Από πού ξεκινάει μια προοδευτική εκπαιδευτική πολιτική
Του Κώστα Καραγιάννη
Στη συνέντευξη -ο Θεός δηλαδή να την κάνει συνέντευξη- που δίνονταν πριν μερικά χρόνια, προ κρίσης, στα Υπηρεσιακά Συμβούλια -της δικομματικής, από τότε, συναλλαγής- για τις επιλογές διευθυντών, η επωδός, για όσους δεν ανήκαν στο εν λόγω μπλοκ ήταν: Συμφωνείς με την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών ή όχι;
Η απάντηση αρνητική και η βαθμολογία κατά το δοκούν. Προσωπικά απάντησα αυθόρμητα, με ερώτηση επίσης. Ποιος θα είναι ο χαρακτήρας και ο σκοπός της εν λόγω αξιολόγησης και, επιπρόσθετα, εκτιμάτε πως, στη χώρα μας είμαστε έτοιμοι να κρίνουμε με κάποια στοιχειώδη αντικειμενικότητα; Η ερώτηση παραμένει επίκαιρη και σήμερα που το θέμα επανέρχεται.
Για την ιστορία και κυρίως, ως στοιχείο και αυτό, για το πώς φτάσαμε, νομοτελειακά σχεδόν, στη σημερινή κατάσταση ως χώρα και ως κοινωνία, να αναφέρω -και ας μην θεωρηθεί πλεονασμός- πως ευνοήθηκαν σκανδαλωδώς οι άνθρωποι οι φίλα προσκείμενοι στο σύστημα εξουσίας της εποχής. Μπορούμε να φανταστούμε επομένως τι θα συνέβαινε, αν είχε επιχειρηθεί, κάτι παρόμοιο για το σύνολο των εκπαιδευτικών!
Αυτή ήταν η αξιολόγηση του δικομματισμού παντού και οδήγησε σε ένα κράτος με κακή έως ανεκτή, στην καλύτερη περίπτωση, ποιότητα υπηρεσιών, με την ανεκτή και τις εξαιρέσεις του κανόνα να οφείλονται αποκλειστικά στις πρωτοβουλίες, στο φιλότιμο και τον πατριωτισμό των υπαλλήλων.
Ψευδής αίσθηση αξιοκρατίας
Τώρα, με αυτά που προωθούνται και εξελίσσονται περί την αξιολόγηση στα σχολεία, προβλέπονται πολύ χειρότερα. Υπάρχουν και δείγματα γραφής. Οι εναπομείναντες οπαδοί του δικομματικού τόξου με το νεοφιλελεύθερο πρόσωπο και πρόσημο επιμένουν μέχρι τελικής πτώσεως. Επιμένουν για να αποπροσανατολίσουν τους εκπαιδευτικούς, τις αποδοχές των οποίων έχουν κατακρεουργήσει, προκειμένου να δημιουργήσουν μια ψευδή αίσθηση αξιοκρατίας και βελτίωσης των κρατικών υπηρεσιών τη στιγμή που τις αποψιλώνουν και τις απαξιώνουν. Είναι το ψευδοαντίδοτο στη γενικευμένη επίθεση που δέχεται η δημόσια εκπαίδευση και γενικότερα ο δημόσιος τομέας. Είναι φανερό, όμως, ότι προσπαθούν αφενός να υποτάξουν τους εκπαιδευτικούς, να τους γεμίσουν με φόβο, με ενοχές και αμφιβολίες και να χρησιμοποιήσουν την αξιολόγηση ως όργανο τιμωρίας και χειραγώγησης, αφετέρου να εξαπατήσουν, για μια ακόμα φορά, το λαό παριστάνοντας τους μεταρρυθμιστές.
Δεν διστάζουν να καλλιεργήσουν ανταγωνιστικές σχέσεις μεταξύ των μελών του συλλόγου διδασκόντων, να υπονομεύσουν την αναγκαία συλλογικότητα και τις ανθρώπινες σχέσεις στο σχολείο, δηλαδή, τους πρωταρχικούς όρους διαμόρφωσης ενός καλού σχολικού κλίματος. Στηρίζονται σε έωλες θεωρίες πως οι άνθρωποι αποδίδουν στην εργασία τους όταν εξαναγκάζονται. Θεωρίες που ταιριάζουν σε διοικήσεις αυταρχικές και σε καταστάσεις με έντονες ταξικές διαφορές, που ταυτίζονται με πεποιθήσεις ανθρώπων που διακατέχονται από ιδεοληψίες κοινωνικού αυτοματισμού και από ένα κοινό και χυδαίο εμπειρισμό.
Παιδαγωγική ελευθερία
Από πού, όμως, μπορεί να ξεκινάει μια προοδευτική εκπαιδευτική πολιτική που θα λειτουργεί σε όφελος των δυνάμεων της εργασίας;
Από το γεγονός πως ο πολίτης θα αισθάνεται ότι συμμετέχει ο ίδιος στο κοινωνικό γίγνεσθαι. Με το να συμμετέχει στη λήψη των αποφάσεων. Σε κάθε περίπτωση, με το να διαβουλεύεται, προτείνει, συναποφασίζει και υλοποιεί. Από το ότι δεν θα αισθάνεται αποξενωμένος από το προϊόν της εργασίας του. Ιδιαίτερα για τον εκπαιδευτικό, από το ότι θα λειτουργεί μέσα σε κλίμα παιδαγωγικής ελευθερίας, πρωτοβουλιών, προσφοράς, δημιουργίας και καινοτομίας.
Σε μια τέτοια περίπτωση, ο απολογισμός και η αποτίμηση της δουλειάς του εκπαιδευτικού, αλλά και του καθενός, με βάση τους στόχους που τίθενται, αποτελεί αυτονόητη πράξη, που μπαίνει στην υπηρεσία της βελτίωσης των αποτελεσμάτων της αλλά και της θεωρητικής εξέλιξης του δασκάλου. Η βελτίωση της ποιότητας της παρεχόμενης εκπαίδευσης και της ποιότητας εν γένει των υπηρεσιών, αποτελεί βασικό στόχο για τους εργαζόμενους. Ξεκινάει από την παραδοχή πως οι άνθρωποι αγαπούν να εργάζονται και να δημιουργούν, επιθυμούν να αναλαμβάνουν ευθύνες και μπορούν να τις χειριστούν. Αυτό που μένει είναι η υποκίνηση και οι κατάλληλες συνθήκες.
Και τι πρέπει να γίνει, άραγε, για να μην πέσουν οι εκπαιδευτικοί στην αδράνεια, να μην γίνουν κοινοί γραφειοκράτες (κυρίως «γραφειοκράτες του νου») να μην περιοριστούν σε ρόλο απλού τεχνοκράτη και μεταφορέα;
Να εκπαιδεύονται ώστε να κινούνται με άνεση και γύρω από το αντικείμενο της ειδικότητάς τους και γύρω από τη διδασκαλία που απαιτεί ένα συνδυασμό επιστήμης, τέχνης και τεχνικής. Να ενθαρρύνονται ώστε να είναι κριτικοί, τολμηροί, δημιουργικοί.
Να παρακινούνται στο να αναστοχάζονται το έργο τους. Να αντιμετωπίζουν τις αντιξοότητες του, «τη διδασκαλία που είναι από τη φύση της ένα στρεσογόνο επάγγελμα» και το πολυπαραμετρικό και πολυμεταβλητό διδασκαλικό περιβάλλον με επάρκεια. Να τους εξασφαλίζονται καλύτερες συνθήκες στην άσκηση του παιδαγωγικού έργου.
Να τους «βοηθάμε για να βοηθάνε τα παιδιά», στην ενίσχυση της «αγίας περιέργειας» των, στην κριτική και στην εκ νέου ανάγνωση του κόσμου, στο να αποχτήσουν συνολική άποψη γι αυτόν και να προσεγγίσουν πρακτικές με στόχο την αλλαγή του.
Εκπαιδευτικοί συμμέτοχοι στην ανασυγκρότηση
Στο σημερινό περιβάλλον της κρίσης και των μνημονίων μια προοδευτική, μια αριστερή πολιτική πρωτοπορία, δέχεται τους εκπαιδευτικούς ως συμμέτοχους σε μια πορεία ανασυγκρότησης της χώρας στην οποία η εκπαίδευση παίζει ζωτικό ρόλο. Εμπιστεύεται τους ανθρώπους, τους εμψυχώνει και εμψυχώνεται από αυτούς. Φροντίζει για την επαγγελματική τους ανάπτυξη με ουσιαστικές επιμορφώσεις που έχουν συνέπεια και συνέχεια. Λειτουργεί σε σταθερό πλαίσιο συνεργασίας και αλληλεγγύης, δίνει πρώτη το παράδειγμα και ικανοποιεί σε κάθε κατεύθυνση την αίσθηση δικαίου. Τότε περισσεύει η υπευθυνότητα, η προσφορά, η έμπνευση, η αποτελεσματικότητα, η ποιότητα…