Κοντεύουν τρία χρόνια από τότε που οι Βρετανοί πολίτες υπερψήφισαν την πρόταση για έξοδο της Βρετανίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Το Brexit συγκέντρωσε τον μεγαλύτερο αριθμό ψήφων που έχει πάρει ποτέ οποιαδήποτε πρόταση ή κόμμα στην ιστορία της Βρετανίας: 17.410.742 πολίτες ψήφισαν υπέρ του. Όμως, αντί για Brexit, αυτό που ακολούθησε ήταν μια διαρκής υπονόμευση της δημοκρατικά ειλημμένης απόφασης της πλειοψηφίας. Παρατείνοντας επ’ άπειρον τις διαπραγματεύσεις με την Ε.Ε., η κυβέρνηση της Τερέζα Μέι (που δεν ήταν οπαδός του Brexit) έδωσε την ευκαιρία στην ευρωκρατία να ανασυνταχθεί μετά το πρώτο σοκ. Και επέτρεψε στους υποστηρικτές της ευρωκρατίας (περιλαμβανομένων ισχυρών παραγόντων όπως το Σίτι του Λονδίνου και τα μεγάλα ΜΜΕ) να κλιμακώσουν μια πρωτοφανή εκφοβιστική προπαγάνδα. Σύμφωνα με όλους αυτούς, τυχόν εφαρμογή της απόφασης του δημοψηφίσματος θα επέφερε σεισμούς, λιμούς και καταποντισμούς [1].
Από νωρίς η αφρόκρεμα του βρετανικού πολιτικού συστήματος επιχείρησε να απονομιμοποιήσει την απόφαση του δημοψηφίσματος βαφτίζοντάς την «αποτέλεσμα ανεύθυνου λαϊκισμού». Ο Συντηρητικός πρώην πρωθυπουργός Τζον Μέιτζορ έφτασε να καταγγείλει τη δημοκρατία ως «τυραννία της πλειοψηφίας» και ζήτησε, πρώτος απ’ όλους, ένα δεύτερο δημοψήφισμα ώστε να «διορθωθεί» η εσφαλμένη απόφαση του πρώτου. Από κοντά κι ο Εργατικός πρώην πρωθυπουργός (και αποδεδειγμένα ψεύτης) Τόνι Μπλερ, και πολλοί ακόμη. Η διαδικασία ξεδοντιάσματος του Brexit κορυφώθηκε αυτήν την εβδομάδα όταν η βρετανική βουλή, σε πλήρη αναντιστοιχία με το εκλογικό σώμα, υιοθέτησε διακομματικά και με συντριπτική πλειοψηφία την «αναβολή του Brexit ώστε να αποφευχθεί μια καταστροφική έξοδος χωρίς συμφωνία»: μόλις 20 βουλευτές σε σύνολο 650 καταψήφισαν τη σχετική τροπολογία της βουλευτίνας των Εργατικών Ιβέτ Κούπερ, κι ας μην προβλεπόταν τυπικά η δυνατότητα «αναβολής» [2].
Νέοι διαχωρισμοί αντικαθιστούν τους παραδοσιακούς
Η απόφαση αυτή, και η διακομματική στήριξή της από Εργατικούς, Συντηρητικούς και όλα τα «μικρά» κόμματα, αποτελεί ποιοτικό άλμα στην απόπειρα ακύρωσης της απόφασης του δημοψηφίσματος για έξοδο της Βρετανίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Αποτελεί και την κορύφωση, μέχρι στιγμής, του δράματος που ζει η πολιτική τάξη της χώρας, όλο το φάσμα της οποίας είχε δεσμευτεί ρητά ότι θα σεβαστεί μια απόφαση που μάλλον δεν περίμενε – και, κυρίως, δεν θέλησε ποτέ να υλοποιήσει [3]. Οι αποχωρήσεις, την περασμένη εβδομάδα, των πιο ακραίων ευρωπαϊστών βουλευτών τόσο από το Συντηρητικό όσο και από το Εργατικό Κόμμα, και η σύμπηξη από αυτούς κοινής κοινοβουλευτικής ομάδας που καταγγέλλει την «ανευθυνότητα» της Μέι και του Κόρμπιν (υπό την έννοια ότι δεν αποστασιοποιούνται ανοιχτά από τις πρωτύτερες δεσμεύσεις τους) ήταν απλά η κορυφή του παγόβουνου της πολιτικής κρίσης.
Ακόμη περισσότερο, οι τελευταίες εξελίξεις ακυρώνουν το παλιό πολιτικό τοπίο, καθώς η βάση όλων των κομμάτων (Εργατικών, Συντηρητικών, ακόμη και των Πράσινων) διασπάται με κριτήριο το Brexit. Δηλαδή η αντιπαράθεση μεταξύ υποστηρικτών της κυριαρχίας, την οποία θα αποκαθιστούσε το Brexit, και οπαδών της ευρωκρατίας αντικαθιστά –ουσιαστικά καταργεί– τον παραδοσιακό διαχωρισμό ανάμεσα σε Δεξιά και Αριστερά, και ωθεί στη διαμόρφωση νέων μπλοκ. Το γεγονός ότι η συντριπτική πλειοψηφία των βουλευτών, όλου του κοινοβουλευτικού φάσματος, ομονοεί στην «αναβολή» του Brexit δεν δείχνει τίποτε άλλο από το διαζύγιό τους με τη βάση τους. Και τις πραγματικές προτεραιότητές τους: διατήρηση του στάτους κβο, άρα και των προνομίων τους.
Η αντιπαράθεση μεταξύ υποστηρικτών της κυριαρχίας, την οποία θα αποκαθιστούσε το Brexit, και οπαδών της ευρωκρατίας αντικαθιστά –ουσιαστικά καταργεί– τον παραδοσιακό διαχωρισμό ανάμεσα σε Δεξιά και Αριστερά
«Ψηφίσατε; Μπράβο, τώρα ξαναψηφίστε!»
Ορισμένοι, όπως η Τερέζα Μέι, κατανοούν τους κινδύνους που εγκυμονεί αυτό το διαζύγιο για την αξιοπιστία ολόκληρου του πολιτικού προσωπικού. Γι’ αυτό και εξακολουθούν να χρησιμοποιούν μια «δημοκρατική» ρητορική, δηλαδή να εμφανίζουν το μισοBrexit που επιδιώκουν ως σεβασμό της απόφασης του δημοψηφίσματος. Στην κατηγορία αυτή δεν ανήκει η ηγεσία του Εργατικού Κόμματος – περιλαμβανομένου πλέον και του ίδιου του Τζέρεμι Κόρμπιν. Η απόρριψη των προτάσεών του για ένα «Εργατικό Brexit», δηλαδή για έξοδο από την Ε.Ε. στα λόγια και παραμονή στην πράξη, τον οδήγησε σε ανοιχτή πια αποδοχή του αιτήματος των ακραίων ευρωπαϊστών για δεύτερο, «διορθωτικό» δημοψήφισμα.
Τι πρότεινε ο Κόρμπιν; Ένα δήθεν Brexit με «διαρκή τελωνειακή ένωση Ηνωμένου Βασιλείου-Ε.Ε., ολοκλήρωση της εναρμόνισης με την ενιαία αγορά, υποστηριζόμενη από τα κοινά θεσμικά όργανα» κ.ο.κ. Δηλαδή ακόμη χειρότερους όρους από τους σήμερα ισχύοντες: τυχόν αποδοχή των προτάσεών του θα σήμαινε τον εγκλωβισμό της Βρετανίας στις ευρωπαϊκές αποφάσεις χωρίς καν τη δυνατότητα συνδιαμόρφωσής τους – αφού τυπικά η Βρετανία θα ήταν εκτός Ε.Ε. [4]. Έτσι ο Κόρμπιν αναδεικνύεται στον σημαντικότερο (υπάρχουν βέβαια κι άλλοι, αλλά δευτεροκλασάτοι…) δούρειο ίππο της ευρωκρατίας. Και μετατρέπει σε κουρελόχαρτο τόσο τις ρητές δεσμεύσεις του προς τον βρετανικό λαό, όσο και τις αγωνίες της κατεστραμμένης από τη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση παραδοσιακής κοινωνικής βάσης των Εργατικών, που στήριξε το Brexit.
Ε.Ε. και δημοκρατία, έννοιες ασύμβατες
Ο Κόρμπιν αντικαθιστά αυτήν την παραδοσιακή βάση των Εργατικών με τα κοσμοπολίτικα μεσοστρώματα του Λονδίνου και λίγων ακόμη μεγαλουπόλεων, που περιφρονούν τους άνεργους, ευκαιριακά απασχολούμενους και φτωχοποιημένους «loosers» των εξαθλιωμένων σήμερα εργατουπόλεων και της εγκαταλειμμένης υπαίθρου. Αν λειάνει μερικές ακόμη ενοχλητικές γωνίες, όπως η υποστήριξη της Παλαιστίνης, μπορεί κάλλιστα να πάρει το πράσινο φως και να κυβερνήσει ανενόχλητος. Η πρόσφατη απόφαση του Εργατικού Κόμματος να εξισώσει τον αντισιωνισμό με τον αντισημιτισμό, και οι διαγραφές από αυτό όσων μελών του εξακολουθούν να καταγγέλουν το Ισραήλ ως ρατσιστικό και κατοχικό κράτος [5], εντάσσονται ακριβώς στην επιταχυνόμενη «προσαρμογή» του πάλαι ποτέ ριζοσπάστη, ευρωσκεπτικιστή και αντιιμπεριαλιστή Κόρμπιν…
Το ότι οι υποτιθέμενοι προοδευτικοί κατάντησαν να ανησυχούν για την «ελεύθερη διακίνηση» κεφαλαίων και εμπορευμάτων (δηλαδή αυτήν ακριβώς την πολιτική που οδήγησε τα θύματά της να κραυγάσουν «φτάνει πια!» ψηφίζοντας Brexit), συντασσόμενοι ανοιχτά με το Σίτι και με το μπλοκ της παγκοσμιοποίησης κόντρα στον «λαϊκισμό», και χτυπώντας προσοχές στις «αγορές» και τις (παραπαίουσες) «ολοκληρώσεις» τους, λέει πολλά. Δεν πρέπει λοιπόν να προξενεί εντύπωση ούτε το γεγονός ότι φτάνουν να ευθυγραμμίζονται και με τους μεγαλύτερους ελιτιστές, γράφοντας κι αυτοί στα παλαιότερα των υποδημάτων τους την «τυραννία της πλειοψηφίας». Ευρωκρατία με δημοκρατία δεν έκαναν ποτέ μαζί χωριό. Τώρα πια και οι Εργατικοί στρογγυλοκάθονται οριστικά στο αντίπαλο στρατόπεδο. Από ποιον θα καλυφθεί το κενό;
[1] «Απειλητικά σύννεφα πάνω από την Ε.Ε.» (φύλλο 426).
[2] «Σκληρό Brexit επί θύραις;» (φύλλο 438).
[3] «Απόπειρα τετραγωνισμού του κύκλου» (φύλλο 430).
[4] «Αποχώρηση υπό αίρεση» (φύλλο 442).
[5] «Απαγορεύεται η καταδίκη του Ισραήλ!» (φύλλο 437).