Θα μπορούσε να μείνει στα παλιά μιλώντας για ένδοξα παρελθόντα και μάχες ή γράφοντας βιβλία.

Θα μπορούσε να αποσυρθεί από τα κοινά ή έστω να παρεμβαίνει πού και πού με τη γνώμη του.

Θα μπορούσε να συναντά διάσημους και επώνυμους δίνοντας χρίσματα, στηρίξεις και συναινέσεις.

Θα μπορούσε να μη σπαταλά το χρόνο ζωής που του απέμεινε για να συναντά τον κάθε τυχαίο νέο.

Θα μπορούσε να μην ενδιαφέρεται να ακούσει «πως βλέπουν οι άλλοι τα πράγματα» θεωρώντας τον εαυτό του αυθεντία.

Θα μπορούσε να μπαίνει όποτε θέλει στη Βουλή με επισημότητες.

Θα μπορούσε να στοχάζεται μουσικά μονάχα με ιδιοφυίες του αναστήματός του.

Θα μπορούσε η γραμματέας του, η κυρία Ρένα, να ήταν άλλη, και να μην απαντούσε σε τηλεφωνήματα και μηνύματα με «χίλια ευχαριστώ».

Προτίμησε να μιλήσει σε ντουντούκα στο Σύνταγμα και να πιει Μαλόξ –«τι ‘ν τούτο;».

Προτίμησε –αυτή η παλιά καραβάνα– να πάρει πρωτοβουλίες αντίστασης.

Προτίμησε στα γεράματα να ρίξει «άκυρο» στην κάλπη.

Προτίμησε να πει βαριές κουβέντες τέτοιες που ανάγκασαν «κυβερνώντες» και «αντιπολιτευόμενους» να τον εξαφανίσουν.

Προτίμησε να καλεί κόσμο στο σπίτι του για συζήτηση και καλλιτεχνική δουλειά.

Προτίμησε να ζητάει να του δανείσουμε βιβλία που είχαν εξαντληθεί.

Προτίμησε –ποιος αυτός– να μην κάνει πολιτική με σημαίες και εμβατήρια.

Με λίγα λόγια, τα τελευταία χρόνια της ζωής του, υπήρξε πραγματικός σύντροφος εκατομμυρίων ανθρώπων που σκίρτησαν, αμφισβήτησαν, ελπίσανε, αγάπησαν ξανά την πατρίδα τους και ένιωσαν και λίγο λαός.

Γεια σας κύριε Μίκη! 

Ένας σύντροφος από τα νέα χρόνια…

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!