Της Ιφιγένειας Καλαντζή*
Η άνευ προηγουμένου ανεργία και φτώχεια στην Ευρώπη, τελευταία, δεν απασχολούν θεματικά, παρά μια παλιότερη γενιά σκηνοθετών, που επιμένουν να διαφυλάττουν μέσα από τις – για πολλούς – ηθικοπλαστικές ταινίες τους, αριστερό στοχασμό κοινωνικής κριτικής, μέσα από έναν δυσεύρετο πλέον πολιτικό κινηματογράφο, που ανταποκρίνεται στη σημερινή γενικευμένη κρίση. Ανάμεσά τους και ο 80χρονος Άγγλος σκηνοθέτης Κεν Λόουτς, βαθιά μαρξιστής και ουμανιστής, που απέσπασε στις περσινές Κάννες το δεύτερο Χρυσό Φοίνικα της καριέρας του για τη νέα δραματική ταινία Εγώ, ο Ντάνιελ Μπλέικ, που προβάλλεται στις αίθουσες. Με τη συρρίκνωση του κράτους πρόνοιας στο στόχαστρο, στον εξηντάρη ήρωα, άνεργο ξυλουργό και χήρο, με καρδιακή ανεπάρκεια, στερούν το επίδομα αναπηρίας κατόπιν νέων ρυθμίσεων που τον θεωρούν ικανό για εργασία. Στον γραφειοκρατικό κυκεώνα που αντιμετωπίζει, έχει μοναδική συμπαραστάτρια μια άνεργη μητέρα δυο μικρών παιδιών. Στα χνάρια του παλιότερου Το όνομα μου είναι Τζο / 1998 με τον εκπληκτικό Πήτερ Μάλαν, ο Λόουτς σμιλεύει άλλο ένα συγκλονιστικό πορτρέτο, μέσα από την σπαραχτική ερμηνεία του Ντέιβ Τζόουνς στον πρωταγωνιστικό ρόλο.
Κινηματογραφιστής κοινωνικών ντοκιμαντέρ για την αγγλική τηλεόραση το ’60, ο Λόουτς έχει εξυμνήσει στο ντοκιμαντέρ The Spirit of ’45/2013, τη θεμελίωση του κράτους πρόνοιας από το Εργατικό Κόμμα, μεταπολεμικά στην Αγγλία μέχρι τη θατσερική επίθεση, υπενθυμίζοντας πως τέτοιες αλλαγές που εξασφάλισαν σε όλους στέγη, περίθαλψη και μόρφωση, κατακτιούνται μονάχα με συλλογικούς αγώνες. Στη νέα ταινία του, επικεντρώνεται στην πρόσφατα αφανισμένη έννοια του πολίτη και των δικαιωμάτων του για μια «ανθρώπινη» ζωή, καταδεικνύοντας τις ασφυκτικές περικοπές στα κατώτερα στρώματα. Πιστός στον κοινωνικό ρεαλισμό που καθιέρωσε, συνεχίζει ακάθεκτος την παράδοση του σινεμά διαμαρτυρίας (protest cinema) επιμένοντας πεισματικά να παρουσιάζει τον λαό ενάντια στην εξουσία, σκαρώνοντας σενάρια αιχμηρής κριτικής. Με ήρωες από τα σπλάχνα της κατώτερης τάξης στιγματίζει την απελπισία και την ανέχεια στη συγκλονιστική σκηνή πείνας, πριν το σκληρό τέλος της πρόσφατης ταινίας του, ενώ παράλληλα με τις ουρές στα συσσίτια, αναδεικνύει και τις εναλλακτικές δομές αλληλεγγύης με τα κοινωνικά παντοπωλεία, ως κοιτίδα ελπίδας. Ακόμη κι αν πολλοί του προσάπτουν ένα διδακτισμό, ο Λόουτς, από τους τελευταίους σκηνοθέτες που οραματίζονται μια κοινωνική ανατροπή στα όρια του εφικτού, παραμένει ουσιαστικά επίκαιρος, επιλέγοντας θεματικές που θίγουν ό,τι συμβαίνει αυτή τη στιγμή στις Ευρωπαϊκές χώρες που πλήττονται από την επέλαση ενός επιβεβλημένου, άκρατου νεοφιλελευθερισμού. Εξαιρετικά ενδεικτικά ήταν τα λόγια του στις Κάννες «Κινδυνεύουμε ν’ απελπιστούμε κι όταν υπάρχει τόση απελπισία, η ακροδεξιά παίρνει την εξουσία. Γι’ αυτό πρέπει να πιστέψουμε ότι ένας διαφορετικός κόσμος είναι εφικτός και απαραίτητος».
Στις αίθουσες βγήκε και η πολιτικοποιημένη ταινία Θάνατος στο Σεράγεβο, του 47χρονου Βόσνιου Ντάνις Τάνοβιτς (No Man’s Land/2001), κινηματογραφική μεταφορά του ομώνυμου θεατρικού, όπου τα πάντα διαδραματίζονται μέσα στο ξενοδοχείο Ευρώπη, στην καρδιά του Σεράγεβο. Σε μια αόρατη αλληλουχία πολλαπλών μονοπλάνων μεγάλης διάρκειας, η αεικίνητη κάμερα ακολουθεί την όμορφη ρεσεψιονίστ, που μας ξεναγεί στους χώρους του ξενοδοχείου, καταγράφοντας όλη την ταξική διαστρωμάτωση, από την ταράτσα, όπου ένα τηλεοπτικό συνεργείο γυρίζει εκπομπή με επιφανείς ιστορικούς που αναφέρονται σε γεγονότα του βαλκανικού παρελθόντος, στα μαγειρεία και καθαριστήρια στο υπόγειο, όπου εργάζεται η μητέρα της ρεσεψιονίστ, αλλά και στην παράνομη χαρτοπαιχτική λέσχη, όπου ποντάρουν οι τοκογλύφοι και μαφιόζοι ιδιοκτήτες του ξενοδοχείου, μέχρι το νυχτερινό καμπαρέ με τις αισθησιακές χορεύτριες ανατολικών χωρών. Και ενώ φουντώνει η αντιπαράθεση στη συζήτηση της τηλεοπτικής εκπομπής, στο υπόγειο, σύσσωμο το απλήρωτο για μήνες προσωπικό αποφασίζει απεργία, παρά τους εκβιασμούς της διοίκησης. Στην προεδρική σουίτα παρακολουθούμε αποσπασματικά πρόβες από την παθιασμένη ομιλία ενός διακεκριμένου Γάλλου ηθοποιού, αναφερόμενου στον πρόσφατο πόλεμο.
Σε απόσταση εικοσαετίας από τον πόλεμο στη Βοσνία, ο Τάνοβιτς ανοίγει ξανά δημόσια πολιτική συζήτηση μέσα από τη συμβολική διάσταση του ξενοδοχείου, επαναφέροντας στο σινεμά και μια λησμονημένη πλέον θεματική με ταινίες που αναφέρονται σε απεργίες. Αν το πρόωρο άνοιγμα ενός υπό ανέγερση ακόμα ξενοδοχείου στο Playtime/1967 (Ζακ Τατί), έγινε αφορμή για ξεκαρδιστικά στιγμιότυπα, οι διάφορες καταστάσεις που συμβαίνουν στον περιορισμένο χώρο του κεντρικού ξενοδοχείου γίνονται η αφορμή να θίξει ο Τάνοβιτς πολιτικά ζητήματα στην Ευρώπη του χθες και του σήμερα.
Η σεναριακή πλοκή, δοσμένη με ρεαλιστική ορμή και ερμηνευτική αμεσότητα, μέσα από μια κάμερα σε διαρκή κίνηση, συνδυάζει τη σύγχρονη θεματική της κατάλυσης των εργασιακών δικαιωμάτων επαναφέροντας στη συλλογική μνήμη τη χαοτική πανσπερμία εθνοτικών μειονοτήτων στην ιστορία των Βαλκανίων, όσο και την ανοιχτή πληγή ενός εμφυλίου. Η παθιασμένη ένταση ανάμεσα στον όμορφο καλεσμένο και τη γοητευτική δημοσιογράφο, μεταφέρει στην ιστορικής διαμάχης λεκτική αντιπαράθεσή τους, την ανταγωνιστική ερωτική έλξη αρσενικού/θηλυκού, τονίζοντας ένα «πολεμικό πεδίο» άλλου επιπέδου. Τα πάντα υπακούν στους διαλόγους που φέρουν το πολιτικό σημαινόμενο, με τον δαιδαλώδη χώρο του ξενοδοχείου να εξυπηρετεί το αφηγηματικό σχήμα ταξικού διαχωρισμού, ενώ ο Τάνοβιτς με ζηλευτή οικονομία του κινηματογραφικού μέσου, διαχειρίζεται όλη την ιστορική και ταξική διάσταση για να επαναφέρει ξανά στο σινεμά, τον πολιτικό στοχασμό. Με αναφορές στο καταγγελτικό σινεμά των Βάιντα και Ζουλάφσκι, με ορατή από τον θεατή την καταγραφή του τηλεοπτικού συνεργείου, που καθιστά συνειδητή την κινηματογραφική συνθήκη επαναφέροντας στο σήμερα την παλιότερη συζήτηση για την κατασκευαστική διάσταση του σινεμά ως διαμορφωτή συνειδήσεων, χτίζεται στέρεα μια καθαρά πολιτική ταινία.
*Η Ιφιγένεια Καλαντζή, είναι θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου