Η Ελληνική Επανάσταση του 1821 έμεινε ατελής. Και εις ό,τι αφορούσε το εθνικό ζήτημα, αλλά, κυρίως, και εις όσα αφορούσαν την κοινωνική της διάσταση.
Βεβαίως η Επανάσταση είχε μια (υποτιμημένη στα καθ’ ημάς) μεγάλη επίδραση στα Ευρωπαϊκά πράγματα, και διότι διέρρηξε το πλέγμα που είχε επιβάλει η Ιερά Συμμαχία και διότι στη συνέχεια ενέπνευσε τις δυνάμεις που οδήγησαν την Ευρώπη στον άνεμο που την επηρέασε το 1848.
Όμως, στο δικό μας νεογέννητο κράτος η εξάρτηση από τη Δύση ήταν εγγενής και εκφράσθηκε με την εγκατάσταση της Μοναρχίας καθώς και την εγκαθίδρυση στη συνέχεια, μετά το 1843, των τριών κομμάτων, του Αγγλόφιλου, του Γαλλόφιλου και του Ρωσόφιλου (τάσεων ήδη υπαρκτών από την Επανάσταση του 1821). Τουρκόφιλο κόμμα δεν είχαμε –αυτοί έχασαν– κι όσοι Τουρκόφιλοι υπήρχαν εκτός της «πτωχής πλην τίμιας» ελληνικής επικράτειας ουδέποτε συγκρότησαν κάτι περισσότερο από σαλονόβιες συζητήσεις ή εμπορικές δοσοληψίες.
Διακόσια χρόνια μετά, έχουμε κατά ακολουθίαν Αμερικανόφιλα κόμματα και Ευρωπαΐζοντα – εις ό,τι αφορά τις κυρίαρχες πολιτικές δυνάμεις. Μάλιστα μερικοί, όπως ο Κασσελάκης, το έχουν τερματίσει δηλώνοντας ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα μπορούσε να είναι ένα καθρέφτισμα του Αμερικάνικου Δημοκρατικού Κόμματος, ενώ το ΠΑΣΟΚ λειτουργεί ως παράρτημα του SPD με τη Ν.Δ. να είναι πιο «οικουμενική» περιέχοντας όλες τις εκφάνσεις της παγκοσμιοποίησης.
Εκείνο που δεν είχαμε ποτέ αυτά τα διακόσια χρόνια είναι ένα Τουρκόφιλο κόμμα, το οποίον όμως άρχισε να σχηματίζεται οριζοντίως μέσα στα κυρίαρχα κόμματα μετά την ήττα του Ελληνισμού στην Κύπρο το 1974 και να λαμβάνει οριστική και ευδιάκριτη μορφή με την επικράτηση εδώ του «εκσυγχρονισμού».
Αυτή η τουρκοφιλία μπορεί να εδράζεται στον φόβο απέναντι σε μια χώρα που (δείχνει ότι) ενδυναμώνεται συνεχώς και, βεβαιότατα, σε έξωθεν εντολές και, ταυτοχρόνως να εκφράζεται με την πολιτική του Κατευνασμού – που έχει οδηγήσει σε ολέθρια αποτελέσματα, από το casus belli έως την απαίτηση για την αποστρατικοποίηση νησιών και τη συνδιαχείριση (ή την αρπαγή) πόρων στις θάλασσες.
Μπορεί λοιπόν να μην έχουμε ένα φόρα-παρτίδα Τουρκόφιλο κόμμα, αλλά έχουμε μια Τουρκόφοβη, τοις πράγμασι Τουρκόφιλη, πολιτική που διαπερνά τα κυρίαρχα κόμματα (με τον ΣΥΡΙΖΑ να το έχει ιδεολογικοποιήσει κιόλας το πράγμα) καθιερώνοντας τον Κατευνασμό (και εν πολλοίς τον Ενδοτισμό) στην εξωτερική πολιτική της χώρας (αλλά και σε πολλά των εσωτερικών πραγμάτων όπως στη Θράκη).
Έχω λοιπόν την εντύπωση ότι αν δεν υπήρχε ο «φόβος του λαού» (όπως έδειξε το Σχέδιο Ανάν ή η Συμφωνία των Πρεσπών) η πολιτική που εφαρμόζεται κρυφίως και πλαγίως στα ελληνοτουρκικά, θα εφαρμοζόταν στο Μεϊντάνι κι εν Μέση Οδώ.
Η σημειολογία της τωρινής επίσκεψης Ερντογάν στην Αθήνα αντιστοιχεί σε συνάντηση του «Πολυχρονεμένου μας Πασσά» με τον Χατζατζάρη – όπου Χατζατζάρης δεν είναι απαραιτήτως ο Μητσοτάκης, αλλά σύνολη η πολιτική του Κατευνασμού και της εκτέλεσης των Αμερικανικών εντολών που ακολουθεί η χώρα μας από το 1974 και μετά, με την εξαίρεση ορισμένων σπαραγμάτων ανυπακοής, όμως θνησιγενών, χωρίς αποτελέσματα ικανά να επηρεάσουν τα πράγματα.
***
Με την Αγία Σοφία τζαμί, με το Τουρκολιβυκό Μνημόνιο να μας κυκλώνει, με τις αναφορές σε «Τουρκική μειονότητα» στη Θράκη, με τη Θεσσαλονίκη στην «πατρίδα της καρδιάς του Ερντογάν» και όλα τα λοιπά γνωστά, το ελληνικό πολιτικό σύστημα δείχνει έναν ακατανόητο ενθουσιασμό προσφέροντας σε μια Τουρκία που βρίσκεται σε δύσκολη (αν όχι σε δεινή) θέση μια γέφυρα καλών σχέσεων με τη Δύση! Γιατί; Διότι (σε αυτή τη φάση) ο Ερντογάν δεν ζητάει (στα φανερά) τη Ρόδο…
…………
Με έναν τρόπο που από το 1974 μας έχει στοιχειώσει, η Ελλάδα βρίσκεται διαρκώς ανάμεσα στα «εξ Εσπερίας νέφη» από τη μια μεριά και «το Τουρκικό φακιόλι» από την άλλη, χωρίς όμως να διαθέτει Κομνηνούς ή Κολοκοτρωναίους.
Διαθέτει βεβαίως τον ελληνικό λαό – τη μεγάλη μεταβλητή στις εξισώσεις των Δυνατών…
ΣΤΑΘΗΣ Σ.
7•ΧΙΙ•2023