Του Σταύρου Γεωργά. Τα βράδια, οι κεντρικοί δρόμοι της Αθήνας είναι συσκοτισμένοι, σαν να αναμένει η πόλη βομβαρδισμό.
Μέχρι χθες, δεν είχαν ανάψει καν τα εορταστικά ψευτοδεντράκια που κρέμονται από τα καλώδια: δεν έγινε καν προσπάθεια να δημιουργηθεί μια επίφαση εορτών.
Παίρνω ταξί (φράση που ακούγεται όπως θ’ ακουγόταν, πριν πέντε χρόνια, η φράση: «Νοίκιασα λιμουζίνα», ο ταξιτζής σε κοιτάει, έτσι και σηκώσεις το χέρι, σαν να είσαι ο Ιησούς βαδίζων επί των υδάτων – κι έπειτα δέρνεται με τον επόμενο ταξιτζή, που προσπάθησε να προσπεράσει για να σε πάρει αυτός) και η συζήτηση είναι μονοπολική σαν κατάθλιψη: «Ψυχή δεν κυκλοφορεί, ρε φίλε, τρεις ώρες γυρνάω άδειος! Κι έχουμε σε δεκαπέντε μέρες Χριστούγεννα!». Δεν του απαντάω, γιατί δεν έχει νόημα να μερικεύσω την απάντησή μου και να ξοδέψω τα λόγια μου. Μόλις φτάσω στο σπίτι, θα συμπυκνώσω τις απόψεις μου σ’ ένα κείμενο που ο ταξιτζής δεν θα το διαβάσει ποτέ, θα νιώσει όμως θέλοντας και μη τον κραδασμό που θα προκαλέσει.
Τότε θα βγει από την κατάθλιψή του, θα διαλύσει την υπόκωφη οργή του στην αναγεννημένη πολιτική του συνείδηση, θα πάει να γραφτεί μέλος του ΣΥΡΙΖΑ, έστω κι αν είναι αργά για να εκλέξει αντιπρόσωπο πια – και ποτέ, ποτέ δεν θα ξαναπροσπαθήσει να χτυπήσει ένα πρεζάκι ή έναν εξαθλιωμένο μαυριδερό που διασχίζει σαν μεθυσμένος το δρόμο, όπως το ’κανε τρεις φορές όσην ώρα μιλούσαμε.
Τέτοια είναι η δύναμη του λόγου, σκέφτομαι ξεκλειδώνοντας την εξώπορτα της πολυκατοικίας μου και μακαρίζοντας (ναι, μπορώ να σκέφτομαι πολλά ταυτοχρόνως) τον εαυτό μου που δεν ξέχασα τα κλειδιά. Γιατί η πόρτα διπλοκλειδώνεται από τις 8 το βραδάκι – κι αν χτυπούσα κουδούνι, δεν θα μου άνοιγε κανείς, μακάρι να ψυχορραγούσα θορυβωδώς στο θυροτηλέφωνο. Τέτοια είναι η δύναμη του λόγου, σκέφτομαι – κι αναβάλλω για λίγο τον θρίαμβό του. Γιατί μόλις καθίσω μπροστά στην οθόνη του υπολογιστή μου και αρχίσω, πριν αγγίξω τα πλήκτρα, ν’ αναδιφώ τις σκόπιες σε χαρτάκια, πακέτα τσιγάρων, λογαριασμούς σημειώσεις που ήγγικεν η ώρα να συνθέσω σε ένα ακόμη διεισδυτικό κείμενο, συνειδητοποιώ πως παρουσιάζουν απόκλιση από την πρότυπη εικόνα των Αυτογράφων που θα ξανάπιανε σουρωμένος ο Σολωμός ή των Grudrisse που θα επανεξέταζε ο Μαρξ – κι αυτήν την απόκλιση η μεγαλομανία μου δεν καταφέρνει πια να την κρύψει, αφού δεν πρόκειται τώρα πια μόνον για ανοησίες της σειράς («φτωχοποίηση», «εργασιακός Μεσαίωνας» – όλ’ αυτά που γράφουμε για να εξηγήσουμε στον οιονεί χρυσαυγίτη ταξιτζή τι δεν κατάλαβε ότι του συμβαίνει): αυτές λίγος στόμφος και μπόλικος αυτοθαυμασμός εύκολα τις μεταμορφώνουν σε Άποψη.
Όχι, εδώ κάτι τραγικό έχει συμβεί. Κάποιος στριμωγμένος, απελπισμένος μικροαστός αλλοίωσε τους στενογραφημένους Στοχασμούς μου κι όποιο χαρτάκι κι αν κοιτάξω, βλέπω, όπως στη Λάμψη του Κιούμπρικ, το ίδιο κείμενο: ενοίκιο τόσο, κοινόχρηστα τόσο, ΔΕΗ τόσο, εφορία τόσο, δίδακτρα, χαράτσια – σκατά!.. Ίσως όμως έτσι να γεννήθηκε ο μοντερνισμός, σκέφτομαι – και το σημειώνω πάνω στο εξώδικο του Κωτσόβολου.
Αύριο θα επεξεργαστώ την ιδέα.