του Λαοκράτη Βάσση
Με την πρόσφατη Συλλογή του (2020): Pixels, δίκην ποιητικού ημερολογίου, ο Δημήτρης Κοσμόπουλος αγγίζει τους πιο βαθείς «τύπους των ήλων» των εγκλεισμένων καιρών μας.
Με τα συμπυκνωτικά αισθητικά της σημαινόμενα, να είναι μια ακόμη αινιγματικά λυτρωτική ποιητική κατάθεσή του.
α. Παρότι στην αληθινή ποίηση δεν υπάρχει σύνορο ανάμεσα στη μορφή και στο περιεχόμενο, δεν μπορώ, σε τούτη την πρώτη μου ματιά , να μην παρατηρήσω πόσο έξοχα αυτό επιβεβαιώνεται στον μαστορικό ποιητικό του λόγο. Όπου, ποτέ η ύφανση της μορφής, με τις ομιλούσες ρίμες της, δεν εκπίπτει σε εκβιασμένη … εκζήτηση. Όπως κι η συνομιλία του με το δημοτικό τραγούδι, ως μια ακόμη μαρτυρία της γνήσιας πολιτιστικής του ιθαγένειας, επίσης δεν εκπίπτει σε επιφανειακά δημοτικίζουσα μίμηση. Για να μη προσθέσω και την εξαιρετική υπέρβαση των θεωρούμενων ορίων παραδοσιακής και μοντέρνας ποιητικής γραφής.
β. Όσο για το ποιητικό μαντέμι της Συλλογής του, που είναι το αισθητικό απόσταγμα της πικρής βίωσης των επάλληλων εγκλεισμών –του ξαφνικού συγκυριακού, απ’ την πανδημία του κορονοϊού, με όλες τις απάνθρωπες «συνδηλώσεις» του, και του μονιμότερου, με τον οποίο πνιγηρά συμπλέκεται, της αυτο/φυλάκισής μας στον καταθλιπτικά αποξενωτικό κόσμο μας– , απαιτείται, μακράν της πρώτης αισθητικής πρόσληψης, πολύ σκάψιμο και πολύ ψάξιμο, για την αποκρυπτογράφηση και το συνακόλουθο διάβασμα των αινιγματικών αισθητικών του αληθειών.
γ. Με δεδομένο, πάντοτε, πως ο διάλογος με την αληθινή τέχνη, προπαντός με την αληθινή ποίηση, είναι μια δύσκολη πνευματική μάχη, που η έκβασή της περνάει απ’ τα αισθητικά φίλτρα του κάθε «δέκτη». Αλλά, πολύ περισσότερο, κι από τα αισθητικά κριτήρια των εποχών, όπως αυτά, συναρτημένα με το πολιτιστικό επίπεδο των κοινωνιών, διαρκώς μεταβάλλονται. Που, εντέλει, σημαίνει, πως δεν κερδίζεται αυτή η μάχη χωρίς ποιοτική αισθητική παιδεία, στο πλαίσιο πάντοτε μιας καλής γενικής παιδείας, ως όρου εκ των ων ουκ άνευ για τη δημοκρατικοποίηση του υπέρτατου αγαθού της αισθητικής τέρψης και απόλαυσης στη ζωή μας.
δ. Μη μπορώντας, με την πρώτη μου ματιά, να διαβάσω τις κρίσιμες αισθητικές αλήθειες της Συλλογής –όπως, για παράδειγμα, την ποιητική μεταστοιχείωση της ατομικής υπαρξιακής αγωνίας σε συλλογική, το προσευχητικό «δάκρυ» και τον θάνατο, την πολύ βαθιά λογιοσύνη του χωνεμένου διαλόγου με τα στρώματα της Ελληνικής Γραμματείας, απ’ την Αρχαιότητα και το Βυζάντιο ως τον Παπαδιαμάντη, τον Σεφέρη, τον Ελύτη και τον Ρίτσο, ή τον διαρκώς υφέρποντα καημό της Ρωμιοσύνης–, θα περιοριστώ, ως ελαχίστη πρόγευση των μηνυμάτων της και ως υποψιαστικό υποκατάστατο … παρουσίασής της, στη σταχυολόγηση «θραυσμάτων» απ’ το μαντέμι των ποιημάτων της, αρκούντως προαγγελτικών, θέλω να πιστεύω, της αισθητικής τους ποιότητας: «Κλεισμένοι στων πολυκατοικιών τις τρύπες/ νομίζουμε πως ζούμε/ μα είμαστε σε τάφους- Κι έτσι ονομάσαμε ζωή το απείκασμά της- Στρατόπεδα των πόλεων οι φυλακές μας- Την κάθε νύχτα είν΄η καρδιά σπήλαιο μαρτυρίου- Μπάζα σκεπάζουν τη σπηλιά του καθενός – Εσύ ΄σαι κρεμασμένος ακόμη μια φορά/ στου πουθενά τους άγριους ουρανοξύστες/ φτύσε στο πρόσωπο του πανικού τους μύστες- Καθώς λυώνουν οι νάρθηκες των στείρων βεβαιοτήτων/ μου βρέχεις τα μαλλιά/
ψιχάλες από θάνατο με λάμψεις ταχυτήτων ζωής απ΄τα/ μέλλοντα και τα παληά – ΄Ω της άνοιξης ιερή μου ανατριχίλα/ μίλα, πώς απολυμαίνονται οι ψυχές; – Βγάλ’ τους την πρίζα οι κάμερες να σβήσουν/ σάρωσε τα μπάζα απ΄τη σπηλιά/ και προτού ανακοινωθέντα να σαλπίσουν/ σπάσε το κλουβί, να φύγουν τα πουλιά – Στις άδειες πόλεις ησυχία κοιμητηρίων –
Τον κόσμο κάναμε ξενοδοχείο του άδη. – Πίνοντας το σκοτάδι με το τάσι/ ξερριζωμένοι οι εαυτοί μας μας πονάνε- Γύρω μας σκιές πορεύονται, συνοδοιπόροι / κανείς δεν δίνουμε του αγγέλου μας νερό- Γίναμε όλοι μας ξένοι/ στο αόρατο κάτεργο δέσμιοι και σκλάβοι -Οι σπόροι μας δεν βρίσκουνε χώμα για να πεθάνουν (σε υπαινικτικό , εδώ, διάλογο με τον Σεφέρη: είμαστε ο σπόρος που πεθαίνει)- – Το ρεύμα αθύρματα άβουλα μας παρασέρνει/ πλεούμενο δεν είναι πουθενά κι οιακοστρόφος/ Δεν έχει χώμα να ριζώσεις τούτος ο καιρός – Προβολείς και φωτορρυθμικά κίβδηλης εποχής/ δείχνουνε πιο κρύο του σκοταδιού σου το κάστρο-
Και του θανάτου σπόνσορες μοιραίοι/ μας βούλιαξαν σ το σκότος και στο ψέμα- Μιαν άνοιξη πέρα απ΄τις οθόνες είναι να ρθει. Να ξαναβρούμε τον σταρένιο Ιούνιο της ψυχής. Εν θέρει και εν έαρι το ρίγος της θαλάσσης».
ε. Σε κριτικό μου σημείωμα για τη Συλλογή του: Θέριστρον είχα γράψει: «Ο ποιητικός λόγος του Κοσμόπουλου, που δεν έχει ακόμη εξαντλήσει όλη την εσωτερική του δυναμική και δεν έχει φτάσει στην κορύφωσή του, συνιστά μια απ’ τις πιο υποσχετικές απόπειρες να βγει η ποίησή μας απ’ τη μεγάλη παρένθεση που άνοιξε μετά το δυσθεώρητο ύψος στο οποίο την έφτασε η τριαδική ποιητική μας θεότητα: Σεφέρης- Ελύτης- Ρίτσος». Να μη θεωρηθεί υπερβολή, αν τώρα πω πως τούτη η Συλλογή του ανήκει στις ξεχωριστές ποιητικές δημιουργίες, που σηματοδοτούν την έξοδο απ’ την παρένθεση» και το άνοιγμα ενός νέου ποιητικού κύκλου, μετά τη βαριά σκιά των τριών τελευταίων μεγάλων της ποίησής μας.-