Ο ΣΥΡΙΖΑ και η ψευδαίσθηση της κανονικότητας

Του Αριστοτέλη Ζωγράφου

 

Η πρόσφατη συνάντηση αντιπροσωπείας του ΣΥΡΙΖΑ με το διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας, αδιαμφισβήτητα, εμπεριέχει έντονους συμβολισμούς. Κλασική περίπτωση σημιτανθρώπου ο Γ. Στουρνάρας, εκπρόσωπος των τραπεζιτών και των αγορών, με ειδικό ρόλο διαμεσολάβησης των ξένων συμφερόντων και των πολιτικών της τρόικας. Αντί να εξοστρακιστεί από τον πολιτικό και οικονομικό βίο, τοποθετήθηκε διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας ως τοποτηρητής των μνημονιακών δυνάμεων για τα επόμενα 5 χρόνια. Ο συμβολισμός, όμως, γίνεται πιο έντονος κυρίως με βάση το πώς είχε αντιμετωπιστεί από τον ίδιο τον ΣΥΡΙΖΑ, στο πολύ πρόσφατο παρελθόν, όταν το κόμμα της Αριστεράς προειδοποιούσε τον Α. Σαμαρά «να μην διανοηθεί» να του αναθέσει τη Διοίκηση της ΤτΕ και επί της ουσίας δεν τον αναγνώριζε.

Έτσι, το ερώτημα είναι σαφές: Πώς καταγράφεται στα μάτια της κοινωνίας η συνάντηση με τον πρώην υπουργό Οικονομικών;

Τι μηνύματα στέλνει στους πολίτες η εικόνα της άνετης συζήτησης σε μια ευχάριστη ατμόσφαιρα με ένα πρόσωπο που, μέχρι χτες, έδειχνε να μην νομιμοποιείται στο συγκεκριμένο αξίωμα;

Ας φύγουμε, όμως, από την πρόσφατη συνάντηση. Γίνεται λόγος, τελευταία, για προσγείωση του ΣΥΡΙΖΑ στο έδαφος του ρεαλισμού και της πραγματικότητας. Προσγείωση που χαιρετίζεται από μεγάλο μέρος των ΜΜΕ που μέχρι πρότινος εμφάνιζαν τον ΣΥΡΙΖΑ ως δαίμονα και πηγή ανωμαλίας για τον τόπο. Είναι υπαρκτή αυτή η μετατόπιση, υπάρχουν σχετικά δείγματα γραφής; Ή πρόκειται απλά για ευσεβείς πόθους των συστημικών δυνάμεων να καταστήσουν τον ΣΥΡΙΖΑ μέρος μιας ηπιότερης, αλλά κατά βάθος μνημονιακής, διαχείρισης προς όφελος του πολιτικού συστήματος και μέχρι να διαφανεί κάποια άλλη λύση;
Σημάδια της μετατόπισης έχουν διαφανεί μετά τις Ευρωεκλογές και έχουν την κωδική ονομασία «προωθητικός συμβιβασμός». Εκτιμήθηκε, δηλαδή, ότι η δυναμική του εγχειρήματος και οι εγγενείς προωθητικές δυνάμεις του δεν είναι ικανές να οδηγήσουν σε μια ριζική ανατροπή ή να πλατύνουν το δρόμο προς μια αριστερή διακυβέρνηση. Έτσι, έχει ξεκινήσει μια φιλολογία για συμβιβασμούς και υποχωρήσεις πριν καν έρθουν οι στιγμές των αποφασιστικών αναμετρήσεων. Συμβιβασμοί με ταυτόχρονη μετατροπή των πολιτικών αιχμών σε απώτερους «στρατηγικούς στόχους».

Παρά τις εξαγγελίες της Θεσσαλονίκης που «μίλησαν» στην κοινωνία και κατέγραψαν, στη συνέχεια, μια σημαντική διαφορά ανάμεσα σε ΣΥΡΙΖΑ και Ν.Δ., συνεχίζεται μια πολιτική συμπεριφορά στην τροχιά του «προωθητικού συμβιβασμού». Έτσι, ως ορόσημο ορίζεται η εκλογή του Προέδρου με στόχο να συγκεντρωθούν 121 βουλευτές.

Γιατί, όμως, αυτή η τακτική να πρέπει να συνοδεύεται από υποστολή των τόνων της αντιπαράθεσης προς το πολιτικό σύστημα και από γενναίο στρογγύλεμα θέσεων σε κομβικά ζητήματα; Συγκέντρωση δύναμης γύρω από τον ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να γίνει μόνο με ένταση της αντιπαράθεσης με το σάπιο πολιτικό σύστημα και την εσωτερική διαπλοκή. Μόνο με στόχο την αυτοδυναμία του ΣΥΡΙΖΑ και χωρίς να μετατραπεί σε όμηρο κανενός κέντρου. Είναι, άλλωστε, γνωστό ότι η πραγματική δύναμη εκτόξευσης του ΣΥΡΙΖΑ από 4.5% σε 27% ήταν η δέσμευσή του απέναντι στον λαό σε μια αντιμνημονιακή, ριζοσπαστική κατεύθυνση. Μια νέα του εκτίναξη προϋποθέτει μια διπλή κίνηση: Δεσμεύσεις προς το λαό, μιλώντας τη γλώσσα της αλήθειας – αποφασιστική μάχη με τις τοπικές ολιγαρχικές ελίτ και το περίφημο τρίγωνο της αμαρτίας (πολιτικό σύστημα-τράπεζες-ΜΜΕ).
Αυτή την αντιπαράθεση φοβούνται και θέλουν να αποφύγουν οι συστημικές δυνάμεις, γιατί ξέρουν ότι εκεί βρίσκεται ο

αδύναμος κρίκος τους. Σε αυτό το πεδίο δοκιμάζουν αντοχές και αντιδράσεις. Έτσι εξηγούνται οι πρόσφατες κλήσεις στον εισαγγελέα στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ για το θέμα του χρηματισμού βουλευτών και των σχέσεων κομμάτων και επιχειρηματικών ομίλων. Στην περίπτωση των εισαγγελικών κλήσεων, οι αντιδράσεις ήταν κατώτερες από χλιαρές. Ποια θα είναι η αντίδραση αν η εκτροπή πάρει άλλες διαστάσεις και οι εξετάσεις γίνουν πιο δύσκολες;

Η δύναμη του ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται στην επαφή και έκφραση της διάχυτης κοινωνικής αγανάκτησης, στην αναζήτηση ελπίδας και οράματος. Μακριά από την εξαχρείωση, τον ευτελισμό και τη διάλυση της χώρας. Με πολιτικές ουσίας και διεξόδου που μπορούν να δώσουν ξανά ώθηση και νόημα στη λαϊκή συμμετοχή, η οποία δεν εξαντλείται απλώς τη στιγμή της ψήφου. Πέρα από την κανονικότητα που θέλουν ξανά να επιβάλουν.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!