Η απαίτηση για μια μεγάλη αλλαγή, η παγίδευση της χώρας, η κρισιμότητα του λαϊκού παράγοντα και οι κομβικές προκλήσεις για τον ΣΥΡΙΖΑ

Των Τάσου Βαρούνη και Μιχάλη Σιάχου

 

Μια ακόμα μνημονιακή κυβέρνηση αδυνατεί να ολοκληρώσει το καταστροφικό της έργο. Κι αν η προσφυγή στις εκλογές δεν προήλθε από την ορμή ενός μαζικού, λαϊκού κινήματος, ο δρόμος για μια μεγάλη αλλαγή στη χώρα παραμένει ανοιχτός. Η ψήφος μπορεί να εκφράσει την απαίτηση να σταματήσει ο κατήφορος και την ελπίδα να ξημερώσουν καλύτερες μέρες. Μια μικρή ανάσα αλλά και μια πιθανή ανάταση του λαϊκού φρονήματος σε πείσμα όλων των μονόδρομων, των πιέσεων και της τρομοκράτησης. Ας διεκδικηθεί και ας αξιοποιηθεί, λοιπόν, η ψήφος ως δήλωση λαϊκής διαθεσιμότητας και όχι απλά ως εντολή διακυβέρνησης. Ας αποτελέσουν οι εκλογές μια νέα αφετηρία, όπου από καλύτερες θέσεις θα προωθηθεί μια πολυπεπίπεδη, δημιουργική και κοπιαστική διέξοδος. Πραγματικός στόχος παραμένει η καθολική αναγέννηση της χώρας και της κοινωνίας.

Η σημασία μιας εκλογικής νίκης του ΣΥΡΙΖΑ είναι αυτονόητη μόνο στο βαθμό που υποστηρίζει την ανάγκη αυτής της βαθιάς αλλαγής. Γιατί η «επόμενη μέρα» θα είναι δύσκολη. Είναι δεδομένη η πίεση της ευρωκρατίας για συμμόρφωση στα συμφωνηθέντα. Η παγίδευση στα ασφυκτικά πλαίσια που προσπαθούν να επιβάλουν οι δανειστές μπορεί να ανατραπεί, αλλά ο καθησυχασμός και οι αυταπάτες δεν βοηθούν καθόλου. Απαιτείται ρήξη. Και ως νοοτροπία και ως επιλογές. Όχι μόνο για ν’ αποβούν νικηφόρες οι όποιες διαπραγματεύσεις αλλά γιατί εδώ που βρισκόμαστε η χώρα δεν αλλάζει μονάχα μ’ αυτές. Καμιά σοβαρή μάχη δεν μπορεί να δοθεί αν ο ορίζοντας εξαντλείται σ’ έναν «έντιμο συμβιβασμό». Δεν ωφελεί σε τίποτα η παραπλανητική εικόνα ότι υπάρχουν ευνοϊκές συνθήκες στο διεθνή περίγυρο, περιθώρια ελαφρύνσεων, ανοχής ή ανεκτικότητας από ισχυρά κέντρα. Ειδικά, μια αριστερή διακυβέρνηση θα έχει να αντιμετωπίσει στο πολλαπλάσιο την τιμωρητική στάση της γερμανικής Ευρώπης.

 

Αλλαγή και όχι εναλλαγή

Αριστερή διακυβέρνηση δεν μπορεί να υπάρξει αν δεν κάνει σημαία της τους μεγάλους στόχους που έθεσαν οι μαζικοί αγώνες της προηγούμενης περιόδου. Αυτά πρέπει ν’ αποτελούν τις πραγματικές δεσμεύσεις. Ένα πρόγραμμά που δεν θα εμφανίζεται ως ο αντικαταστάτης αυτών των αγώνων αλλά ως η ουσιαστική πολιτικοποίηση και ενδυνάμωσή τους. Ανυποχώρητος αγώνας για τη συντριβή του πολιτικού συστήματος και πραγματική δημοκρατία. Εθνική αξιοπρέπεια. Μεγάλες πρωτοβουλίες παραγωγικής ανασυγκρότησης για να στηριχτεί η χώρα στις δικές της δυνάμεις. Αν όλα αυτά δεν προχωρήσουν ακόμα και τα απαραίτητα μέτρα ανακούφισης του κόσμου και αντιμετώπισης της ανθρωπιστικής κρίσης θα αποδεικνύονται επισφαλή και περιορισμένα. Αγώνας για μια νέα, λαϊκή μεταπολίτευση και όχι για μια νέα κοινοβουλευτική ισορροπία. Αγώνας για βαθιά αλλαγή και όχι εναλλαγή.

Δεν υπάρχουν ιστορικές νίκες χωρίς τον «αγωνιζόμενο λαό» στο προσκήνιο. Μερικές φορές αυτή η «μεγάλη αλήθεια» ξεχνιέται. Άλλες φορές παραμένει επίκληση και όχι πρακτικός προσανατολισμός που πρέπει άμεσα να υπηρετηθεί. Όσο η ματιά μας αδιαφορεί γι’ αυτό, είτε παραμυθιαζόμαστε είτε δε συνεισφέρουμε ουσιαστικά. Γιατί πολιτική διεξόδου με το λαό ως εκλογικό σώμα, σε εκτελεστικό ρόλο ή ως στήριγμα ακόμα και μιας μαχητικής πολιτικής δύσκολα προχωρά. Η Αριστερά δεν μπορεί να εξαντλείται στην αριστερή κυβέρνηση και τα κυβερνητικά μέτρα. Στην πραγματικότητα χρειαζόμαστε κάτι παραπάνω ακόμα κι από το σχήμα «αριστερή κυβέρνηση συν κίνημα»: Σε συνθήκες θραυσματοποίησης των λαϊκών τάξεων η ανασύστασή τους είναι πρωταρχική ανάγκη είτε από θέση κυβέρνησης, είτε από θέση κινήματος. Ο κυβερνητισμός, δηλαδή η αντίληψη που θεωρεί εφικτή την αλλαγή στη χώρα ως αποτέλεσμα του έργου μιας κυβέρνησης, είναι συνταγή αποτυχίας. Ακόμα περισσότερο αν αυτή η αντίληψη οδηγήσει στη διάλυση της πολιτικής δράσης, του κινήματος, του κόμματος, στο βωμό των κρατικών θέσεων.

 

Επιδιώκουν την μη καθαρή λύση

Το σύστημα θα ήταν ίσως διατεθειμένο να αποδεχτεί προσωρινά μια διάδοχη κατάσταση στο βαθμό που κι αυτή δεν θα επιχειρούσε να συγκρουστεί άμεσα μαζί του. Τυχόν όμως υποταγή του ΣΥΡΙΖΑ σε αυτό το πλαίσιο θα περιόριζε τις δυνατότητές του για μια πολιτική ανατροπών. Και από το ρόλο ανάδειξης του ριζοσπαστικού και του νέου, θα μετατρεπόταν σταδιακά σε κομπάρσος για την αποκατάσταση της διαταραγμένης πολιτικής και κοινωνικής ισορροπίας. Γιατί αν και θα κάνουν τα πάντα για να αποφευχθεί το… ατύχημα ΣΥΡΙΖΑ, η σταθερή τους απαίτηση βλέπει πιο μακριά: Αν δεν μπορούν να αποφύγουν το κακό, τουλάχιστον ας το μετριάσουν ή ας το ελέγξουν. Μόνιμος φόβος τους είναι η υπαρκτή δυνατότητα να υπάρξει στη χώρα ένα πραγματικό πολιτικό κίνημα. Γι’ αυτό θέλουν να ξεμπερδεύουν με όποια στοιχεία κρατούν ανοιχτή ή και καταλύουν αυτή την υπόθεση: Τα μαζικά κινήματα, το ξεδόντιασμα του ΣΥΡΙΖΑ και των στόχων του, την προτροπή για διάφορες βαθμίδες «εθνικής συνεννόησης».

Η μη καθαρή λύση είναι η προτιμητέα εναλλακτική για την επόμενη των εκλογών. Θέλουν την ομηρία του ΣΥΡΙΖΑ. Ένα εγχείρημα αλλαγής να βρεθεί δέσμιο σε κεντροαριστερές επιλογές που πολύπλευρα και διαβρωτικά ανασυντίθενται. Να ρίξει τον πήχη. Να γίνει στοιχείο -ακόμα και στ’ αριστερότερα- του σάπιου πολιτικού συστήματος. Να ανοίξει πόρτες συνεννόησης με ισχυρά κέντρα, λες και μπορούν να μείνουν όλοι ευχαριστημένοι. Να κρατήσει την κοινωνία στο περιθώριο και σε αναμονή. Όχι επειδή θα σταθεί ενάντιά της, αλλά γιατί θα έχει προδώσει τις προσδοκίες της. Γιατί θα αντικαταστήσει το ριζοσπαστισμό του με το «μία από τα ίδια» ή έστω… «περίπου τα ίδια».

 

Ανοίγματα και «ανοίγματα»

Όσο ο ΣΥΡΙΖΑ εκπέμπει ρητά ή υπόρρητα μηνύματα που ενισχύουν το «κακό σενάριο», άλλο τόσο θα απομακρύνεται στην πράξη από το λόγο ύπαρξής του. Ένα τέτοιο εγχείρημα όχι απλά δεν έχει ανάγκη το πολιτικό προσωπικό των δανειστών τύπου ΔΗΜΑΡ ή τους κάθε λογής ανανήψαντες που αναζητούν ρόλο, αλλά είναι απολύτως ανταγωνιστικό προς αυτούς. Δεν μπορεί να θεωρείται άνοιγμα στην κοινωνία η συνύπαρξη με τον παλιό πολιτικό κόσμο. Τέτοια ανοίγματα όχι μόνο πληγώνουν τη φυσιογνωμία μας αλλά και ναρκοθετούν τις πραγματικές μας δυνατότητες. Η ουσία της πολιτικής μας κατεύθυνσης δεν μπορεί να στηθεί πάνω στο μετριοπαθές, φιλοευρωπαϊκό και συνδιαχειριστικό προφίλ που αυτοί κομίζουν -αν όχι και στο διαπλεκόμενο. Τα διάφορα κέντρα της εγχώριας σαπίλας πρέπει να ανησυχούν σοβαρά από τη διακυβέρνησή μας.

Οφείλουμε έτσι να αναρωτηθούμε: Τι θα κάνουμε αν η κάλπη δεν προσφέρει αυτοδυναμία; Πόσο πραγματικά ΣΥΡΙΖΑ θα είναι Κοινοβουλευτική Ομάδα; Ο κόσμος θα μας στηρίξει ενεργά ή θα αναμένει παθητικά -ή και απαιτητικά- τα μέτρα μας; Τι είδους διαπραγμάτευση θα κάνουμε αν μας καθορίζει το «δεν θα προβούμε σε μονομερείς ενέργειες» ή αν οι σύμμαχοί μας παραείναι μετριοπαθείς; Τι άλλες δυνάμεις θα επιδράσουν; Πώς ενδέχεται να επηρεάσουν τα ανοιχτά μέτωπα στο γεωπολιτικό πεδίο;

Τα πράγματα, λοιπόν, είναι δύσκολα. Ο κόσμος το ξέρει. Δουλειά μας δεν είναι να το κρύψουμε αλλά να προετοιμαστούμε γι’ αυτά. Η αφήγηση «παίρνουμε λαϊκή εντολή, εφαρμόζουμε κάποια πρώτα μέτρα ανακούφισης, έχουμε έτσι τον κόσμο μαζί μας, διαπραγματευόμαστε, νικάμε, συνεχίζουμε…», δεν αντιστοιχεί στις προκλήσεις της περιόδου. Ή, έστω, είναι ένα πολύ ευκταίο σενάριο που δύσκολα όμως θα προχωρήσει στη ζωή.

Καλή δύναμη σε όλους και όλες!

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!