Περιμένοντας το καινούριο να φανεί στον ορίζοντα. Της Μαρίας Πετρίτση
Τον βλέπω να σκουπίζει το κατώφλι του ενοικιαζόμενου δωματίου με μια φθαρμένη κίτρινη σκούπα. Φρόκαλα τις λέγανε παλιά, μπορεί να μην πουλιούνται καν πια στο σούπερ μάρκετ. Εβδομηνταπεντάρης, φοράει καρό πουκάμισο, υφασμάτινο παντελόνι και σαγιονάρες. Έχει λιγοστά μαλλιά, ρυτιδιασμένο πρόσωπο, κοιλίτσα. Δείχνει κουρασμένος από τη ζωή αλλά και με κότσια. Μένει σε νησί. Κυκλάδες ή Σποράδες δεν έχει σημασία. Το Αιγαίο κάνει από μόνο του τη διαφορά σε κάτι τέτοιες περιπτώσεις. Το Ιόνιο είναι διαφορετικό, έχει άλλα χούγια. Αυτός ζει από την ανατολική πλευρά της χώρας.
Βγάζει τις σαγιονάρες και ακροπατά ώς τον καμπινέ. Πιάνει το κίτρινο σφουγγαράκι και ρίχνει λίγη χλωρίνη από ένα πλαστικό μπουκάλι χωρίς επιγραφή. Σκύβει πάνω από τη λεκάνη και τρίβει το πάνω μέρος να φύγει το πουρί. Μετά τραβάει καζανάκι και αποτελειώνει το καθάρισμα με την πλαστική βούρτσα. Έπειτα στρέφεται προς το νιπτήρα και, με το ίδιο σφουγγαράκι, τρίβει τη βρύση και τη λευκή πορσελάνη με τη ραγισματιά εκεί στα δεξιά – δεν φαίνεται πολύ αλλά υπάρχει. Κατόπιν ρίχνει ένα πρόχειρο πλύσιμο στον καθρέφτη και μετά σκουπίζει τα ζουμιά με λίγο χαρτί υγείας. Το πετάει στη λεκάνη, τραβάει πάλι καζανάκι και ρίχνει μια ματιά στη ντουζιέρα. Εκεί δεν χρειάζεται τρίψιμο, λίγο νερό κι έξω από την πόρτα. Φτάνει.
Βγαίνει στο υπνοδωμάτιο. Πατικώνει τη σφουγγαρίστρα στον γαλάζιο κουβά και αφήνει τα νερά να στάξουν από τα κρόσσια. Μετά περνάει ένα χεράκι το μωσαϊκό, χώνει το κοντάρι στα γρήγορα κάτω από τα μονά κρεβάτια, λίγο πίσω από το τραπεζάκι, μια δίπλα στην καρέκλα και τελειώσαμε. Η πλάτη τον πονάει. Ευτυχώς τα κρεβάτια τα έστρωσε το πρωί. Με λευκά βαμβακερά σεντόνια με τσάκιση. Και μαξιλαροθήκες στην τρίχα. Μια πετσέτα είναι αφημένη στα πόδια του κάθε κρεβατιού, διπλωμένη προσεκτικά στα τέσσερα. Από τα χαράματα τις στέγνωνε στον ήλιο. Τραπεζομάντηλο στο τραπέζι δεν χρειάζεται – έτσι κι αλλιώς παλιά που έβαζε του τα έκλεβαν πάντα.
Κοιτάζει το χώρο και δείχνει ικανοποιημένος. Εκεί στην άκρη, το καδράκι του ΕΟΤ με την παραλία της Ζακύνθου και τον καταγάλανο ουρανό του φαίνεται στραβό. Δεν θέλει να το αφήσει έτσι. Ξεφυσάει και πνίγει μια βλαστήμια μέσα από το στόμα του. Ακροπατά ώς εκεί για να μην κάνει πατημασιές στο μωσαϊκό και πιάνει την πρόκα. Τη δοκιμάζει πέρα-δώθε, βλέπει πως είναι καλή. Ισιώνει το κάδρο και εποπτεύει ξανά το χώρο. Όλα καλά. Κλείνει τα παντζούρια και τραβάει τις προκατοχικές βουάλ κουρτίνες ανάμεσα στα τζάμια. Θα αφήσει ως το βράδυ ανοιχτά να φύγει η χλωρινίλα.
Κλειδώνει την πόρτα του δωματίου και μπαίνει στο αποθηκάριο, εκεί δίπλα. Αφήνει τον κουβά με τη σφουγγαρίστρα, τη χλωρίνη και το σφουγγάρι του να στεγνώσουν πάνω σε μια σανίδα. Τα απόνερα χύνονται στο σιφόνι της πλάκας, εκεί που καμιά φορά βγαίνουν οι ξένοι και πλένονται με τη μάνικα. Πιο κει, στη γωνία, στήνει ανάποδα τη σκούπα. Μετά βγαίνει στην ταράτσα και κοιτάζει κάτω χαμηλά, τη χώρα. Η ωραιότερη παραλία του νησιού απλώνεται μπροστά του. Λευκά σπιτάκια με ξύλινα πορτόνια, κουφωμένα παραθυρόφυλλα και αυλές με δέντρα και γλάστρες. Ο ήλιος τον χτυπάει κατακούτελα, δεν έχει περιθώρια για καθυστερήσεις. Κρύβει το κλειδί κάτω από το βασιλικό, χαϊδεύει τα πράσινα φυλλαράκια και κατεβαίνει σιγά-σιγά με το χέρι να σέρνεται στον ασβεστωμένο τοίχο της μάντρας.
Στο καφενείο, κάτω από τη σκιά της κληματαριάς, παραγγέλλει ούζο με μεζέ και τεντώνει τα πόδια στη διπλανή καρέκλα. Η μέση του τον προειδοποιεί πως τα χρόνια δεν θα του κάνουν κανένα χατίρι. Νιώθει κουρασμένος. Πιάνει με την οδοντογλυφίδα το σαρδελάκι και μετά ρουφάει μια γερή γουλιά. Ανάβει ένα Καρέλια και πετάει το σπίρτο στο τασάκι.
Κοιτάζει γύρω του τον κόσμο. Ηλικιωμένοι οι περισσότεροι, ταλαίπωροι και στενοχωρημένοι. Λένε για το ευρώ που μπορεί να ξαναγίνει δραχμή, για τις μίζες του Χριστοφοράκου, για τις δόσεις του δανείου που έγινε δυσβάσταχτο, για τον εγγονό που σπουδάζει στην Αθήνα κι εκείνοι πρέπει να του τσοντάρουν κάθε τόσο από την ψωροσύνταξη, αφού οι γονείς του είναι άφραγκοι και δεν αντέχουν. Λένε για το κλίμα, τον ήλιο και το νερό που ξεπουλιούνται στους ξένους. Λένε πως ο τουρισμός φέτος θα είναι μηδενικός, πως για όλα φταίει η Μέρκελ, το ΠΑΣΟΚ και η Ν.Δ. Λένε πως τη λύση θα τη δώσει ο πιτσιρικάς του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και πάλι τους προβληματίζει το νεαρόν της ηλικίας. Είναι μεγάλοι, κι έχουν κουραστεί. Όλοι τους όμως περιμένουν κάτι καινούργιο να φανεί στον ορίζοντα μπας και σωθούν. Μπας και αλλάξει κάτι να γλιτώσουν.
Εκείνος περιμένει απλώς το καλοκαίρι.
Βγάζει τις σαγιονάρες και ακροπατά ώς τον καμπινέ. Πιάνει το κίτρινο σφουγγαράκι και ρίχνει λίγη χλωρίνη από ένα πλαστικό μπουκάλι χωρίς επιγραφή. Σκύβει πάνω από τη λεκάνη και τρίβει το πάνω μέρος να φύγει το πουρί. Μετά τραβάει καζανάκι και αποτελειώνει το καθάρισμα με την πλαστική βούρτσα. Έπειτα στρέφεται προς το νιπτήρα και, με το ίδιο σφουγγαράκι, τρίβει τη βρύση και τη λευκή πορσελάνη με τη ραγισματιά εκεί στα δεξιά – δεν φαίνεται πολύ αλλά υπάρχει. Κατόπιν ρίχνει ένα πρόχειρο πλύσιμο στον καθρέφτη και μετά σκουπίζει τα ζουμιά με λίγο χαρτί υγείας. Το πετάει στη λεκάνη, τραβάει πάλι καζανάκι και ρίχνει μια ματιά στη ντουζιέρα. Εκεί δεν χρειάζεται τρίψιμο, λίγο νερό κι έξω από την πόρτα. Φτάνει.
Βγαίνει στο υπνοδωμάτιο. Πατικώνει τη σφουγγαρίστρα στον γαλάζιο κουβά και αφήνει τα νερά να στάξουν από τα κρόσσια. Μετά περνάει ένα χεράκι το μωσαϊκό, χώνει το κοντάρι στα γρήγορα κάτω από τα μονά κρεβάτια, λίγο πίσω από το τραπεζάκι, μια δίπλα στην καρέκλα και τελειώσαμε. Η πλάτη τον πονάει. Ευτυχώς τα κρεβάτια τα έστρωσε το πρωί. Με λευκά βαμβακερά σεντόνια με τσάκιση. Και μαξιλαροθήκες στην τρίχα. Μια πετσέτα είναι αφημένη στα πόδια του κάθε κρεβατιού, διπλωμένη προσεκτικά στα τέσσερα. Από τα χαράματα τις στέγνωνε στον ήλιο. Τραπεζομάντηλο στο τραπέζι δεν χρειάζεται – έτσι κι αλλιώς παλιά που έβαζε του τα έκλεβαν πάντα.
Κοιτάζει το χώρο και δείχνει ικανοποιημένος. Εκεί στην άκρη, το καδράκι του ΕΟΤ με την παραλία της Ζακύνθου και τον καταγάλανο ουρανό του φαίνεται στραβό. Δεν θέλει να το αφήσει έτσι. Ξεφυσάει και πνίγει μια βλαστήμια μέσα από το στόμα του. Ακροπατά ώς εκεί για να μην κάνει πατημασιές στο μωσαϊκό και πιάνει την πρόκα. Τη δοκιμάζει πέρα-δώθε, βλέπει πως είναι καλή. Ισιώνει το κάδρο και εποπτεύει ξανά το χώρο. Όλα καλά. Κλείνει τα παντζούρια και τραβάει τις προκατοχικές βουάλ κουρτίνες ανάμεσα στα τζάμια. Θα αφήσει ως το βράδυ ανοιχτά να φύγει η χλωρινίλα.
Κλειδώνει την πόρτα του δωματίου και μπαίνει στο αποθηκάριο, εκεί δίπλα. Αφήνει τον κουβά με τη σφουγγαρίστρα, τη χλωρίνη και το σφουγγάρι του να στεγνώσουν πάνω σε μια σανίδα. Τα απόνερα χύνονται στο σιφόνι της πλάκας, εκεί που καμιά φορά βγαίνουν οι ξένοι και πλένονται με τη μάνικα. Πιο κει, στη γωνία, στήνει ανάποδα τη σκούπα. Μετά βγαίνει στην ταράτσα και κοιτάζει κάτω χαμηλά, τη χώρα. Η ωραιότερη παραλία του νησιού απλώνεται μπροστά του. Λευκά σπιτάκια με ξύλινα πορτόνια, κουφωμένα παραθυρόφυλλα και αυλές με δέντρα και γλάστρες. Ο ήλιος τον χτυπάει κατακούτελα, δεν έχει περιθώρια για καθυστερήσεις. Κρύβει το κλειδί κάτω από το βασιλικό, χαϊδεύει τα πράσινα φυλλαράκια και κατεβαίνει σιγά-σιγά με το χέρι να σέρνεται στον ασβεστωμένο τοίχο της μάντρας.
Στο καφενείο, κάτω από τη σκιά της κληματαριάς, παραγγέλλει ούζο με μεζέ και τεντώνει τα πόδια στη διπλανή καρέκλα. Η μέση του τον προειδοποιεί πως τα χρόνια δεν θα του κάνουν κανένα χατίρι. Νιώθει κουρασμένος. Πιάνει με την οδοντογλυφίδα το σαρδελάκι και μετά ρουφάει μια γερή γουλιά. Ανάβει ένα Καρέλια και πετάει το σπίρτο στο τασάκι.
Κοιτάζει γύρω του τον κόσμο. Ηλικιωμένοι οι περισσότεροι, ταλαίπωροι και στενοχωρημένοι. Λένε για το ευρώ που μπορεί να ξαναγίνει δραχμή, για τις μίζες του Χριστοφοράκου, για τις δόσεις του δανείου που έγινε δυσβάσταχτο, για τον εγγονό που σπουδάζει στην Αθήνα κι εκείνοι πρέπει να του τσοντάρουν κάθε τόσο από την ψωροσύνταξη, αφού οι γονείς του είναι άφραγκοι και δεν αντέχουν. Λένε για το κλίμα, τον ήλιο και το νερό που ξεπουλιούνται στους ξένους. Λένε πως ο τουρισμός φέτος θα είναι μηδενικός, πως για όλα φταίει η Μέρκελ, το ΠΑΣΟΚ και η Ν.Δ. Λένε πως τη λύση θα τη δώσει ο πιτσιρικάς του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και πάλι τους προβληματίζει το νεαρόν της ηλικίας. Είναι μεγάλοι, κι έχουν κουραστεί. Όλοι τους όμως περιμένουν κάτι καινούργιο να φανεί στον ορίζοντα μπας και σωθούν. Μπας και αλλάξει κάτι να γλιτώσουν.
Εκείνος περιμένει απλώς το καλοκαίρι.
*Η Μαρία Πετρίτση είναι συγγραφέας
Σχόλια