περιφερειακής δύναμης όπως η Τουρκία ως… ανιδιοτελής υπερασπιστής του Παλαιστινιακού Λαού, τη στιγμή που μεταξύ άλλων κατέχει στρατιωτικά εδάφη της Κύπρου και της Συρίας και έχει μετατρέψει την ίδια του τη χώρα σε μια τεράστια φυλακή.