Συνέντευξη στον Δημήτρη Οικονόμου. Μας συστήθηκε πριν από λίγα χρόνια στη Φεύγουσα κόρη, μια παράσταση που έδενε το διήγημα του Παπαδιαμάντη Η ψυχή, με τα ηπειρώτικα μοιρολόγια, τα νανουρίσματα και τα παραμύθια. Έπαιζε μόνη της και ξεχείλιζε από ταλέντο.

Την ξαναείδαμε πέρσι και φέτος στην Κατάσταση εξαίρεσης του Φίσερ. Η Ρηνιώ Κυριαζή, απόφοιτος του Εθνικού, αποδεικνύει σταθερά ότι είναι μια από τις πιο χαρισματικές ηθοποιούς της γενιάς της. Ανάμεσα στα μαθήματά της, στο Αριστοτέλειο, όπου διδάσκει στο Τμήμα Θεάτρου της Σχολής Καλών Τεχνών και στην Ανωτέρα Σχολή Δραματικής Τέχνης «Αρχή», της Νέλλης Καρρά, βρίσκει χρόνο να μας φανερώσει μιαν άλλη πτυχή. Αυτή του νέου ανθρώπου που αντιστέκεται με τον τρόπο που ξέρει και που έχει όραμα για τον τόπο του.

 

Έχεις γεννηθεί στην επαρχία, στα Γιάννενα συγκεκριμένα. Πότε ήρθες στην Αθήνα;
Έχω πολλά χρόνια στην Αθήνα. Μετά το σχολείο.

Ήταν εύκολο για σένα, ένα κορίτσι απ’ την επαρχία, να προσαρμοστεί στην Αθήνα, μετά τις σπουδές και χωρίς γνωριμίες να βρεις δουλειά; Ήταν εφόδιο οι σπουδές στο Εθνικό;
Αυτό που με βοήθησε ήταν οι παραστάσεις που είχα δει στα Γιάννενα, όταν ήμουν μικρή. Πήγαινα στη Δωδώνη σταθερά. Ερχόμενη εδώ δεν αισθάνθηκα ότι ήμουν επαρχιώτης. Ήταν ένα εφόδιο για μένα να μην αισθάνομαι μειονεκτικά, σε σχέση με τους άλλους. Βέβαια, ίσως η ζωή ήταν πολύ δύσκολη, μόνη μεταξύ αγνώστων. Ακόμα και η καθημερινότητα. Αλλά είχα την εξυπνάδα να ψάξω να βρω ανθρώπους που με βοήθησαν στα καλλιτεχνικά. Μετά τις σπουδές, το να βρει δουλειά είναι δύσκολο για τον καθένα. Δεν περίμενα ποτέ να μου έρθει μια πρόταση από κάπου. Νομίζω ότι έφτιαξα το δρόμο μου με πείσμα και κόπο, συναντώντας κάποιους ανθρώπους όπου είχαμε κοινές καλλιτεχνικές ανησυχίες. Την ομάδα Βιομηχανική στη Πάτρα, τη θεατρική εταιρία Πόλις με σημαντική δράση και αργότερα η Φεύγουσα κόρη που με έκανε περισσότερο γνωστή και μου έδωσε φόρα. Την έκανα μόνη μου, με τη Μίρκα Γεμεντζάκη.

Αυτή την παράσταση την είχες κάνει μόνη σου;
Ναι, σκηνοθέτησε η Μίρκα αλλά ήταν στηριγμένο σε μια δουλειά που είχα κάνει χρόνια πριν για το ηπειρώτικο μοιρολόι. Δηλαδή είχα ξεκινήσει με μια μελέτη που δεν ήξερα πού θα βγάλει και το υλικό αυτό από μοιρολόγια, τραγούδια του γάμου, νανουρίσματα και παραμύθια και χρησιμοποιήσαμε σαν καμβά στο διήγημα του Παπαδιαμάντη.

Το γεγονός ότι ευτύχησες σε κάποιες καλλιτεχνικές συνεργασίες είναι θέμα τύχης;
Όχι. Όταν τελειώνει κανείς μια σχολή, απέναντι σε ένα χάος φαντάζομαι σε οποιαδήποτε δουλειά…

Ναι αλλά δεν τελείωσες οποιαδήποτε σχολή, αλλά το Εθνικό.
Το ίδιο είναι. Έχεις μια θετική αντιμετώπιση από κάποιους, αλλά τότε που τελείωσα εγώ δεν υπήρχε καμία φροντίδα από τη σχολή για το τι θα κάνουν αυτά τα παιδιά όταν τελειώσουν. Δεν έτυχε να γνωρίσω μέσα απ’ τη σχολή ανθρώπους να μου δώσουν κάτι. Δεν έτυχε αυτό. Μπορεί να συμβεί σε άλλα παιδιά. Είναι και θέμα τύχης. Οι άνθρωποι που γνώρισα ήταν άνθρωποι που τους έψαξα και τους βρήκα όπως η Μίρκα Γεμετζάκη και άλλοι. Είναι κάτι που έφτιαξα πολύ αργά, σιγά-σιγά και με κόπο. Δεν μου προσφέρθηκε κάτι. Αυτό μου έδωσε τη δύναμη να δοκιμάσω πράγματα που πραγματικά ήθελα. Όπως με τη Φεύγουσα κόρη που επέμενα να βάλουμε το μοιρολόι και έτσι αποφάσισα να κάνω μια παράσταση μόνη μου, γιατί δεν είχα τίποτα να χάσω.

Σε όλα αυτά που λες, ποια ήταν τα εφόδιά σου; Από πού έπαιρνες δύναμη; Η οικογένειά σου, η παιδεία σου;
Σίγουρα, η οικογένειά μου με στήριξε. Χωρίς αυτή δεν ξέρω αν θα τα κατάφερνα – και συναισθηματικά και οικονομικά. Δηλαδή δεν είχα τα πρώτα χρόνια, ευτυχώς, την αγωνία που σπούδαζα. Όπως βλέπω τώρα πολλά παιδιά που είναι αναγκασμένα να δουλεύουν και να σπουδάζουν. Και σίγουρα η γενικότερη παιδεία σε βοηθάει να βρεις τι είναι αυτό που σε αφορά πραγματικά. Τι θέλεις να κάνεις και τον τρόπο που να τα καταφέρεις.

Αυτό που σε αφορά πραγματικά εννοείς κεντρικά; Δηλαδή να γίνεις ηθοποιός ή δικηγόρος; Ή μέσα στη δουλειά;
Ξεκινώντας από εκεί αλλά και πιο ειδικά. Αυτό έρχεται με τα χρόνια και ψάχνοντας. Εμένα με βοήθησε πολύ και ένα ταξίδι μου στη Νέα Υόρκη, σε σχέση με το θέατρο. Επειδή ήταν όλα τόσο απλόχερα εκεί και είχες τόσες επιλογές, τόσα μαθήματα να κάνεις ακόμα και για το μικρό διάστημα που πήγα εγώ. Και από τα πολλά που συνέβαιναν έπρεπε να επικεντρωθείς σε κάποια.

Η οικογένειά σου έφερε αντίθεση; Σε τι περιβάλλον μεγάλωσες;
Οι γονείς μου είναι και οι δύο εκπαιδευτικοί. Ο πατέρας μου γράφει. Λέγεται Άρης Κυριαζής. Το κλίμα ήταν καλλιτεχνικό. Αλλά κανείς γονιός, όταν το παιδί του λέει ότι θέλει να γίνει καλλιτέχνης, δεν θα το χαρεί πολύ, λόγω των μεγάλων δυσκολιών. Ήθελαν να φοιτήσω και μια σχολή όπως τελικά και έκανα. Έχω τελειώσει τη Σχολή Νηπιαγωγών και ταυτόχρονα πέρασα τις εξετάσεις στο Εθνικό. Βέβαια, όταν είδαν ότι πραγματικά αυτό θέλω να κάνω όχι μόνο δεν είχαν αντίρρηση αλλά βοήθησαν πάρα πολύ και όχι μόνο οικονομικά αλλά συναισθηματικά. Να ξέρεις ότι οι άνθρωποι που αγαπάς σε στηρίζουν.

Πες μου λίγο για την Κατάσταση Εξαίρεσης.
Είναι ένα υπέροχο κείμενο. Ποιος αποφασίζει ότι μέχρι εκεί μπορείς να πας και ότι αυτή είναι η ζωή που σου αναλογεί; Στο έργο δεν υπάρχει γραμμική εξέλιξη. Δεν γίνεται κάτι. Υπάρχουν κύκλοι, γι’ αυτό και είχαμε ονομάσει κάθε κομμάτι της παράστασης κύκλο. Σαν να απλώνει και να απλώνει γύρω από ένα κέντρο και να βλέπεις συνέχεια πόσο τρομακτικό είναι αυτό που συμβαίνει έξω. Άρα, αυτό που συμβαίνει και μέσα. Αυτό που επιβάλλεται επειδή ο καθένας μέσα είναι ανελεύθερος. Και γίνεται όλο και πιο τρομακτικό. Πιστεύω πολύ στην παράσταση που έχει κάνει ο Νίκος Καμόντος. Βέβαια, είμαι από μέσα, αλλά την εκτιμώ βαθιά γιατί δεν έχει κανένα σκηνοθετικό τερτίπι. Είναι γυμνή όπως γυμνό είναι και το έργο. Δηλαδή η σκηνοθεσία του είχε να κάνει με τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε εμείς που μιλάγαμε αυτό που λέγαμε. Τίποτα άλλο. Αυτό οδήγησε στη Νοτ Γκάλερι να είμαστε εντοιχισμένοι ή εδώ μια επικοινωνία με το κοινό όπου ίσως υπονοείται η κάμερα που σε παρακολουθεί, αυτό το εγκλωβισμένο… το μαζεμένο… τα κύματα όπως μπαίνουν από τον Νίκο Βελιώτη, το φως που ανήκει στους θεατές. Νομίζω αυτά τα στοιχεία είναι πολύ σημαντικά για τη σκηνοθεσία και θεωρώ πως είναι πολύ σημαντικό το γεγονός πως ο Νίκος ξεκίνησε την πρώτη του καθαρή δουλειά ως σκηνοθέτης, χωρίς να θέλει να εντυπωσιάσει.

Οι παραστάσεις συνέπεσαν με τις απεργίες. Πώς σας επηρέασε αυτό;
Την Πέμπτη (σ.σ.: δεύτερη μέρα της απεργίας) η παράσταση αναβλήθηκε. Την Παρασκευή είχαν απεργία και τα ταξί. Ήρθαν τέσσερα άτομα. Υπήρχε ένα μούδιασμα. Ενώ μέχρι την Τετάρτη πήγαινε μια χαρά. Κι όμως, έρχεται όλο το κλίμα και επιδρά. Και έγινε μια μεγάλη συζήτηση με τον Νίκο (σ.σ.: Καμόντο) «Παιδιά τι θέλετε; Να μην παίξουμε; Ο κόσμος καταστρέφεται». Και αποφασίσαμε να παίξουμε. Δηλαδή είναι ένα είδος αντίστασης. Εγώ αύριο δεν θα βγω στο δρόμο, ενώ θα το ήθελα, γιατί πιστεύω ότι αυτό δεν μου καλύπτει την ανάγκη να αντισταθώ. Ενώ αυτό που κάνω με τη ζωή μου, σε ένα έργο τόσο επίκαιρο, χωρίς να πληρώνομαι, γιατί δεν υπάρχει παραγωγή -ό,τι βγάλουμε από τον κόσμο- αυτό είναι η δική μου η αντίσταση. Αυτό είναι που μπορώ να κάνω.

Θεωρείς ότι η αντίσταση ενός καλλιτέχνη πρέπει να γίνεται στο χώρο του, στη τέχνη του ή να βγαίνει στο δρόμο;
Όπως μπορεί ο καθένας. Και στο δρόμο βέβαια. Μπορεί να ακουστεί κάπως αυτό που θα πω, αλλά είναι ο λόγος που δεν βγαίνω στο δρόμο. Είναι δύσκολο να το εκφράσω. Ο τρόπος που οργανώνεται αυτό του δρόμου τώρα είναι μέσα από τον ίδιο πυρήνα που έχει δημιουργήσει όλο αυτό το πράγμα που ζούμε. Μου στέλνει μήνυμα ο ΣΕΗ και μου λέει να απεργήσω. Όμως εγώ θεωρώ ότι η αντίσταση ενάντια σε όλο αυτό που γίνεται είναι να παίξω κι όχι να απεργήσω. Τη συγκεκριμένη παράσταση, στο συγκεκριμένο θέατρο. Δεν είμαι σε κρατικό, δεν πληρώνομαι. Αν κάποιος έρθει και το δει του ανοίγει χώρους στη ζωή του. Δηλαδή, δεν μπορεί αυτός που ψήφισε και ψηφίζει χρόνια που βολεύτηκε και που ίδιος έκανε ρουσφέτι να είναι στο δρόμο.

Ναι, αλλά δεν είναι μόνο αυτοί έξω. Είναι και νέα παιδιά και άνεργοι και στο Σύνταγμα υπήρξε μια μοναδική αυτοοργάνωση που ήταν μια υγιής αντίδραση. Υπήρξε εκείνο το σύνθημα που έλεγε να αλλάξουμε πρώτα τους εαυτούς μας και μετά τον κόσμο.
Αυτό που λες, περιγράφεται στο έργο. Με άλλοθι την οικονομική κρίση καταλύουν τα πάντα. Και δεν πλήττονται αυτοί που έτρωγαν χρόνια, δεν τιμωρείται κανείς. Πιστεύω πως το μεγάλο παράπονο του κόσμου είναι αυτό. Το δικό μου σίγουρα είναι αυτό. Δεν τιμωρείται ποτέ κανείς. Ανεβοκατεβαίνω στο πανεπιστήμιο και διδάσκω, σε μια προσπάθεια που κάνουμε όλοι να μείνουν ανοιχτά τα πανεπιστήμια. Είμαι με μια σύμβαση 407. Έπαιρνα 680 ευρώ και τώρα 550. Και ανεβοκατεβαίνω με δικά μου έξοδα. Και τυχερή είμαι. Γιατί το δικό μου δεν κόπηκε και κοπήκαν άλλα, πιο σημαντικά. Και πηγαίνω γιατί το πανεπιστήμιο πρέπει να μείνει ανοιχτό. Αλλά και πάλι δεν είμαι σίγουρη ότι κάνω το σωστό. Ότι τους λέω ναι, θα μείνει ανοιχτό το πανεπιστήμιο με λιγότερα λεφτά.

Τι θα κάνεις το χειμώνα;
Μια παραγωγή στο ΔΗΠΕΘΕ Ιωαννίνων.

Γιατί γυρνάς πίσω; Έχει να κάνει με την κρίση; Κλείνει κάποιος κύκλος εδώ;
Όχι, εδώ παραμένει ανοιχτός. Ανοίγει στα Γιάννενα. Αν μου το έλεγες πέρσι θα σου ‘λεγα αποκλείεται. Μπορεί να πάω στη Νέα Υόρκη, στο Παρίσι αλλά όχι στα Γιάννενα, Όμως έγινε μια σημαντική προσπάθεια εκεί πέρσι το καλοκαίρι. Και καταφέραμε να κάνουμε μια παράσταση με ένα έργο ιδιαίτερο που είχε μεγάλη ανταπόκριση. Κάναμε μια βουτιά στα βαθιά. Είχαμε στο Φρότζο (σ.σ.: θέατρο) 1.500 εισιτήρια όταν πέρσι είχαν 30.

Αυτό είχε να κάνει και σχέση με το έργο;
Βοήθησε το συγκεκριμένο που για κάποιο λόγο είναι αγαπημένο στα Γιάννενα σε κάποιους, γιατί είχε ανέβει πριν χρόνια. Λειτούργησε ότι οι συντελεστές ήταν κάποιοι άνθρωποι από τα Γιάννενα που είχαν το κοινό τους, υπήρχε καλή δουλειά από την οργάνωση, τα Μέσα. Οι δημοσιογράφοι έπαιξαν μεγάλο ρόλο. Πάντως, όταν κάποιος βλέπει σαπουνόπερες από το πρωί μέχρι το βράδυ και μετά βλέπει Λόρκα είναι κάτι. Η προοπτική είναι να γίνουν πολύ περισσότερα πράγματα και θέλω να είμαι εκεί. Δηλαδή θεωρώ ότι η παρουσία μου εκεί θα έχει μεγαλύτερο νόημα απ’ το να μένω εδώ. Είναι καθαρά καλλιτεχνική επιλογή. Έχω δουλειά στην Αθήνα. Το καλοκαίρι που μας πέρασε είπα «όχι» σε δυο δουλειές για να είμαι στα Γιάννενα.

Αυτό το νιώθεις σαν κάποια ανταπόδοση στην πόλη σου.
Η πόλη μου μού έχει δώσει την ομορφιά της και τους ανθρώπους της. Δεν μου έχει δώσει πίσω τίποτα πρακτικό. Δεν είχα συνεργαστεί ποτέ με το ΔΗΠΕΘΕ. Θα ήθελα να δημιουργήσω κάτι στην πόλη που να προσφέρει στους ανθρώπους, είτε είναι απ’ τα Γιάννενα είτε θέλουν να είναι στα Γιάννενα, τη δυνατότητα να ξεκινήσουν από εκεί. Είναι πολύ σημαντικό κάποιος άνθρωπος να έρθει εδώ στην Αθήνα να σπουδάσει, να πάει στο εξωτερικό για μεταπτυχιακά και να ξέρει ότι μπορεί να γυρίσει πίσω και να ξεκινήσει. Επίσης, ένας φοιτητής θα ήθελα να μην πηγαίνει μόνο στα μπουζούκια ή στα μπαρ. Καλά είναι κι αυτά, αλλά να μπορεί να έρθει στο θέατρο, να παρακολουθήσει σεμινάρια, να δουλέψει για το θέατρο, να κάνει μια εργασία, να μπορεί να φτιαχτεί ένας πυρήνας που κάθε Δευτέρα, κάθε Τρίτη να διαβάζει διηγήματα που να είναι γραμμένα για την πόλη με τη δική του φωνή, την καινούργια. Διαβάσαμε τον Κουτσογιάννη στα Γιάννενα, του Χρηστοβασίλη, ένα διήγημα το οποίο είναι γραμμένο για ένα χάνι απ’ το οποίο περνάς και δεν το ξέρεις. Βλέμμα μπροστά. Όλα αυτά πρέπει κανείς να τα συνδυάσει. Τους ερασιτέχνες το παιδικό θέατρο. Έχουμε ανάγκη μια κινητοποίηση να τα ενώσει. Είναι μικρή πόλη, αλλά μπορεί να έχει μεγάλο άνοιγμα. Με την παράκαμψη της Αθήνας. Όπως η Καλαμάτα. Ή η Αβινιόν. Μακάρι να γίνουν κάποια απ’ αυτά. Σίγουρα δεν πάμε για μια παραστασούλα.

Όταν λες «πάμε», ποιους εννοείς;
Εγώ, ο Ορέστης Τάτσης, ο Άρης Ζαμπαλίκας, η Μπάκα, ο Ζαμάνης, ο Τσεκούρας. Θέλω να πω πως το θέατρο δεν έχει να κάνει μόνο με μια καλή παράσταση, αλλά με πολλά πράγματα. Όλα αυτά τα γύρω-γύρω βοηθάνε για αυτά τα πολλά πράγματα. Συνεργασία με το πανεπιστήμιο. Χρειάζεται να είμαστε έξυπνοι και ευέλικτοι. Να βρούμε χορηγούς. Χωρίς μεγάλες παραγωγές. Με τρία άτομα, με πέντε, με δύο ηθοποιούς. Είναι άπειρα όλα αυτά που μπορούν να γίνουν. Να εκμεταλλευτούμε τη Δωδώνη, τα Ζαγοροχώρια. Να φέρουμε τουρισμό στην πόλη.

Κλείνοντας, μέσα στη γενικευμένη κατάθλιψη, διαπιστώνω πως είσαι πολύ αισιόδοξη…
Πρέπει να πάμε ανάποδα. Να κάνουμε έξοδο Μεσολογγίου. Δεν γίνεται αλλιώς. Να μην σταθούμε στο εγώ.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!