Η νεφελώδης διατύπωση και η απόλυτη εγκατάλειψη των προστατευτικών διατάξεων. Του Τάσου Πετρόπουλου
Πράγματι, δεν έχουν παρέλθει έξι ημέρες από τη δημοσίευση της προγραμματικής σύγκλισης Ν.Δ., ΠΑΣΟΚ και ΔΗΜΑΡ και θα ’λεγε κανείς ότι είναι νωρίς για να αξιολογηθεί η κατεύθυνση της πολιτικής που θα ακολουθήσει η τρισυπόστατη κυβέρνηση. Όμως το «μείγμα» της πολιτικής που έχει υιοθετήσει, αποκαλύπτει από τώρα τις προθέσεις και προϊδεάζει για τα αποτελέσματα που θα προκύψουν. Ως προς την αναθεώρηση της δανειακής σύμβασης στο πεδίο του δικαίου των εργασιακών σχέσεων, διατυπώθηκε η κατηγορηματική δέσμευση ότι «η συλλογική αυτονομία και η ισχύς των συλλογικών συμβάσεων εργασίας επανέρχεται στο επίπεδο που προσδιορίζουν το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Δίκαιο και το ευρωπαϊκό κεκτημένο, σύμφωνα με το οποίο το ύψος του μισθού στον ιδιωτικό τομέα συμφωνείται μεταξύ των κοινωνικών εταίρων. Αυτό περιλαμβάνει και τη ρύθμιση του κατώτατου μισθού που προβλέπεται στη ρύθμιση των Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας».
Πίσω από τη βεβαιότητα αυτής της διακήρυξης, κρύβεται η απόλυτη εγκατάλειψη των προστατευτικών διατάξεων για μισθούς και συντάξεις. Αντί αυτής της νεφελώδους διατύπωσης θα αρκούσε η δέσμευση για κατάργηση όλων των διατάξεων που διαδοχικά πρώτα περιόρισαν τη διαιτησία αποκλειστικά στη ρύθμιση των βασικών μισθών και μόνο, μετά κατήργησαν την αρχή της εύνοιας και επέβαλαν την επικράτηση των δυσμενέστερων όρων των επιχειρησιακών σε βάρος των ευνοϊκότερων κλαδικών συλλογικών συμβάσεων εργασίας και επέτρεψαν να συνομολογούνται από ενώσεις προσώπων που κατά κανόνα οργανώνουν οι εργοδότες, στη συνέχεια επέβαλαν βιαίως τον πρόωρο τερματισμό όλων των συλλογικών συμβάσεων εργασίας, κατήργησαν τη μετενέργεια και την δυνατότητα προσφυγής στη διαιτησία κ.λπ. Τέτοια δέσμευση, τα κόμματα αυτά και η κυβέρνησή τους δεν ανέλαβαν. Επομένως, η ύπαρξη ΣΣΕ θα εξαρτάται από την υποχωρητικότητα που θα επιδεικνύουν οι συνδικαλιστικές οργανώσεις
Σήμερα, προκειμένου να αποφεύγονται βαρύτερες και περισσότερο οδυνηρές συνέπειες, οι συνδικαλιστικές οργανώσεις των εργαζομένων καλούνται να παραιτηθούν εθελοντικά από όρους εργασίας που έχουν οικοδομηθεί σε βάθος δεκαετιών. Και τούτο διότι με την κατάργηση της μετενέργειας καταργούνται όλοι οι όροι εργασίας που προέρχονται από τις προηγούμενες ΣΣΕ. Εξαίρεση υπάρχει μόνο για το βασικό μισθό, τα χρονοεπιδόματα πολυετίας, καθώς και για τα σπανίως προβλεπόμενα επιδόματα σπουδών, τέκνων και επικινδυνότητας. Και ενώ από το έτος 1953 οι διαδοχικοί νόμοι για τις συλλογικές διαπραγματεύσεις διατηρούσαν με συμβατική ισχύ τους όρους των ΣΣΕ μέχρι να τροποποιηθούν με νεότερη συλλογική ή ατομική σύμβαση εργασίας, τώρα ο νόμος έχει καταργήσει τους όρους από τους οποίους διαμορφωνόταν το μεγαλύτερο μέρος των μισθολογικών αποδοχών. Όσοι προσλαμβάνονται για πρώτη φορά, στην περίπτωση που δεν υπάρχει επιχειρησιακή ΣΣΕ, θα λαμβάνουν μόνο ό,τι η ΕΓΣΣΕ προβλέπει εφόσον και για όσο υπάρχει αυτή. Γίνεται εύκολα αντιληπτή η απόλυτη ανατροπή των εγγυήσεων που προβλέπουν το Σύνταγμα και οι διεθνείς ΣΣΕ.
Το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Δίκαιο και το ευρωπαϊκό κεκτημένο δεν προσδιορίζουν ένα συγκεκριμένο επίπεδο ισχύος της συλλογικής αυτονομίας και των συλλογικών συμβάσεων εργασίας όπως, αορίστως, υπονοούν τα κόμματα της συγκυβέρνησης. Ο Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ε.Ε.), που οριστικοποιήθηκε στο Στρασβούργο στις 12 Δεκεμβρίου 2007 έχει σύμφωνα με το άρθρο 6 της Συνθήκης της Ε.Ε., ισοδύναμη ισχύ με εκείνη που διαθέτει η Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση και η Συνθήκη για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι οποίες συγκροτούν τη Συνθήκη της Λισσαβώνας που εφαρμόζεται από την 1/12/2009. Για το λόγο τούτο, δεσμεύει όλα τα όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης στα οποία ασφαλώς συμπεριλαμβάνονται το Συμβούλιο και η Επιτροπή. Ο Χάρτης, με τα άρθρα 12 και 28 εγγυάται τις συλλογικές διαπραγματεύσεις και τα συνδικαλιστικά δικαιώματα, ενώ το άρθρο 156 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης ορίζει ότι η Επιτροπή οφείλει να προωθεί τη συνεργασία και να συντονίζει τα κράτη-μέλη για την ενθάρρυνση των συλλογικών διαπραγματεύσεων μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων. Οι εφαρμοστικοί νόμοι των μνημονίων με τις καταργήσεις των εργασιακών δικαιωμάτων έχουν ματαιώσει την εφαρμογή των παραπάνω συνθηκών για όσο διάστημα η χώρα παραμένει υποτελής.
Στην περίπτωση της Ελλάδας και των άλλων χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (όπου για τη λεγόμενη δημοσιονομική εξυγίανση έχει επιλεγεί η μείωση μισθών-συντάξεων και η συρρίκνωση των παροχών στην Υγεία και την εκπαίδευση), η κυβερνητική εξουσία αξιώνει νομιμοφροσύνη σε νομοθετικές ρυθμίσεις που παραβιάζουν το θεμελιώδες πρωτογενές Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Έτσι, ενώ, σύμφωνα με τα άρθρα 10 και 19 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τα άρθρα 21 και 32 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, η Ευρωπαϊκή Ένωση οφείλει να εξαλείψει κάθε διάκριση και να αποτρέπει την οικονομική εκμετάλλευση των νέων, εντούτοις με το νόμο 4046/2012, επιβλήθηκε μείωση 32% στις μισθολογικές αποδοχές των νέων ηλικίας κάτω των 25 ετών χωρίς να αντιμετωπίζεται η ανεργία που εξακολουθεί να πλήττει περισσότερο τις μικρότερες ηλικίες και κυρίως τις νέες γυναίκες.
Η συγκυβέρνηση έδωσε ψευδή υπόσχεση υποστηρίζοντας αταλάντευτα την πολιτική που ανέτρεψε τους εργασιακούς θεσμούς της χώρας. Αυτούς τους θεσμούς δεν θέλουν ούτε πρόκειται να τους αποκαταστήσουν.
Πίσω από τη βεβαιότητα αυτής της διακήρυξης, κρύβεται η απόλυτη εγκατάλειψη των προστατευτικών διατάξεων για μισθούς και συντάξεις. Αντί αυτής της νεφελώδους διατύπωσης θα αρκούσε η δέσμευση για κατάργηση όλων των διατάξεων που διαδοχικά πρώτα περιόρισαν τη διαιτησία αποκλειστικά στη ρύθμιση των βασικών μισθών και μόνο, μετά κατήργησαν την αρχή της εύνοιας και επέβαλαν την επικράτηση των δυσμενέστερων όρων των επιχειρησιακών σε βάρος των ευνοϊκότερων κλαδικών συλλογικών συμβάσεων εργασίας και επέτρεψαν να συνομολογούνται από ενώσεις προσώπων που κατά κανόνα οργανώνουν οι εργοδότες, στη συνέχεια επέβαλαν βιαίως τον πρόωρο τερματισμό όλων των συλλογικών συμβάσεων εργασίας, κατήργησαν τη μετενέργεια και την δυνατότητα προσφυγής στη διαιτησία κ.λπ. Τέτοια δέσμευση, τα κόμματα αυτά και η κυβέρνησή τους δεν ανέλαβαν. Επομένως, η ύπαρξη ΣΣΕ θα εξαρτάται από την υποχωρητικότητα που θα επιδεικνύουν οι συνδικαλιστικές οργανώσεις
Σήμερα, προκειμένου να αποφεύγονται βαρύτερες και περισσότερο οδυνηρές συνέπειες, οι συνδικαλιστικές οργανώσεις των εργαζομένων καλούνται να παραιτηθούν εθελοντικά από όρους εργασίας που έχουν οικοδομηθεί σε βάθος δεκαετιών. Και τούτο διότι με την κατάργηση της μετενέργειας καταργούνται όλοι οι όροι εργασίας που προέρχονται από τις προηγούμενες ΣΣΕ. Εξαίρεση υπάρχει μόνο για το βασικό μισθό, τα χρονοεπιδόματα πολυετίας, καθώς και για τα σπανίως προβλεπόμενα επιδόματα σπουδών, τέκνων και επικινδυνότητας. Και ενώ από το έτος 1953 οι διαδοχικοί νόμοι για τις συλλογικές διαπραγματεύσεις διατηρούσαν με συμβατική ισχύ τους όρους των ΣΣΕ μέχρι να τροποποιηθούν με νεότερη συλλογική ή ατομική σύμβαση εργασίας, τώρα ο νόμος έχει καταργήσει τους όρους από τους οποίους διαμορφωνόταν το μεγαλύτερο μέρος των μισθολογικών αποδοχών. Όσοι προσλαμβάνονται για πρώτη φορά, στην περίπτωση που δεν υπάρχει επιχειρησιακή ΣΣΕ, θα λαμβάνουν μόνο ό,τι η ΕΓΣΣΕ προβλέπει εφόσον και για όσο υπάρχει αυτή. Γίνεται εύκολα αντιληπτή η απόλυτη ανατροπή των εγγυήσεων που προβλέπουν το Σύνταγμα και οι διεθνείς ΣΣΕ.
Το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Δίκαιο και το ευρωπαϊκό κεκτημένο δεν προσδιορίζουν ένα συγκεκριμένο επίπεδο ισχύος της συλλογικής αυτονομίας και των συλλογικών συμβάσεων εργασίας όπως, αορίστως, υπονοούν τα κόμματα της συγκυβέρνησης. Ο Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ε.Ε.), που οριστικοποιήθηκε στο Στρασβούργο στις 12 Δεκεμβρίου 2007 έχει σύμφωνα με το άρθρο 6 της Συνθήκης της Ε.Ε., ισοδύναμη ισχύ με εκείνη που διαθέτει η Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση και η Συνθήκη για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι οποίες συγκροτούν τη Συνθήκη της Λισσαβώνας που εφαρμόζεται από την 1/12/2009. Για το λόγο τούτο, δεσμεύει όλα τα όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης στα οποία ασφαλώς συμπεριλαμβάνονται το Συμβούλιο και η Επιτροπή. Ο Χάρτης, με τα άρθρα 12 και 28 εγγυάται τις συλλογικές διαπραγματεύσεις και τα συνδικαλιστικά δικαιώματα, ενώ το άρθρο 156 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης ορίζει ότι η Επιτροπή οφείλει να προωθεί τη συνεργασία και να συντονίζει τα κράτη-μέλη για την ενθάρρυνση των συλλογικών διαπραγματεύσεων μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων. Οι εφαρμοστικοί νόμοι των μνημονίων με τις καταργήσεις των εργασιακών δικαιωμάτων έχουν ματαιώσει την εφαρμογή των παραπάνω συνθηκών για όσο διάστημα η χώρα παραμένει υποτελής.
Στην περίπτωση της Ελλάδας και των άλλων χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (όπου για τη λεγόμενη δημοσιονομική εξυγίανση έχει επιλεγεί η μείωση μισθών-συντάξεων και η συρρίκνωση των παροχών στην Υγεία και την εκπαίδευση), η κυβερνητική εξουσία αξιώνει νομιμοφροσύνη σε νομοθετικές ρυθμίσεις που παραβιάζουν το θεμελιώδες πρωτογενές Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Έτσι, ενώ, σύμφωνα με τα άρθρα 10 και 19 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τα άρθρα 21 και 32 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, η Ευρωπαϊκή Ένωση οφείλει να εξαλείψει κάθε διάκριση και να αποτρέπει την οικονομική εκμετάλλευση των νέων, εντούτοις με το νόμο 4046/2012, επιβλήθηκε μείωση 32% στις μισθολογικές αποδοχές των νέων ηλικίας κάτω των 25 ετών χωρίς να αντιμετωπίζεται η ανεργία που εξακολουθεί να πλήττει περισσότερο τις μικρότερες ηλικίες και κυρίως τις νέες γυναίκες.
Η συγκυβέρνηση έδωσε ψευδή υπόσχεση υποστηρίζοντας αταλάντευτα την πολιτική που ανέτρεψε τους εργασιακούς θεσμούς της χώρας. Αυτούς τους θεσμούς δεν θέλουν ούτε πρόκειται να τους αποκαταστήσουν.
*Ο Τάσος Πετρόπουλος είναι εργατολόγος
Σχόλια