Δυο χρόνια μετά την Κόλαση, μια παράσταση βασισμένη στη Θεία Κωμωδία, ο Καστελούτσι επιστρέφει στον ίδιο χώρο με ένα νέο πρότζεκτ. Δυνατός εικονοκλάστης με σπουδές στη ζωγραφική και την αρχιτεκτονική ο Ιταλός σούπερ σταρ του ευρωπαϊκού θεάτρου παρουσίασε ένα έργο δικής του σύλληψης στα όρια της πρόζας και του βίντεο αρτ, της ποπ αισθητικής και της σοκαριστικής αντίληψης ενός βιωματικού θεάτρου.
Ένας ηλικιωμένος πατέρας παρακολουθεί σιωπηλά τηλεόραση καθώς ο γιος του ντύνεται για να πάει στη δουλειά του, κάτω από το τεράστιο πορτρέτο του Ιησού, αναπαραγωγή από το έργο του Αντονέλο ντα Μεσίνα Ο Σωτήρας του κόσμου (1465). Ξαφνικά ο πατέρας παθαίνει ακράτεια και ο λευκός καναπές βάφεται από ένα αηδιαστικό υγρό στη γνωστή απόχρωση. Ο γιος αντιμετωπίζει με πολλή ψυχραιμία το περιστατικό και ενώ φορά το καλό του κουστούμι ξεπλένει τον πατέρα του και του αλλάζει την πάνα. Πριν προλάβει να τελειώσει, νέο κρούσμα, νέα πιστή αναπαράσταση από τον Καστελούτσι. Το μισό σπίτι λερώνεται. Ο πατέρας ξεσπάει σε κλάματα ενώ ο γιος, με υποδειγματική αγάπη και αφοσίωση, τον περιποιείται τον αγκαλιάζει και τον καθησυχάζει. Τον βάζει να ξαπλώσει στο κρεβάτι και πριν προλάβει να σφουγγαρίσει το πάτωμα, ο πατέρας λερώνει και το κρεβάτι ξεσπώντας σε λυγμούς και ζητώντας ασταμάτητα συγγνώμη. Ο γιος αφού ξεπερνάει το σοκ τον περιποιείται πάλι με περισσή καρτερία. Η πρώτη σκηνή τελειώνει με το γιο να φεύγει για τη δουλειά, τον πατέρα να κλαίει και τους θεατές να μυρίζουν τη δυσάρεστη οσμή. Στη συνέχεια εμφανίζονται στη σκηνή κάποια μικρά παιδιά κι αρχίζουν να πετούν χειροβομβίδες στο πρόσωπο του Ιησού, ενώ τα έργο τελειώνει με το πρόσωπο του να γεμίζει από το ίδιο αηδιαστικό υγρό και να διαρρηγνύεται εκ των έσω.
Η παράσταση τελειώνει και ο θεατής εισπράττει ένα έντονο αίσθημα δυσφορίας. Για την κατάντια της ανθρώπινης ύπαρξης, για το μαρτύριο του γιου, για τη δυσοσμία. Αν τελείωνε στην πρώτη σκηνή το έργο, θα παρέμενε ημιτελές.
Ο Καστελούτσι, όμως, δεν θέλει μόνο να πει, δεν στέκεται μόνο στο θέατρο της ωμότητας του οποίου είναι θιασώτης, αλλά καίγεται να σχολιάσει. Όσο τα παιδιά βομβαρδίζουν ο γέρος κλαίει σιωπηλά στη γωνιά. Γιατί Θεέ με έκανες ανήμπορο; Γιατί με εξευτελίζεις έτσι;
Ενώ εσύ στέκεσαι αγέρωχος και με κοιτάς αφ’ υψηλού; Όσο προφανές κι απλοϊκό κι αν φαίνεται, πρόκειται για ένα υπαρξιακό σχόλιο, ένα αυτόματο συναίσθημα, ένα ρητορικό μεταφυσικό ερώτημα που πολλοί, μέσα στη θεοκρατική κοινωνία, έχουμε αναφωνήσει. Ενώ ο Καστελούτσι με την επόμενη σκηνή, περνάει στο επόμενο στάδιο της ψυχολογίας, στην άρνηση της ύπαρξης του Θεού και την εξίσωσή του με το ανθρώπινο.
Εδώ, όμως, τίθεται ένα ερώτημα. Γιατί ο Καστελούτσι βάζει το πρόσωπο του Υιού κι όχι του Θεού; Και γιατί ονομάζει την παράσταση «περί της εννοίας του Υιού». Μήπως, τελικά, τα μικρά παιδιά εκφράζουν τη ψυχολογία του υιού; Μήπως την παράσταση στοιχειώνει εκείνο το «ίνα τι με εγκατέλειπες;» Μήπως ο γιος αναθεματίζει στο πρόσωπο του Υιού όλη την καθολική παράδοση και την κοινωνία που διδάσκει μια ζωή ταπεινή με εγκαρτέρηση και με θυσία;
Όπως και να ’χει, ο σκηνοθέτης πετυχαίνει το σκοπό του παραδίδοντας μια σύγχρονη παράσταση με διφορούμενες ερμηνείες, δυνατές εικόνες και έντονες προκλήσεις, είτε φυσικές είτε νοηματικές, που καλείται ο θεατής να ερμηνεύσει από μόνος του.
Η παράσταση τελειώνει και ο θεατής εισπράττει ένα έντονο αίσθημα δυσφορίας. Για την κατάντια της ανθρώπινης ύπαρξης, για το μαρτύριο του γιου, για τη δυσοσμία. Αν τελείωνε στην πρώτη σκηνή το έργο, θα παρέμενε ημιτελές.
Ο Καστελούτσι, όμως, δεν θέλει μόνο να πει, δεν στέκεται μόνο στο θέατρο της ωμότητας του οποίου είναι θιασώτης, αλλά καίγεται να σχολιάσει. Όσο τα παιδιά βομβαρδίζουν ο γέρος κλαίει σιωπηλά στη γωνιά. Γιατί Θεέ με έκανες ανήμπορο; Γιατί με εξευτελίζεις έτσι;
Ενώ εσύ στέκεσαι αγέρωχος και με κοιτάς αφ’ υψηλού; Όσο προφανές κι απλοϊκό κι αν φαίνεται, πρόκειται για ένα υπαρξιακό σχόλιο, ένα αυτόματο συναίσθημα, ένα ρητορικό μεταφυσικό ερώτημα που πολλοί, μέσα στη θεοκρατική κοινωνία, έχουμε αναφωνήσει. Ενώ ο Καστελούτσι με την επόμενη σκηνή, περνάει στο επόμενο στάδιο της ψυχολογίας, στην άρνηση της ύπαρξης του Θεού και την εξίσωσή του με το ανθρώπινο.
Εδώ, όμως, τίθεται ένα ερώτημα. Γιατί ο Καστελούτσι βάζει το πρόσωπο του Υιού κι όχι του Θεού; Και γιατί ονομάζει την παράσταση «περί της εννοίας του Υιού». Μήπως, τελικά, τα μικρά παιδιά εκφράζουν τη ψυχολογία του υιού; Μήπως την παράσταση στοιχειώνει εκείνο το «ίνα τι με εγκατέλειπες;» Μήπως ο γιος αναθεματίζει στο πρόσωπο του Υιού όλη την καθολική παράδοση και την κοινωνία που διδάσκει μια ζωή ταπεινή με εγκαρτέρηση και με θυσία;
Όπως και να ’χει, ο σκηνοθέτης πετυχαίνει το σκοπό του παραδίδοντας μια σύγχρονη παράσταση με διφορούμενες ερμηνείες, δυνατές εικόνες και έντονες προκλήσεις, είτε φυσικές είτε νοηματικές, που καλείται ο θεατής να ερμηνεύσει από μόνος του.
Δημήτρης Οικονόμου
Σχόλια