ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ στον Γιώργο Παπαϊωάννου

 

Η συζήτηση με την Πέπη Ρηγοπούλου δύσκολα περιορίζεται σε ένα μόνο πεδίο. Μιλήσαμε μαζί της κυρίως για την κατάσταση που διαμορφώνεται σήμερα στο πολιτικό πεδίο και την καταστρατήγηση της δημοκρατίας και της κυριαρχίας. Όπως και για το κενό πολιτικής εκπροσώπησης, το ρόλο του μαζικού κινήματος και του πολίτη, τη σχέση του με τους «εκπροσώπους». Αλλά και για τη βαθύτερη φύση των μνημονίων για τα οποία δηλώνει ότι «δεν είναι και δεν ήταν μόνον οικονομικά ή έστω και πολιτικά. Το πολιτισμικό μνημόνιο προηγήθηκε κατά πολύ και ήταν προϋπόθεση για να επιβιώνει μέχρι σήμερα το οικονομικό».

Η Πέπη Ρηγοπούλουδιδάσκει στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και είναι συγγραφέας πολλών βιβλίων σχετικών με τον Πολιτισμό, την Τέχνη, το Μύθο, την Ψυχανάλυση. Το τελευταίο της βιβλίο κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Ταξιδευτής με τίτλο Θάλαμος ανανήψεως: Μικρά Ασία, Πολυτεχνείο, Κύπρος, Μνημόνια.

 

Στην πρόσφατη ομιλία σας στο περιστύλιο της Βουλής για τα 41 χρόνια από την πτώση της δικτατορίας, κάνατε λόγο για τη συμπληρωματικότητα που θα έπρεπε να έχουν η Βουλή και η -σύμφωνα με τη διατύπωσή σας- «άμεση και αυθόρμητη σε μεγάλο βαθμό έκφραση της πλατείας, που καταγράφει τον παλμό του κάθε πολίτη». Μπορεί αυτό να συμβεί χωρίς βαθιές τομές στο πολιτικό σύστημα και ποιες θα ήταν αυτές;

Η μνήμη μας λέει πως τη Βουλή δεν μας την χάρισε κανένας. Δεν εκχωρήθηκε, αλλά κατακτήθηκε. Και γι αυτό, με την επίγνωση ότι σήμερα, αυτήν την μετέωρη ώρα, η Βουλή των Ελλήνων είναι μειωμένης κυριαρχίας, και σε αντίθεση με την τάση που κυριαρχεί στην Ευρώπη και αλλού, και που έχει ενταθεί στην Ελλάδα, μετά από την πρόσφατη ήττα, χρειαζόμαστε μια εκπροσώπηση, όσο μπορούμε, όσο το δυνατόν, πιο δημοκρατική και ουσιαστική. Οι εκπρόσωποι χρειάζονται πολλά: Γνώση των ζητημάτων και όχι υπογραφές με κλειστά μάτια. Θάρρος, ανιδιοτέλεια και ικανότητα να κρατούν το καλύτερο, ακόμα και από τα λόγια του εξωκομματικού είτε εσωκομματικού αντιπάλου. Το εξουσιαστικό μοντέλο που αναπαράγεται συνεχώς, με ανθρώπους που γίνονται οι καρέκλες τους, που θεωρούν ότι το κράτος είναι εκείνοι και άρα όλα τους επιτρέπονται, χωρίς διάθεση αυτοκριτικής, οδηγεί στην αλλοτρίωση. Όχι μόνο τη δική τους αλλά και της κοινωνίας. Αυτό που πρωτίστως χρειάζεται είναι να εμπνέονται όχι από τα Μέσα και τις δημοσκοπήσεις, καταλήγοντας να γίνουν ετερόνομοι και απρόσωποι, επιρρεπείς στη διαπλοκή, αλλά από τον ουσιαστικό διάλογο με την κοινωνία. Τη ζωντανή πάσχουσα και αγωνιζόμενη κοινωνία και όχι το ιδεολόγημα ή την καρικατούρα της. Και αυτό σημαίνει πως θα πρέπει να νιώθουν και να είναι όχι πάνω και έξω από τον κόσμο αλλά μέσα σ’ αυτόν. Μέσα στις αγωνίες του, μέσα στους αγώνες του, ακόμα και στα λάθη του, που δεν πρέπει να τα χαϊδεύουν, για να κλέψουν σήμερα την ψήφο του, έτοιμοι να αθετήσουν κυνικά αύριο όσα υποσχέθηκαν. Ο κόσμος, διστάζω να πω τη λέξη λαός έτσι που την έχουν διασύρει οι διάφοροι δεκάρικοι, δεν πρέπει να φοβίζει, με το πρόσχημα ότι είναι «ανεξέλεγκτος», «ανώριμος». Μέσα στον αγωνιζόμενο λαό υπάρχουν σπέρματα σκέψης που είναι ένα δώρο: Δώρο που ο πολιτικά δρων και σκεπτόμενος πρέπει να μπορεί να συλλαμβάνει, να επεξεργάζεται και να επιστρέφει στον δωρητή με την μορφή πολιτικού προτάγματος. Με αγάπη αλλά χωρίς κολακείες. Αυτή η υπέρβαση από την μεριά του εκπροσώπου, η κριτική και υπεύθυνη πορεία του προς τον λαό χρειάζεται και μια άλλη υπέρβαση. Αυτή του μαζικού κινήματος, των ανθρώπων που δρουν συλλογικά στη βάση. Όσοι μετέχουμε στη βάση πρέπει να εμπνεόμαστε από την Εκκλησία του Δήμου μάλλον και όχι την Απέλλα ή την Αρένα. Να βουλευόμαστε, δηλαδή, όχι να βοούμε σαν οπαδοί ή θεατές. Αν αυτή η υπέρβαση γινόταν -και μακάρι να γίνει- εκλεγμένοι/ες εκπρόσωποι και κοινωνική βάση θα μπορούσαν να πλησιάσουν και -με επίγνωση των διαφορετικών ρόλων τους- να συναντηθούν και να συνδυαστούν δημιουργικά και κριτικά ως αυτόνομοι και ενεργοί πολίτες.

 

Το κενό πολιτικής εκπροσώπησης που υπάρχει στην ελληνική κοινωνία, δεν επανέρχεται στο προσκήνιο μετά τις τελευταίες εξελίξεις; Τι θα διαπιστώναμε συγκρίνοντας το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος με όσα ψηφίζει αυτές τις μέρες η Βουλή των Ελλήνων;

Επανέρχεται με φόντο την υποτέλεια και την ταπείνωση, την σχιζοείδεια είτε τον κυνισμό που δεν εγκυμονούν το καλό. Αλλά ενώ η καταγγελία μοιάζει απλή, η χάραξη εναλλακτικής πορείας απαιτεί όραμα, γνώση και τόλμη. Και επίγνωση ότι η ζωή δίνει λύσεις που δεν φαντάζεται η ιδεολογία.

 

Το τέλος της μεταπολίτευσης προαναγγέλλεται διαρκώς. Δεν φαίνεται όμως να έχει κλείσει οριστικά αυτός ο κύκλος, από την άποψη του τρόπου που οργανώνεται η πολιτική ζωή, που υπάρχουν τα κόμματα, που συμμετέχει ή δεν συμμετέχει ο πολίτης.

Κατ’ αρχήν ας σκεφθούμε πώς θα ήταν τα πράγματα σήμερα αν έστω και με τον οδυνηρό τρόπο που έγινε, δεν είχε πέσει η δικτατορία. Η Μεταπολίτευση -παρά τις κούφιες και ύποπτες ρητορικές, παρά την μεταμφίεση των συμφερόντων και την αναρρίχηση αρκετών που εισέπραξαν το αίμα άλλων στην Ελλάδα και την Κύπρο- έδωσε μια ανάσα σε πολλούς ανθρώπους, ήταν μια υπόσχεση για ένα αλλιώς που θα μπορούσε ίσως να υπάρξει με ουσιαστικό τρόπο. Η συνολική απαξίωσή της βολεύει όσους βιάζονται να θάψουν την κατάσταση που τους έφτιαξε, αλλά εμείς δεν πρέπει να κόβουμε ένα κομμάτι του εαυτού μας. Κρατάμε τα πρόσωπα και τις πράξεις, σαν αυτές του Παναγούλη, του Κοροβέση και άλλων, όχι για να τις καταναλώνουμε εν κενώ σώματος και ψυχής ευτελίζοντάς τις, αλλά για να προχωρήσουμε πέρα από τη μίμηση, σε μια νέα σύνθεση που θα βρούμε.

 

Μοιάζει σήμερα να επιβεβαιώνεται η περίφημη ρήση ότι «δεν υπάρχει εναλλακτική». Το πιο τραγικό είναι όταν αυτό επαναλαμβάνεται από την πλευρά εκείνη που βασίστηκε ακριβώς στην αμφισβήτηση αυτού του δόγματος. Τελικά, η Ελλάδα μπορεί να υπάρξει έξω από το καθεστώς της «αποικίας χρέους» που της έχουν επιφυλάξει ευρωπαϊκή ελίτ και «αγορές»;

Μιλάτε για μια εκσυγχρονισμένη, με όλες τις έννοιες, άποψη περί αυτόματου πιλότου, μόνο που τώρα πια ο «πιλότος» αποφάσισε να μας πάει φούντο. Αρνούμαι να προτείνω συνταγές και βέβαια ξέρω ότι δεν είναι αυτό που μου ζητάτε. Αλλά λύση δεν θα υπάρξει, αν δεν διαβάσουμε σωστά και συλλογικά την ελληνική και την διεθνή συγκυρία και αν δεν σχεδιάσουμε απάντηση. «Σιγανά και ταπεινά», δηλαδή χωρίς έπαρση, αλλά με τόλμη. Συλλογικά.

 

Τα τελευταία γεγονότα φαίνεται να δείχνουν ότι δεν αρκεί μια κυβερνητική εναλλαγή, ένα κόμμα, ένα ποσοστό για να βγούμε από την σημερινή καθολική κρίση. Ποιες θα ήταν οι προϋποθέσεις και οι απαιτήσεις μιας πιο σύνθετης πολιτικής για αυτή τη διέξοδο;

Να καταλάβουμε ότι τα μνημόνια δεν είναι και δεν ήταν μόνον οικονομικά ή έστω και πολιτικά. Το πολιτισμικό μνημόνιο προηγήθηκε κατά πολύ και ήταν προϋπόθεση για να επιβιώνει μέχρι σήμερα το οικονομικό. Εννοείται ότι στον όρο πολιτισμός περιλαμβάνω την επικοινωνία, τα «Μέσα» με τη διαπλοκή τους καθώς και την εκπαίδευση, αλλά και την ιστορική, την συλλογική και την προσωπική μνήμη. Από αντίθεση στην ψευδεπίγραφη ρητορική της χούντας, αλλά και υπό την επίδραση του νεοφιλευθερισμού οικοδομήθηκε στη χώρα μας μια ολόκληρη ιδεολογία και βιοθεωρία που εξαγίαζε την εξάρτηση από τη Δύση, μεταμφιέζοντας την υποτέλεια σε ευρωπαϊσμό: Το καλύτερο για να παραδοθούμε αμαχητί σε κάθε θεωρία περί αυτόματου πιλότου ή προσφάτως περί εντιμότητος και συνέπειας των «εταίρων» που μας γέλασαν γιατί πιστέψαμε ότι δεν επιθυμούν τίποτε άλλο από το καλό μας κ.λπ. Η πρώτη επείγουσα τομή είναι η πολιτισμική. Για να έχεις διάλογο με τον άλλο, πρέπει να υπάρχεις.

 

 

Βλέπετε στο βάθος την πρόθεση να χτυπηθεί βαθύτερα η υπόσταση της χώρας ή και να μετατραπεί σε χώρο και πεδίο παρέμβασης γεωπολιτικών μεγαπαικτών; Ή μήπως αυτό αποτελεί συνωμοσιολογία;

Αυτοί που αποκλείουν πάση θυσία τις συνωμοσίες, που μπορεί να υπάρχουν είτε να μην υπάρχουν, είναι κυρίως επαγγελματίες συνωμότες, και συνειδητοί είτε αφελείς υποστηρικτές τους. Ή εν πάση περιπτώσει δεν έχουν διαβάσει καλά αστυνομικά. Χρειάστηκε να έρθει ο Κλίντον και να ζητήσει συγγνώμη για την Χούντα για να παραδεχτούν -ίσως- κάποιοι ότι ήταν αμερικανοκίνητη. Χρειάστηκε να έρθει ο εγγράμματος Πάπας Ιωάννης Παύλος στην Ελλάδα και να ζητήσει συγγνώμη για την άλωση της Πόλης το 1204, για να καταλάβουμε ότι αυτή οφείλονταν σε συνωμοσία της τότε ΕΦΕ (Ευρωπαϊκής Φεουδαρχικής Ένωσης) και ότι οι Σταυροφόροι δεν είχαν «χάσει» τον δρόμο τους. Ναι, η Ελλάδα δυστυχώς βρίσκεται στο μάτι του κυκλώνα των γεωπολιτικών συγκρούσεων. Ουκρανία, Κύπρος, Κουρδικό, Ιράκ, Συρία μας πείθουν ότι ο κόσμος των ισχυρών ελαύνεται από συμφέροντα και όχι από ιδανικά. Ας συλλάβουμε, όμως, επίσης ότι η νεοφιλελεύθερη θηριωδία γέννησε και γεννά ένα νέο παγκόσμιο προλεταριάτο, τα θύματά της, που είναι ο στρατηγικός σύμμαχός μας. Και με συνείδηση και των δύο αυτών αντίθετων γεγονότων, ας αντιδράσουμε με λογισμό και όνειρο.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!