Η Κύπρος μπροστά στο ζήτημα της ΑΟΖ. Του Λουκά Αξελού.

Οι έρευνες που ξεκίνησαν για την ανακάλυψη υδρογονανθράκων στην κυπριακή ΑΟΖ από την αμερικανοεβραϊκών συμφερόντων εταιρία Noble Energy δεν αποτελούν ένα επιμέρους συμβάν των κυπριακών δρώμενων, αλλά ένα κομβικό ζήτημα γύρω από το οποίο στοιχίζονται πλείστα όσα ζητήματα συνθέτουν το αξεδιάλυτο κουβάρι του Κυπριακού.
Ως εκ τούτου, για να μπορέσουμε να οδηγηθούμε σε κάποια κατ’ αρχήν συμπεράσματα συμβατά με την πραγματική κατάσταση, θα πρέπει, σύντομα και αξιωματικά αναγκαστικά, να θέσουμε ορισμένα γνωστά, κατά την γνώμη μου, στοιχεία-δεδομένα που –προφανώς- επιδέχονται αντίλογο, ως και τα κριτήρια εκείνα που θα χρησιμοποιηθούν ως εργαλεία ούτως ώστε τα κατ’ αρχήν συμπεράσματα που η συζήτηση θα αναδείξει, να έχουν υποβληθεί στην αναγκαία βάσανο της πολλαπλής διασταύρωσης και της κατ’ αντιπαράθεσιν σύνθεσης.
Στο κείμενο, λοιπόν, που ακολουθεί, θα αναφερθώ αποκλειστικά στα, κατά την γνώμη μου, κύρια στοιχεία-δεδομένα που κατά βάση συνθέτουν το όλο ζήτημα.
Ένα πρώτο στοιχείο είναι η γεωπολιτική θέση και αξία της Κύπρου. Αυτό που με πλήθος τοποθετήσεων και επιχειρημάτων έχει διαχρονικά τεθεί από Έλληνες και ξένους πολιτικούς, διπλωμάτες και αναλυτές, συνοψίζει με χαρακτηριστικό τρόπο ο νυν ΥΠΕΞ Τουρκίας Αχμέτ Νταβούτογλου λέγοντας: «Ακόμη και αν δεν υπήρχε κανένας μουσουλμάνος Τούρκος στην Κύπρο, η Τουρκία είναι υποχρεωμένη να διατηρεί ένα Κυπριακό ζήτημα. Καμία χώρα δεν μπορεί να μείνει αδιάφορη απέναντι σε ένα τέτοιο νησί, που βρίσκεται μέσα στην καρδιά του ίδιου του ζωτικού της χώρου…».
Ένα δεύτερο στοιχείο, είναι το γεγονός ότι οι τρίτοι και κατά πρώτο λόγο η Βρετανία, οι ΗΠΑ και το Ισραήλ αφού από το 1950 και εντεύθεν κατόρθωσαν να αποτρέψουν την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα και ενέπλεξαν τον τουρκικό παράγοντα (τουρκική μειονότητα) ως οργανικό κομμάτι «αφετηριακή συνιστώσα» του όλου ζητήματος, δεν έχουν στην παρούσα συγκυρία ως στόχο τους να επιτρέψουν την ολική τουρκοποίηση του νησιού. Ο τωρινός σταθερός στόχος τους παραμένει ή η πλήρως αποδυναμωμένη και διχοτομημένη Κύπρος ή η κατ’ όνομα ενωμένη Κύπρος υπό την διεύθυνση «τριών δικαστών της δικής τους αρεσκείας», όπως προέβλεπε το υποδειγματικό προς σύσταση προτεκτοράτου σχέδιο Ανάν.
Και σε αυτό συνίσταται ο πιο σοβαρός κίνδυνος για την Κύπρο και τους Κυπρίους, που, όπως και στο παρελθόν επεσήμανα, δεν είναι η κατάληψη του υπόλοιπου νησιού από τους Τούρκους, αλλά η κατάλυση της υπάρχουσας Κυπριακής Δημοκρατίας ως κυρίαρχο και ανεξάρτητο κράτος και η υπαγωγή της σε κάποιο νέο μοντέλο προτεκτοράτου του 21ου αιώνα. Τον κίνδυνο αυτό καθόλα υπαρκτό, δεδομένης της ελλαδικής και ελληνοκυπριακής πρωτοφανούς εθελοδουλίας, οφείλουμε να τον έχουμε συνέχεια κατά νου. Οι «νηφάλιες» προσεγγίσεις των σε διατεταγμένη υπηρεσία τεχνοκρατών, διπλωματών και πολιτικών ότι η Κύπρος ως μέλος του ΟΗΕ, της Ε.Ε. και άλλων διεθνών οργανισμών είναι καθόλα κατοχυρωμένη, είναι, στην καλύτερη των περιπτώσεων, αθεράπευτα αφελής.
Και αυτό, διότι ουδείς θα αποβάλει την Κύπρο από τους διεθνείς αυτούς οργανισμούς. Απλά η λοβοτομημένη Κύπρος θα εξακολουθεί να συμμετέχει υπό ένα νέου τύπου καθεστώς, ανανικού χαρακτήρα εγγυήσεων και απαγορεύσεων, που και αυτές οι συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου θα φαντάζουν ως ιδανικές.

Πρόβλημα αυτοδιάθεσης
Ένα τρίτο στοιχείο είναι ότι όση συσκότιση και να υπάρξει, το Κυπριακό στην βαθύτερή του ουσία ήταν, είναι και θα είναι πρόβλημα αυτοδιάθεσης.
Ανάμεσα, όμως, στην ουσία του ζητήματος και την εθνική-λαϊκή στρατηγική του λύση μεσολαβεί ένα καυτό παρόν που προβάλλει ή και που επιβάλλει ανεξάρτητα από την δική μας βούληση τις δικές του προτεραιότητες-«λύσεις».
Από τις λύσεις που ακούγονται, ποια θα έδινε την γεωπολιτική βαρύτητα που αναλογεί στην Κύπρο ή εν πάση περιπτώσει μιαν ολιγότερο επαχθή δυνατότητα λειτουργίας της στο νεοδιαμορφωνόμενο ψηφιδωτό της περιοχής;
Για μια τέτοια προσέγγιση δεν είναι ανάγκη να καταφύγουμε σε υπερβολές, αρκεί ρεαλιστικά να παραδεχθούμε ότι η οιονεί λογική της μικρής και αδύνατης Ελλάδας και Κύπρου είναι σε κρατικό επίπεδο έκφραση της σύγχρονης μορφής εθελοδουλίας.
Η αλήθεια οφείλει να λέγεται, όπως και το έκανε το 1976 ο Ελληνοαμερικανός Ρόι Μακρίδης, όταν σημείωνε ότι η «Ελλάδα και οι Έλληνες πρέπει να εγκαταλείψουν το προαιώνιο σύμπλεγμα της εξαρτήσεώς τους από τη μια ή την άλλη δύναμη. Πρέπει να μάθουν πώς να συμβιούν με πολλά άλυτα, κάθε φορά προβλήματα, από τα οποία ένα είναι και η Τουρκία, όπως και με πολλές άλυτες πραγματικές καταστάσεις, από τις οποίες μία είναι η αμερικάνικη επιρροή σ’ αυτό το τμήμα του κόσμου. Και θα πρέπει ακόμα να προσπαθούν να τις αξιοποιήσουν προς το καλύτερο δυνατό όφελός τους».
Η πικρή αυτή αλήθεια, σημαίνει με δύο λόγια ότι η ελληνική (ελλαδική και ελληνοκυπριακή) πλευρά, παρά τον «σχεδόν σταθερό» δυσμενή συσχετισμό στην σφαίρα της γεω(πολιτικής), έχει περιθώρια για διαφοροποίηση ή ανατροπή του αρνητικού ισοζυγίου, με την σωστή αντιμετώπιση του ζητήματος στη σφαίρα της (γεω)πολιτικής.
Ένα τέταρτο στοιχείο είναι η παγιωμένη κατάσταση εθελοδουλείας που υπάρχει στην μετεμφυλιακή Ελλάδα και την λοβοτομημένη Κύπρο του 1959 και ακρωτηριασμένη του 1974.
Ξεπερνά τα όρια της επιστημονικής φαντασίας το πώς μια Ελλάδα που αντιστάθηκε νικηφόρα στην τριπλή ναζιστική-φασιστική κατοχή το 1940-1945 βρέθηκε υπό νέα αγγλοαμερικανική ημι-κατοχή την δεκαετία του ’50 και εντεύθεν και πώς ένας λαμπρός εθνικός-απελευθερωτικός αγώνας στην Κύπρο κατέληξε στο έκτρωμα των Συμφωνιών Ζυρίχης-Λονδίνου το ’59, ολοκληρώνοντας το καθεστώς της πολλαπλής ξένης εξάρτησης στον καθόλου ελληνικό χώρο.
Η καταθλιπτική αυτή πραγματικότητα με χαίνουσα, εδώ και σαράντα χρόνια, πληγή, την Κύπρο, φορτίζεται κατεξοχήν αρνητικά στην παρούσα συγκυρία.
Κι αυτό γιατί μετά τον θάνατο του Τάσσου Παπαδόπουλου και την αποδιοργάνωση του άτυπου, προβληματικού αλλά υπαρκτού πατριωτικού μετώπου που με αφορμή το σχέδιο Ανάν είχε συγκροτηθεί, η σύνολη υπόθεση της Κύπρου έχει τραγικά υποχωρήσει, στον βαθμό που επικεφαλής της Κυπριακής Δημοκρατίας βρίσκεται μια κυβέρνηση μειωμένης ικανότητας και αποδεδειγμένης ενδοτικότητας, ανάλογη με εκείνη του Γ. Βασιλείου, που επίμονα προσπαθεί από το παράθυρο να επαναφέρει ό,τι ο κυπριακός λαός στην συντριπτική του πλειοψηφία απέρριψε το 2004. Την κατάσταση όμως επιδεινώνει έτι περαιτέρω το γεγονός ότι και η αντίστοιχη ελλαδική, αποτελεί μιαν ακόμα πιο επικίνδυνη κυβέρνηση, μια βαθύτατα αντιλαϊκή κυβέρνηση ανδρείκελων, υποταγμένη ολοκληρωτικά στα μεγάλα ιμπεριαλιστικά κέντρα.
Όπως γίνεται αντιληπτό, από μόνο του το γεγονός αυτό είναι επαρκές για να μας δείξει την τραγική κατάσταση στην οποία βρίσκεται σήμερα σύμπας ο Ελληνισμός και το μέγεθος των ορατών εθνικών κινδύνων ή καταστροφών που οι κυβερνήσεις μειωμένης εθνικής ευθύνης σε Ελλάδα και Κύπρο όχι μόνο είναι αδύνατο να αποτρέψουν αλλά –τουναντίον- φέρνουν όλο και πιο κοντά με τον απερίγραπτο ωχαδελφισμό και την απύθμενη εθελοδουλία τους.

Το ζήτημα των συμμαχιών
Ένα πέμπτο διαφορετικής, φυσικά, τάξης, αλλά σε στενό συσχετισμό με τα τρία πρώτα, απαραίτητο στοιχείο, είναι το σε κάθε περίσταση αναδεικνυόμενο ζήτημα του ποιοι είναι οι φίλοι μας και ποιοι είναι οι εχθροί μας ή με άλλα λόγια το ακανθώδες ζήτημα των συμμαχιών.
Πράγματα αναλυμένα από την εποχή του Θουκυδίδη αλλά ξεχασμένα ή θαμμένα ως ασύμβατα με μια «σωστή ταξική ανάλυση» από την πλειοψηφία, σχεδόν, της Αριστεράς.
Και εδώ δεν μπορούν να υιοθετηθούν εύκολες ρητορείες προς αυτοκατανάλωση του μικρόκοσμου, αλλά ένας ειλικρινής και βαθύς κοινωνικός και πολιτικός επαναπροσδιορισμός των προϋποθέσεων και των κριτηρίων που σήμερα δυστυχώς δεν υπάρχουν.
Διότι πασίδηλο είναι ότι το εθνικό-λαϊκό στρατόπεδο σε Ελλάδα και Κύπρο τόσο σε επίπεδο πολιτικής εκπροσώπησης, όσο και σε διάθεση, στάση και φρόνημα του ίδιου του λαού είναι κατώτερο των περιστάσεων.
Ως εκ τούτου η αναστήλωση-ανασυγκρότηση των δύο αυτών παραμέτρων αποτελεί πριν από όλα τον αναγκαίο και ικανό όρο για την επιτυχή άσκηση μιας πολιτικής συμμαχιών ιδιαίτερα στην σημερινή συγκυρία που ο χάρτης δείχνει να αλλάζει στην Ανατολική Λεκάνη της Μεσογείου με αποτέλεσμα την περαιτέρω στρατηγική και οικονομική αναβάθμιση της Κύπρου και την μετατροπή του όλου νησιού σε ένα δυνητικό Μαρί.
Η εξαιρετικά περίπλοκη και δυσμενής αυτή πραγματικότητα, δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με πολιτικές αντιαμερικανικές κατάρες, εσχατολογικού χαρακτήρα αναφορές και αναδίπλωση στην επαναστατική σιγουριά και καθαρότητα.
Γιατί ο χάρτης θα αλλάξει, κάποιοι θα αναβαθμιστούν και κάποιοι θα υποβιβαστούν και η Κύπρος, ανεξάρτητα από την τελική λύση συνώνυμη της αυτοδιάθεσής της, θα βρεθεί περισσότερο χαμένη ή περισσότερο κερδισμένη από τις λύσεις που θα προκρίνει, με αφορμή και το ζήτημα της ΑΟΖ, στην καυτή πατάτα των συμμαχιών.
Τα πράγματα είναι δυστυχώς χειρότερα από ό,τι φανταζόμαστε. Οι υπαρκτές πολιτικές δυνάμεις που βρίσκονται σε σταθερή αντιιμπεριαλιστική τροχιά οφείλουν να κάνουν ένα σαφή διαχωρισμό ανάμεσα στην κύρια και τις δευτερεύουσες αντιθέσεις, οφείλουν να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα στον σκληρό του πυρήνα, που, με δύο λόγια, είναι το πραγματικό δίλημμα ότι στον βαθμό που πατάς στέρεα στα πόδια σου και δεν τρικλίζεις, πόσο νερό μπορείς να βάλεις στο κρασί σου χωρίς να αντιστρέψεις την αναλογία;
Τέλος ένα έκτο στοιχείο στενά συνυφασμένο με τα παραπάνω είναι αν είναι δυνατόν οι μικρές και εξαρτημένες Ελλάδα και Κύπρος να ανατρέψουν έναν τέτοιο δυσμενή συσχετισμό τόσο στο εσωτερικό τους, όσο και σε σχέση με τον ξένο παράγοντα. Και σε αυτό το ζήτημα η απάντηση έχει ιστορικά δοθεί στην Κύπρο και μάλιστα στα πλαίσια του υπάρχοντος συστήματος χωρίς κυρίαρχες τις σοσιαλιστικές ή κομμουνιστικές παραμέτρους.
Τόσο ο αγώνας της ΕΟΚΑ (1955-59) όσο και η μάχη κατά του Σχεδίου Ανάν (2003-4) απέδειξαν κάτι απτό και καθόλου κατασκευασμένο ή φαντασιακό.
Ότι δεν είναι ανάγκη να έχει επιβληθεί κανένας σοσιαλισμός ή κομμουνισμός για να κινηθείς στην σωστή κατεύθυνση και ότι προϋπόθεση για την επιτυχή διεξαγωγή ενός αγώνα «υπέρ βωμών και εστιών» είναι να είσαι πατριώτης, δημοκράτης και αποφασισμένος να παλέψεις για την υπεράσπιση των δικαίων σου και όχι εθελόδουλος και ψοφοδεής μικροευρωπαίος.
Αυτό είναι ένα αποφασιστικό ζητούμενο με βάση την υπάρχουσα κατάσταση και τους υπάρχοντες συσχετισμούς και έχει κατά καιρούς ασκηθεί προς την μια ή την άλλη κατεύθυνση.
Γιατί τα γεγονότα είναι σαν τις πρόκες αιχμηρά. Κάποιος έφερε σε αδιέξοδο ολόκληρο Ηνωμένο Βασίλειο στο Τρόοδος και τον Πενταδάκτυλο το 1955 και κάποιος του έλυσε τα χέρια στην Ζυρίχη και το Λονδίνο το 1959. Κάποιος πέταξε στο καλάθι των αχρήστων το τερατούργημα Ανάν το 2004 και κάποιος άλλος ψάχνει τώρα στα σκουπίδια να το νεκραναστήσει.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!