Μαργαρίτα Μαντά, σκηνοθέτις της ταινία Για Πάντα

Συνέντευξη στην Ιφιγένεια Καλαντζή

 

Αφήνοντας πίσω τη ρεαλιστική προσέγγιση της ταινίας Χρυσόσκονη (2009), η Μαργαρίτα Μαντά επανέρχεται με τη δεύτερη μεγάλου μήκους μυθοπλασία της Για Πάντα, μια σχεδόν ασπρόμαυρη, με ελάχιστους διαλόγους φορμαλιστική ταινία, για τη μελαγχολική καθημερινότητα στο αστικό τοπίο, τη μοναξιά και τον έρωτα, αιώνιο κίνητρο ανατροπής, από πάντα και για πάντα.

Ένας μοναχικός 50άρης μηχανοδηγός του ΗΣΑΠ (Κώστας Φιλίππογλου) παραλαμβάνει κάθε πρωί, από τον ίδιο σταθμό, στην ίδια πάντα θέση μπροστά στην αποβάθρα, μια γοητευτική γυναίκα (Άννα Μάσχα). Σαγηνευμένος, υπερβαίνει την τετριμμένη ρουτίνα του και αρχίζει να την παρακολουθεί διακριτικά. Πώς θα σπάσει η υπνωτιστική περιοδικότητα της ζωής τους, για να έρθουν πιο κοντά;

Δίχως μουσική, μέσα από σταθερά και μετωπικά κάδρα, με μια έντονη ηχητική επεξεργασία που προσδίδει μυστηριακή διάσταση επιστημονικής φαντασίας, η φορμαλιστική διάθεση της ταινίας αγγίζει το αίσθημα αποξένωσης στους σουρεαλιστικούς πίνακες του Τζόρτζιο Ντε Κίρικο.

Η ταινία βραβεύτηκε στο Διεθνές Φεστιβάλ του Καΐρου, συμμετέχει στο Φεστιβάλ του Ρότερνταμ και από την Πέμπτη προβάλλεται αποκλειστικά στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος.

Στη συνάντησή μας με την Μαργαρίτα Μαντά, λίγο πριν αναχωρήσει για Ρότερνταμ, είχαμε μια θερμή συζήτηση για την ταινία, ενώ αναφέρθηκε γεμάτη συγκίνηση και στο μεγάλο της δάσκαλο και φίλο, Θόδωρο Αγγελόπουλο, που αυτές τις μέρες συμπληρώνονται τρία χρόνια από τον τραγικό χαμό του.

 

Πώς προέκυψε η σεναριακή ιδέα;

Αφετηρία είναι η Αθήνα, που αποτελεί τον τρίτο χαρακτήρα της ταινίας. Σε αντίθεση με την νατουραλιστική της προσέγγιση, στην προηγούμενη ταινία μου, στο Για πάντα ήθελα να επιστρέψω στις δομικές αρχές του κινηματογράφου, κάνοντας μια ελεγεία πάνω στη σιωπή. Γι’ αυτό η κάμερα δεν επεμβαίνει, παραμένει ακίνητη και κινηματογραφεί δυο ανθρώπους που κοιτάζονται και συνδιαλέγονται μέσα από τη σιωπή. Η πόλη παρουσιάζεται ερημωμένη, με τη μοναξιά της να εγγράφεται στους ήρωες. Αισθάνθηκα, επίσης, προσωπικό χρέος να αποτίσω φόρο τιμής στους πέντε σκηνοθέτες που για μένα είναι οι πνευματικοί μου δάσκαλοι: Ντράγιερ, Μπρεσόν, Αντονιόνι, Βέντερς και φυσικά ο Αγγελόπουλος.

 

Τι σηματοδοτεί ο τίτλος Για πάντα;

Όλες μου οι ταινίες γεννιούνται με τον ίδιο τρόπο μέσα μου. Πρώτα απ’ όλα ο τίτλος, η πρώτη εικόνα και η τελευταία. Μετά τα υπόλοιπα. Κράτησα τον τίτλο γιατί παρόλο που αποτελεί μια τετριμμένη έκφραση, δηλώνει μια ευχή για να κατακτήσουμε την αιωνιότητα. Όλοι μας νιώθουμε μια ασύνειδη ανάγκη να μείνουμε με κάποιο τρόπο, για πάντα. Τι ζητάς αθανασία, δεν είχε γράψει και ο Χατζιδάκις;

 

Ποια η σημασία του τρένου στην ταινία;

Η διαδρομή του ηλεκτρικού σιδηρόδρομου διασταυρώνεται με τα αρχαία ποτάμια της πόλης, που ήταν μικροί θεοί και σκεπάστηκαν, όπως αναφέρεται στο παραμύθι του ήρωα, που το ηχογραφεί σε μαγνητόφωνο, για να το χαρίσει στη γυναίκα που ερωτεύτηκε. Η ακίνητη κάμερα ταυτίζεται αλληγορικά μ’ αυτόν τον μικρό θεό που βλέπει τους ανθρώπους. Το τρένο που οδηγεί ο ήρωας κυλάει πάνω στα ίχνη του ρου των αρχαίων ποταμιών που σκεπάστηκαν, γίνεται διάδοχός τους και διασχίζει ως ποτάμι την πόλη, μέχρι τη θάλασσα. Η περιοδικότητα του ήχου στις ράγες αποτελεί ηχητικό μοτίβο που σε βάζει σε μια εσωτερικότητα.

 

Γιατί επιλέξατε ένα παλιό κασετόφωνο, για την ερωτική εξομολόγηση;

Το παλιό κασετόφωνο εντάσσεται στο γενικότερο χτίσιμο του χαρακτήρα του μοναχικού ήρωα, που ζει για δεκαετίες στο πατρικό του, χωρίς αλλαγές, ώστε να τονιστεί η σημασία της μεταστροφής του, όταν κάτω από την παρουσία της γυναίκας αποφασίζει για πρώτη φορά να διεκδικήσει τη ζωή του. Η σεναριακή κατασκευή εμπλέκεται και με το προσωπικό βίωμα, γιατί ανήκω στη γενιά που μεγάλωσε με κασέτες και διατηρώ συναισθηματικές αναμνήσεις, απ’ όταν ο πατέρας μου ηχογραφούσε εμένα και τον αδερφό μου, το ’70, που ήμασταν μικρά.

 

Το βλέμμα στην ταινία ενεργοποιεί την ερωτική διαδικασία. Ποια η σημασία του στο σινεμά;

Το σινεμά δεν είναι τι κοιτάς, αλλά τι βλέπεις μέσα απ’ αυτό που κοιτάς. Στην ταινία, ο άντρας προσέχει αρχικά την γυναίκα μέσα από το τζάμι της καμπίνας, σαν μέσα από οθόνη σινεμά, και την ερωτεύεται. Την κυνηγάει τόσο διακριτικά, που αυτή τον αντιλαμβάνεται, μόνο όταν της απευθύνει το λόγο.

 

Η ταινία είναι ασπρόμαυρη και δεν έχει μουσική. Μιλήστε μας για την ηχητική επεξεργασία.

Πρόκειται για ένα αποχρωματισμένο έγχρωμο, κοντά στο ασπρόμαυρο, με τίντες χρώματος, όπου σταδιακά και ανεπαίσθητα μπαίνει στο φινάλε κανονικό χρώμα. Ο αποχρωματισμός τονίζει την ερημιά της πόλης, μαζί με την ερημιά των ηρώων. Δεν ήθελα συνοδευτική μουσική, γιατί η ταινία δεν χρειαζότανε εισηγητή, ήθελα να μιλήσει η εικόνα. Η ηχητική μπάντα περιλαμβάνει φυσικούς μεν ήχους, αλλά επεξεργασμένους με τρόπο που να φτιάχνουν από μόνοι τους μουσική. Εκτός από τις πρόζες και τον ήχο του τρένου, οι υπόλοιποι ήχοι ανακατασκευάστηκαν από τον μουσικό Χρήστο Δεληγιάννη, που συνέθεσε και ειδικά ηχο-τοπία, ξεπερνώντας τις προσδοκίες μου. Σε μια συνεργασία που κράτησε 5-6 μήνες, επεξεργαστήκαμε και το μοναδικό τραγούδι της ταινίας Θα ξανάρθεις, σαφέστατη αγγελοπουλική επιρροή, που λειτουργεί και ως επίκληση στην έρημη πόλη.

 

Πώς επιλέξατε τους ηθοποιούς και πώς δουλέψατε μαζί τους;

Με τους δύο ηθοποιούς είχα συνεργαστεί και στην πρώτη μου ταινία και από

την αρχή είχα κατασταλάξει σ’ αυτούς. Ο άντρας έπρεπε να είναι ξεχωριστός και παράλληλα καθημερινός, ενώ η γυναίκα χαμηλών τόνων, αλλά κομψή, ώστε να δικαιολογείται γιατί ο άντρας ξεχωρίζει και ερωτεύεται αυτήν, από το πλήθος επιβατών. Αφού διάβασαν οι πρωταγωνιστές κάποιες εκδοχές του σεναρίου, στη συνέχεια πετάξαμε τους χάρτινους ήρωες, για να συνδημιουργήσουμε τους φιλμικούς, ξαναγράφοντας και τους ελάχιστους διάλογους. Η ταινία γεννιέται στο γύρισμα, όχι στο σενάριο. Δεν κάνω ποτέ εξαντλητικές πρόβες, γιατί αν αυτό που μπορεί να δώσει ο ηθοποιός εξαντληθεί στην πρόβα, δεν θα βγει ποτέ στο γύρισμα.

 

Συνεργαστήκατε σε τέσσερις ταινίες με τον Θόδωρο Αγγελόπουλο, έναν σκηνοθέτη που πάντα αναφερόταν στα οράματα της Αριστεράς. Τι έχετε αποκομίσει από αυτή τη συνεργασία;

Η συνεργασία μου μαζί του ήταν ανεκτίμητη. Με τον Θόδωρο είχα σχέση βαθιάς φιλίας και αλληλοεκτίμησης και υπήρξε για μένα δάσκαλος ψυχής. Μου έμαθε να έχω πίστη στο όνειρο της ουτοπίας, στην ποίηση και στο να εμμένω στη δική μου ταυτότητα, να μη ζω και να δημιουργώ με δάνεια άλλων.

Ο Αγγελόπουλος είναι ο κατεξοχήν σκηνοθέτης της ουτοπίας που μιλάει για τα οράματα της Αριστεράς, όχι με μια κομματική, αλλά με μια ανθρώπινη στράτευση. Ο Μεγαλέξανδρος αποτελεί την πιο επίκαιρη ταινία του, κι ας έχει γυριστεί πριν από 34 χρόνια. Περιλαμβάνει όλη την παθογένεια της Αριστεράς. Ο Θόδωρος είχε έναν μοναδικό τρόπο να συνδέει λειτουργικά τη σύζευξη πολιτικής τοποθέτησης, ποίησης, αρχαιοελληνικής μυθολογίας και Ιστορίας. Η ανθρωποφαγία στον Μεγαλέξανδρο προέρχεται από την Θεογονία του Ησίοδου. Υπήρχε μια τεράστια γνώση όλων αυτών μέσα του, επειδή ήταν λάτρης της ποίησης και ο ίδιος έγραφε ποιήματα. Το 1992-93, στην ακμή της γκλαμουριάς στη χώρα μας, έγραψε την ανυπέρβλητη προφητική σκηνή στο Βλέμμα του Οδυσσέα, όπου ένας οδηγός ταξί, φτάνοντας στα σύνορα, αναφωνεί στοχαστικά, μπρος στο χιονισμένο τοπίο «…Πεθαίνουμε σαν λαός. Κάναμε τον κύκλο μας 3.000 χρόνια…. Αν είναι να πεθάνει η Ελλάδα, να πεθάνει γρήγορα, γιατί η αγωνία κρατάει πολύ και κάνει θόρυβο». Ο Θόδωρος είχε την ικανότητα να βλέπει πολύ βαθιά.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!