Η τριμηνιαία έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής αναδεικνύει το αδιέξοδο
Του Ηλία Σταθάτου
«Από μικρό κι από τρελό μαθαίνεις την αλήθεια», σύμφωνα με την λαϊκή παροιμία. Όσο για το αν την μαθαίνεις και από κυβερνητικούς αξιωματούχους, ούτε λόγος. Αυτοί αρκούνται στις πανηγυρικές εξαγγελίες, ιδιαίτερα του υπουργού Εργασίας, για μείωση της ανεργίας, επιστροφή στην ανάπτυξη, και άλλα τέτοια. Επομένως, πώς να βγάλεις συμπέρασμα; Εκτός από μικρό κι από τρελό λοιπόν, για την εξαγωγή «αλήθειας», ή έστω ενός μέρους της, καλό θα είναι να ρωτήσεις και τον Ευρωπαίο. Τουλάχιστον εκδίδει στοιχεία, ακόμα και αν επιλέγει να τα ερμηνεύσει σε ένα πολύ συγκεκριμένο πλαίσιο.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα η τριμηνιαία έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την εργασιακή και κοινωνική κατάσταση στην Ε.Ε., που πολύ πρόσφατα δόθηκε στη δημοσιότητα. Εξετάζοντάς την, καθίσταται φανερό πως η ευρωπαϊκή οικονομία «ρετάρει», και παρόλο που ο δείκτης απασχόλησης αυξάνεται αναιμικά, δεν μπορεί να παράξει θέσεις εργασίας όπως πριν από την κρίση. Και όσες νέες δημιουργεί, είναι κυρίως θέσεις μερικής απασχόλησης. Ας εξετάσουμε τα στοιχεία, που κρύβουν και μερικές θλιβερές πρωτιές για τη χώρα μας.
Αδυναμία καταπολέμησης της ανεργίας
Αρχικά, καταγράφεται βραδεία αύξηση της απασχόλησης, με ρυθμούς χαμηλότερους από το προσδοκώμενο. «Η οικονομική ανάκαμψη που ξεκίνησε την άνοιξη του 2013 στην Ε.Ε. παραμένει υποτονική και πρόσφατες προβλέψεις του ΑΕΠ της Ένωσης αναθεωρήθηκαν προς τα κάτω», τονίζεται. Η απασχόληση, παρότι αυξήθηκε στα περισσότερα κράτη-μέλη της Ε.Ε., ακόμα και σ’ εκείνα που παρουσιάζουν πολύ υψηλά ποσοστά ανεργίας, συντελείται με βραδύτερους από το προσδοκώμενο ρυθμούς και βρίσκεται μακριά από τα «προ κρίσης επίπεδα». Η έκθεση αναφέρει ότι το ποσοστό απασχόλησης παραμένει κάτω από τα επίπεδα του 2008 στα δύο τρίτα των κρατών-μελών. Ειδικότερα, επισημαίνεται ότι η μεγαλύτερη μείωση της απασχόλησης από το 2008 ως το δεύτερο τρίμηνο του 2014, καταγράφηκε στην Ελλάδα (13,7 ποσοστιαίες μονάδες), στην Κύπρο (9,2) και στην Ισπανία (9,2). Το ίδιο διάστημα, η μεγαλύτερη αύξηση της απασχόλησης σημειώθηκε στη Γερμανία, την Ουγγαρία (3,3 ποσοστιαίες μονάδες) και τη Μάλτα (6,2). Οι αποκλίσεις μεταξύ των κρατών μελών καλά κρατούν, με τη Σουηδία να απολαμβάνει δείκτη απασχόλησης 79,9%, τον υψηλότερο της Ένωσης, και την Ελλάδα μόλις 52,9%.
Επίσης, η αναιμική αύξηση της εργασίας «οφείλεται κατά κύριο λόγο στον τομέα των υπηρεσιών», ενώ η απασχόληση στον τομέα των κατασκευών παρουσιάζει μείωση 0,7%, και η καταστροφή θέσεων εργασίας στη βιομηχανία «μειώνεται ελαφρά».
Μερική απασχόληση στη θέση της πλήρους
Οι αλλαγές που συντελούνται δεν είναι απλά «business as usual» αλλά σηματοδοτούν τη μακρόχρονη αλλαγή της φύσης της ευρωπαϊκής οικονομίας. Εκτός από την αύξηση των υπηρεσιών, όπως είδαμε, αυξήθηκε ο δείκτης απασχόλησης για τους πιο μορφωμένους ενώ μειώθηκε για τους μη. Ακόμη περισσότερο αυξήθηκε η μερική απασχόληση, η οποία πλέον είναι η μορφή εργασίας που κυριαρχεί κατά τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας. Όπως αναφέρεται, «περισσότερες από τις μισές θέσεις εργασίας που δημιουργήθηκαν τον τελευταίο χρόνο είναι μερικής απασχόλησης». Οι μόνιμες θέσεις αυξάνονται, αλλά με πολύ μικρότερους ρυθμούς, και μόλις για δεύτερη φορά μετά από 9 συνεχόμενα τρίμηνα διαρκούς συρρίκνωσης. Για το κοινωνικό αυτό φαινόμενο κατέθεσε μάλιστα και ερώτηση προς την Ευρωπαϊκή Επιτροπή ο Ευρωβουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ, Κώστας Χρυσόγονος, ο οποίος τόνισε πως «η πρακτική των επιχειρήσεων και των οργανισμών να προσλαμβάνουν ασκούμενους ώστε να καλύψουν τις πάγιες και διαρκείς ανάγκες τους με φθηνό εργατικό δυναμικό, έχει παγιωθεί τα τελευταία χρόνια. Στις περισσότερες περιπτώσεις, οι θέσεις αυτές είναι απλήρωτες ή αμειβόμενες με εξευτελιστικά χαμηλά ποσά και χωρίς να παρέχουν κοινωνική ασφάλιση, με αποτέλεσμα να εντείνονται οι κοινωνικές ανισότητες. Τελευταία μάλιστα παρατηρείται το φαινόμενο οι θέσεις των ασκουμένων να καταλαμβάνονται από νέους που έχουν ήδη εργασιακή εμπειρία, οι οποίοι όμως, λόγω της υψηλής ανεργίας, αδυνατούν να βρουν μόνιμη απασχόληση και καταλήγουν να εργάζονται ως ασκούμενοι για μεγάλα χρονικά διαστήματα».
Διαδοχικά ιστορικά υψηλά για την μακροχρόνια ανεργία
Όπως, με συγκεκαλυμμένο άγχος, τονίζει η έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, «η τάση μείωσης της ανεργίας που ξεκίνησε το Σεπτέμβριο του 2013 δείχνει να έχει χάσει το ρυθμό της και να έχει σχεδόν σταματήσει», καθώς η ανεργία στην Ε.Ε. ήταν 10,0% τον Νοέμβριο του 2014, στο χαμηλότερο ποσοστό της από τον Φεβρουάριο του 2012, μα σχεδόν απαράλλαχτη, συγκρινόμενη με τον Αύγουστο και τον Σεπτέμβριο του έτους που πέρασε. Επίσης η έκθεση υπογραμμίζει το πρόβλημα της μακροχρόνιας ανεργίας. Το δεύτερο τρίμηνο του 2014, συνολικά 12,4 εκατομμύρια άτομα (το 5,1% του εργατικού δυναμικού) ήταν άνεργοι για περισσότερο από ένα έτος, ενώ περισσότεροι από τους μισούς ήταν άνεργοι για περισσότερο από δύο έτη.
Φυσικά, η Ελλάδα και η Κύπρος καταγράφουν ιστορικά υψηλά επίπεδα μακροχρόνιας ανεργίας, τα οποία «ανησυχητικά, δεν μειώνονται», ενώ στην Ιταλία αυξάνονται, με την Ισπανία να έχει σταθεροποιηθεί σε επίσης υψηλά ποσοστά. Ειδικότερα, η Ελλάδα κατατάσσεται πρώτη στην Ε.Ε. σε ποσοστά μακροχρόνιας ανεργίας, καθώς το 74,4% των ανέργων είναι μακροχρόνια άνεργοι.
Δομική η ανεργία των νέων
Τέλος, όπως επισημαίνεται, παρά το γεγονός «της σημαντικής μείωσης της ανεργίας των νέων συνολικά στην Ε.Ε., παραμένει πολύ υψηλή», στο 21,9% τον Νοέμβριο του 2014. Στις Αυστρία, Γερμανία και Ολλανδία, ο δείκτης ανεργίας των νέων βρίσκεται κάτω από το 10%, ενώ στην πλειοψηφία των κρατών μελών βρίσκεται κοντά σε ιστορικά υψηλά επίπεδα, και ειδικά στην Ιταλία αυξάνεται συνεχώς. Ακόμη, η κρίση, που αναγκάζει μεγάλα κομμάτια του πληθυσμού να βγουν στην αγορά εργασίας, και η είσοδος των νέων στην οικονομία, δημιουργεί μεγάλες πληθυσμιακές ομάδες που δεν μπορούν να απορροφηθούν από την οικονομία.